Χαρίλαος
Νικολαϊδης, Άλλες Γεύσεις,Μελάνι,2018

1

Ξεκινώντας κάπως
παράδοξα το κείμενό μου, θα τολμήσω,
προκαταβολικά, να εντοπίσω μιαν εκλεκτική
συγγένεια ανάμεσα στο σκεπτικό περί
ποιητικής του Χαρίλαου Νικολαϊδη και
σε αυτό της σπουδαίας εκπροσώπου της
γενιάς του ‘70 , Μαρίας Λαϊνά. Η Μαρία
Λαϊνά, το 2015, σε συνέντευξή της στην
εφημερίδα «Το Βήμα», υποστήριξε
ότι «η ποίηση είναι γλώσσα. Ούτε
ιδέες,ούτε συναίσθημα.»,
υπενθυμίζοντας
για ακόμη μια φορά στον συστηματικό
αναγνώστη της σύγχρονης νεοελληνικής
ποίησης τον, στιβαρά λιτό και κυριολεκτικό
της τρόπο να εννοεί και να παράγει την
ποίηση.

Προσφάτως,
πιάνοντας στα χέρια μου τις «Άλλες
Γεύσεις
» του Χαρίλαου Νικολαΐδη,
ήρθα αντιμέτωπη με την πρώτη οδηγία
ανάγνωσης, ευθαρσώς υποβεβλημένη από
το μότο του βιβλίου, η οποία είναι το
δίστιχο «Η γεύση εξασθενεί, η γλώσσα
δεν εγκαταλείπει.
»

Και λέω δίστιχο
γιατί θεωρώ πιο σωστό, το μότο αυτό
τελικά να εκληφθεί ως το πρώτο ποίημα
αλλά και ως ερμηνευτικό κλειδί της
συλλογής, μιας συλλογής αποτελούμενης
από 30 ποιητικές δοκιμές σαφώς ορισμένου
ύφους και μορφολογίας και εξαιρετικά
γλαφυρής εικονοποιϊας. Σε αυτούς τους
δύο στίχους λοιπόν, συναντάμε το ευφυές
παιχνίδι του Νικολαΐδη ανάμεσα σε
κυριολεξία και μεταφορά ή, ακόμη καλύτερα,
μέσα στο πλαίσιο ενός συστήματος
‘πολυσήμαντης δισημίας’ , το οποίο και
χαρακτηρίζει την ποιητική αυτή συλλογή
σχεδόν στο σύνολό της:

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


Η σκέψη του
έρωτα/γρατζούνισε το δέρμα της./(Θα σε
συναντήσω/στις βάθρες/της Σαμοθράκης)./Η
προσμονή ενός φιλιού/του σφράγισε τα
χείλη./(Θα σε περιμένω/στους δεκατρείς
πύργους/του Τσανκίλο)./Την ξάπλωσε, τη
διάβασε.

Αυτό που κάνει
ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη
αυτή την αυτοματική συναίρεση πολλαπλών
νοημάτων είναι το γεγονός ότι αυτή
επιτυγχάνεται μέσω του αποδοθέντος
τίτλου: δηλαδή, διαβάζοντας το ποίημα
χωρίς τον τίτλο, αυτό καταφέρνει και
αποκτά ένα συγκεκριμένο και πλήρες
νόημα-πλαίσιο αναφοράς το οποίο
ολοκληρωτικά αλλά εξίσου επιτυχώς
ανατρέπεται όταν διαβάσουμε το τίτλο
οπότε και αναπροσδιορίζεται το ‘για
τι ακριβώς μιλάει το ποίημα’. Ένα ακόμη
χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα
που ακολουθεί:

ΚΟΥΚΛΑΚΙ

Η μαμά κι ο
μπαμπάς/πάλι τσακώνονται./Τους
κοιτώ/μεσ’απ’το
τζάμι,/παραμορφωμένους,βουβούς./Στριφογυρίζω/στους
40 βαθμούς.

Έπειτα, με
ποιήματα κατά κανόνα μικρά σε έκταση,
λιτά σε έκφραση και πυκνά σε νόημα ο
Νικολαϊδης απομονώνει και απαθανατίζει
μικρές, φευγαλέες στιγμές της ανθρώπινης
σκέψης και συμπεριφοράς οι οποίες με
απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο, τίθενται υπό
την παρατήρηση του ποιητικού υποκειμένου
και ξαφνικά, λαμβάνουν σχήμα και υπόσταση
στη συνείδηση του αναγνώστη με την
ελαφρότητα μιας απλής νύξης που όμως
αφορά, τελικά, μια σοβαρή υπόθεση :

ΚΟΥΤΙ


Ξάπλωνες/απέναντί
του,/το εξαφάνιζες/με τον αντίχειρά
σου./Ήταν απόλυτα όμορφο,/τετράγωνο και
κλειστό.


Και

ΕΡΩΤΙΚΟ

Ρεμβάζω τον
ωκεανό/επάνω στο σεντόνι./Στο πιο άνυδρο
σημείο σου/βουτάω.

Η γραφή του
Νικολαΐδη δεν είναι ούτε ελλειπτική
ούτε πλεονάζει .Είναι ακριβώς τόση όση
χρειάζεται ώστε η ρυθμική και η σύνολη
καλολογική διάπλαση που εξασφαλίζει
την «οργανικότητα» του ποιήματος (
δανείζομαι εδώ τον όρο που χρησιμοποίησε
στο κριτικό του έργο ο Νάσος Βαγενάς
στην προσπάθειά του να αναδείξει την
ανάγκη για «επαναμάγευση» της ποίησης
στους 

μεταμοντέρνους καιρούς), να είναι
η κατάλληληi
.Κατέχοντας, λοιπόν, την τέχνη της ‘σωστής
ποσότητας’, ο Νικολαϊδής, συνοπτικά
μεν, με επάρκεια δε, αφήνει ανοιχτές στα
μάτια μας και τις διακειμενικές του
αναφορές, οι οποίες εκτείνονται από την
«Έρημη Χώρα» του .T.s.
Eliot (με τον ενδιαφέροντα
τίτλο «Γιατί όχι, κύριε Eliot,δοσμένος
,ίσως ως μια υπόγεια πρόταση διαλόγου
στη βάση της μεθορίου γραμμής
Μοντερνισμός-Μεταμοντερνισμός) ως τις
ερωτικές επιστολές του Ανδρέα Εμπειρίκου
στη Μάτση Χατζηλαζάρου :

ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ,
ΚΥΡΙΕ ΕΛΙΟΤ


Το επόμενο
πρωί,/με την ανάσα σου/ακόμα στο κορμί
μου,/αναθεωρώ./Ο κόσμος τελειώνει/όπως
αρχίζει/-μ’ένα μεγάλο ΜΠΑΜ-/και ο
Απρίλης/είναι μήνας τρυφερός.


και

ΓΗΠΕΔΟΝ
«Α.ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ»

Αγάπη μου,σε
αγαπώ,/ και θάναι το ταξείδι μας
/μια
νέα Πομπηία΄/κάτω απ΄τις στάχτες, να
χαϊδεύω το άγαλμά σου.


Ακόμη, θα ήθελα
να σταθώ σε δύο συνδιαλεγόμενα μεταξύ
τους ποιήματα της συλλογής, τα οποία,
για εμένα αποτελούν κατά βάθος ένα
ποίημα σε δύο μέρη, καθώς συνθέτουν,
πρώτα αυτόνομα και έπειτα μαζί, μια
διακριτική ,στοχαστική περιδιάβαση
στην Ιστορία και στο παγκόσμιο ανθρώπινο
βίωμα, ως τώρα.

. Ο αναγνώστης
καλείται εδώ να στοχαστεί γύρω από το
ζητούμενο του, κατατμημένου σε δύο
μέρη, ποιήματος, για τη θέαση της
Παγκόσμιας Ιστορίας ως γυναίκας με
παθήματα ,ήδη από την παιδική της ηλικία:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ


Στα επτά/έπεσε
για πρώτη φορά/από το ποδήλατο,/

Την έριξαν./Γέμισε
αίματα,/έκλαψε/για την αδυσώπητη βία.

Και

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ


Μεθυσμένη/στην
άκρη του δρόμου,/για την απόρριψη /ή/για
το χαμένο βράδυ,/περίμενε ασθενοφόρο/ή/ταξί,/με
τζιν εφαρμοστό/ή/με μίνι φουστίτσα,/ελπίζοντας
στους φίλους/ή/στους ξένους./Δεν
ανησυχήσαμε,/αυτά έχει η εφηβεία./Πήγε
όμως/δώδεκα/και δεν έχει γυρίσει.

Ένας από τους
βασικούς εκπροσώπους της θεωρητικής
σκέψης του Μεταμοντερνισμού, ο Jean-
Francois Lyotard
αναφέρει ότι ένας μεταμοντέρνος
καλλιτέχνης ή συγγραφέας επέχει θέση
φιλοσόφου: το κείμενο που γράφει, το
έργο που παράγει δεν διέπονται καταρχήν
από θεσμοθετημένους εκ των προτέρων
κανόνες, και δεν μπορούν να κριθούν
βάσει μιας προσδιοριστικής κρίσης,μέσω
της εφαρμογής οικείων κατηγοριών στο
κείμενο ή το έργο. Οι κανόνες και οι
κατηγορίες αυτές είναι αυτό που το ίδιο
το έργο τέχνης αναζητά
ii.


Λαμβάνοντας
υπόψη τα σημαντικά αυτά λόγια του Λυοτάρ
και λίγο πριν ολοκληρώσω τις σκέψεις
μου γύρω από τις «Άλλες γεύσεις»του
Χαρίλαου Νικολαϊδη , θα προσέθετα την
ειλικρινή μου αίσθηση ότι ενώ στην
παρούσα συλλογή του Χαρίλαου Νικολαϊδη
,στην αρχή, φαίνεται να υιοθετείται από
τον ποιητή ένας ήρεμος και χαμηλών
τόνων ποιητικός χωροχρόνος όπου θα
εκτυλιχθεί το προσωπικό ποιητικό του
ταξίδι, στην πραγματικότητα ,η δεύτερη
ανάγνωση έρχεται πλήρως να ανατρέψει
την αρχική εντύπωση και να καταδείξει
στον αναγνώστη τον βαθύ στοχαστικό
πυρήνα του ποιητή ο οποίος, σαν με ένα
ευγενές και υποδόριο χαμόγελο, κατεργάρικα
κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και λέει
τα παρακάτω:

ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ


Πιέζεις με τα
δόντια,/σπάει το φλούδι,/ο καρπός/φτάνει
στη γλώσσα./Θα το κάνεις/ξανά,ξανά,ξανά./Κερδίζει
όποιος/τελειώσει πρώτος./Έτσι παίζεται/
το παιχνίδι./Εσένα όμως δε σου
αρέσει./Μαζεύεις τα τσόφλια,/ανοίγεις
το στόμα./ «Αλάτι,ωραίο αλάτι,/παραλίγο
να χαθεί»,/σκέφτεσαι,/όσο
τριγύρω/στοιχηματίζουν:/ «Θα φτύσει/ή
θα καταπιεί;».

1
Το παρόν κείμενο διαβάστηκε στην
επίσημη παρουσίαση της συλλογής, στο
βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, στις 4/4/19

i
https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-epanamageysi-toy-poiitikoy-logoy/

ii
Lyotard J.F., «The postmodern condition: a report on
knowledge»,
μτφρ. Geoff Bennington και
Brian Massumi,University of Minnesota Press,
Μινεάπολη,
1984.