εκδ. Αντίποδες


Ένα σπίτι, μα τι σπίτι – ένα Σπίτι Παιδιού 
Το Σπίτι Παιδιού του Κυριάκου Συφιλτζόγλου κυκλοφόρησε από τους Αντίποδες πριν από λίγους μήνες, τον Νοέμβριο του 2019, και νομίζω πως το έχουν ήδη καλοδεχτεί πάρα πολλά σπίτια. Δίνεται σ’ αυτό η ιστορία (δηλαδή οι ιστορίες – ιδωμένο αλλιώς: οι ιστορίες, δηλαδή η ιστορία) ενός σπιτιού. Και το σπίτι αυτό έχει όνομα, λέγεται Σπίτι Παιδιού, ακριβώς σαν το καινούργιο βιβλίο του Κυριάκου, που είναι πεζογράφημα· μια νουβέλα έκτασης 90 σελίδων. Το βιβλίο διαιρείται σε 33 ενότητες και ανοίγει με τις απαραίτητες συστάσεις. Πριν από την πρώτη ενότητα υπάρχει ένα, δοσμένο με μικρότερη γραμματοσειρά, σημείωμα, δέκα αράδων, που εξηγεί τι ήταν τα Σπίτια του Παιδιού («Τα Σπίτια του Παιδιού ήταν ένα δίκτυο ιδρυμάτων» κ.λπ., κ.λπ.). Το σημείωμα αυτό αποτελεί μέρος του βιβλίου, όχι όμως του κυρίως κειμένου, δηλαδή του λογοτεχνήματος. Το σημείωμα είναι πληροφοριακό, μας δίνει στοιχεία που τα κάνουμε ό,τι θέλουμε εμείς (τα βάζουμε στην τσάντα μας ή και όχι) και μας αφήνει να ταξιδέψουμε. 
«Άλλοι το ’λεγαν “Ίδρυμα”, άλλοι “Σπίτι Παιδιού” και άλλοι “Πολυτεχνείο”. Σ’ αυτό δούλευε η μαμά και ζούσαμε μέσα του πέντε μέρες. Στην Πλατανιά ήταν αυτό. Όπως και να το ’λεγε κάποιος στο χωριό, όλοι ήξεραν πού είναι». Μόλις παρέθεσα ολόκληρη (έτσι σύντομες είναι σχεδόν όλες) την πρώτη παράγραφο της πρώτης ενότητας του βιβλίου – αυτή που δίνει και την πρώτη εντύπωση. Μαθαίνουμε εδώ τον προορισμό του ταξιδιού μας, τον χώρο της δράσης: είναι τα χωριά της Δράμας. Μαθαίνουμε (ή θυμόμαστε) πως τα ονόματα δεν πολυ-έχουν σημασία. Μαθαίνουμε πού δούλευε η μαμά του αφηγητή και πως η οικογένεια δεν ζούσε σε ένα σπίτι μόνο. Το βασικότερο: Μαθαίνουμε κάτι που ξέρουν όλες και όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, αρχίζουμε έτσι να τους προσεγγίζουμε, ερχόμαστε ένα βήμα πιο κοντά στο Σπίτι Παιδιού. 
Θ’ ανοίξω μια παρένθεση εδώ, θα επιβραδύνω το πλησίασμα, προκειμένου να κάνω ένα-δυο σχόλια που αφορούν τη γλώσσα. Παίρνω αφορμή από εκείνο το «στην Πλατανιά ήταν αυτό» που παρέθεσα προηγουμένως. Ας υποθέσουμε πως η φράση ήταν λίγο συντομότερη, πως έλειπε η τελευταία λέξη της, το «αυτό». Θα άλλαζε το νόημα; Δεν θα άλλαζε. Το «στην Πλατανιά ήταν αυτό» σημαίνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακριβώς το ίδιο με το «στην Πλατανιά ήταν», όπως και με το «αυτό ήταν στην Πλατανιά». Δεν ακούγονται ωστόσο το ίδιο και ο Κυριάκος το ξέρει μια χαρά αυτό. Δίνω άλλο ένα παράδειγμα. Ελάχιστα παρακάτω, στην πρώτη πάλι σελίδα και στο πλαίσιο των συστάσεων ακόμα, διαβάζουμε: «Απέναντι έβλεπες το βουνό και πίσω μια παιδική χαρά ήταν, γεμάτη πεύκα». Όχι «πίσω ήταν μια παιδική χαρά», ούτε «ήταν γεμάτη πεύκα», αλλά «μια παιδική χαρά ήταν», κόμμα, «γεμάτη πεύκα». Το ρήμα πάει πίσω (επιτάσσεται, που λέμε), το κόμμα συνεπάγεται παύση, η παύση έχει σημασία, η σειρά των λέξεων έχει επίσης σημασία και μπορεί να παίξει μεγάλο ρόλο στο αισθητικό αποτέλεσμα. Τα λέω αυτά για να καταλήξω να αναφερθώ στην αβίαστη ροή του λόγου του Κυριάκου. Και η παρατήρηση αυτή δεν αφορά την αρχή του βιβλίου μόνο, που στο κάτω-κάτω μπορεί να προσέξει κανείς λίγο παραπάνω ώστε να είναι καλογραμμένη, αλλά ολόκληρη τη νουβέλα που διαβάζεται ευχάριστα, ίσως και μονοκοπανιά (εγώ έτσι τη διάβασα την πρώτη φορά), σαν να έχει τελικά φωνή και σαν να ακούγεται. Κλείνω όμως την παρένθεσή μου και προχωρώ παρακάτω, δηλαδή παραμέσα. 
Από τις σελίδες του βιβλίου, όπως και από την πόρτα του σπιτιού, περνάει κόσμος και κοσμάκης. Περνάει καταρχάς ο αφηγητής, αυτός που μας ανοίγει να μπούμε κι εμείς. Ο αφηγητής λέγεται Κυριάκος και αυτός, σαν τον συγγραφέα, και αυτό δεν είναι μία σύμπτωση, αργεί όμως πολύ να συστηθεί, μέχρι τη σελίδα 64 δεν έχει όνομα, είναι απλώς «ο γιος του Ζήση». Από την ίδια πόρτα περνάν η μαμά, ο μπαμπάς, ο αδερφός (που ξέρει και κορακίστικα). Η γιαγιά Μαρία, που δεν μιλάει καθόλου ελληνικά, μόνο τούρκικα, και ο παππούς Κυριάκος, που μιλάει και λίγο ελληνικά. Η άλλη γιαγιά, που είναι πεθαμένη και της κάνουν επισκέψεις, και ο άλλος παππούς: «δεν ήξερα αν υπήρχε τάφος για τον παππού, γιατί όλο στη γιαγιά πηγαίναμε». Ο παπάς που ψέλνει σαν τη μέλισσα ή τη μεγάλη σφήκα – και όχι μόνο αυτός ο παπάς. Ο νεκροθάφτης που χάνει τη γυναίκα του – και όχι μόνο αυτός ο νεκροθάφτης. Ο Αποστολάκης, ο τρελός του χωριού. Ο νεκρός Μοχωρίδης και ο ζωντανός Τενσέσογλου. Ο Παντελής που πίνει πολύ και πάει καμιά φορά και κοιμάται στον τάφο του πατέρα του. Η Βάγενα με τις καλές της κότες και τον νεκρό της γιο. Ο κύριος και η κυρία με το τρίγωνο σπίτι και τη μπλε σκεπή· και μετά ο κύριος «χωρίς την κυρία». Και άλλες και άλλοι, ζωντανοί και νεκροί, νεκροί και ζωντανοί, αδιάκριτα[1]
Παρά τους νεκρούς του, το Σπίτι Παιδιού είναι ένα πολύ ζωντανό βιβλίο. Τα νεκροταφεία του δεν είναι ξένος τόπος, τόπος σκοτεινός, τόπος στον οποίο δεν μας βγάζει ο δρόμος. Τους πεθαμένους του δεν τους αποφεύγουμε, δεν τους φοβόμαστε, δεν τους αφήνουμε να περάσουν στη σφαίρα της ανυπαρξίας. Νιώθουμε σχεδόν σαν να τους βλέπουμε, τους σφίγγουμε το χέρι, μας κλείνουνε το μάτι. Τους παρακολουθούμε ενίοτε να παίρνουν το αεροπλάνο· τίποτα το παράλογο εδώ: έρχονται για την τελετή τους και για την ταφή τους. Ο θάνατος δεν είναι ο μεγάλος εχθρός, δεν είναι αυτός που σκοτεινιάζει το δωμάτιο και σκορπίζει παντού τη θλίψη. Οι τόσοι και τόσοι θάνατοι του βιβλίου δεν φέρνουν δάκρυα, φέρνουν μνήμες, (όχι απαραίτητα δυσάρεστες) σκέψεις και γέλιο πού και πού, χάρη στη ζωηράδα και τη σπιρτάδα του μικρού Κυριάκου. Μη φανταστείτε λοιπόν ένα βαρύ βιβλίο· θεωρείστε, στο άλλο άκρο, δεδομένο έναν συγγραφέα που φροντίζει, ανάμεσα στα άλλα, για την ευχαρίστηση των αναγνωστριών και των αναγνωστών του. 
Λέει, ας πούμε, ο Κυριάκος (συνειδητά ταυτίζω εδώ ήρωα-αφηγητή και συγγραφέα, τον Κυριάκο τον μικρό με τον Κυριάκο τον μεγάλο) για τότε που έβαζε το μάτι στις μυρμηγκότρυπες κοντά στον τάφο της γιαγιάς του και τη ρωτούσε αν τον βλέπει. Και για τότε που είπε στη μαμά του «όταν γίνω υπερήλικος, εσύ θα ’σαι σαν εγγονή μου και ο μπαμπάς σαν εγγονός μου». Είναι παιδί και έχει κάθε λόγο και κάθε δικαίωμα να παίξει. Ανεβαίνει λοιπόν στον γυναικωνίτη και, όταν βγάζουν όλοι τα καπέλα τους, μετράει καράφλες. Παίζει κρυφτό με τον αδερφό του στο νεκροταφείο, ανάμεσα στους τάφους. Παίζουν, με τα γουόκι-τόκι ανά χείρας, και ένα παιχνίδι με τις ηλικίες των θαμμένων, νικάει όποιος πετύχει τη μεγαλύτερη. Τότε είναι που βρίσκουν τη λαμαρίνα που γράφει «Αλεξάνδρα, δύο ημερών» – παγώνει εδώ η αναγνώστρια, παγώνει και ο αναγνώστης, ξεπαγώνουν όμως γρήγορα για να διαβάσουν τη συνέχεια, να δουν τι θα γίνει μετά. Και μετά γίνεται αυτό: Η Αλεξάνδρα, η νεκρή κοπελίτσα κερδίζει τα γουόκι-τόκι· τα δικαιούται, της χαρίζονται, είναι δικά της για τις υπόλοιπες μέρες της. Κυριάκος και Σταύρος θα βρουν κάποιο άλλο παιχνίδι. 
Άλλοτε πάλι ο Κυριάκος δεν παίζει. Σηκώνει τα ξαπτέρυγα, ποτίζει τα βασιλικά, «κάν[ει] παρέα τον κύριο»: κύριος είναι ο νεκρός στην κάσα του και χωρίς τους συγγενείς του. Ακούει την καμπάνα, πάει να τη χτυπήσει λίγο κι αυτός: Δεν του είναι αδιάφορος ο θάνατος, δεν τον πιστεύει για υπόθεση αποκλειστικά των μεγάλων, σίγουρα όχι για υπόθεση των άλλων. Εκφράζει απορίες: «Πώς γίνεται να μην κλαίει ένας άνθρωπος όταν πεθαίνει η μαμά του;», «Πώς μπορούν οι νεκροί να αναπνέουν έτσι που είναι τόσο κολλητά ο ένας με τον άλλον εδώ;». Το πρώτο από αυτά τα ερωτήματα προκύπτει όταν πεθαίνει η γιαγιά και ο μπαμπάς δεν κλαίει, οπότε ο μικρός σκέφτεται πως μάλλον κάτι «σαν αρρώστια» θα έχει, για να μην κλαίει που πέθανε η μάνα του. Το δεύτερο γεννιέται όταν ο μικρός πάει για πρώτη φορά σε νεκροταφείο της πόλης και δεν του θυμίζει σε τίποτα εκείνο του χωριού. Πέρα από αυτά, επαναλαμβανόμενο είναι το ερώτημα «ποιος πέθανε;», που τίθεται όταν χτυπάει πένθιμα η καμπάνα, όταν εμφανίζεται ο νεκροθάφτης, όταν περνάν αμάξια με στεφάνια, και σε άλλες περιπτώσεις. Και νομίζω πως ένα υπόρρητο ερώτημα του βιβλίου είναι (στο περίπου) το εξής: Τι αλλαγές επιφέρει ένας θάνατος[2]; Ένα τέτοιο ερώτημα περνάει ενδεχομένως από το μυαλό μας όταν οι αγελάδες μουγκανίζουν σαν να κλαιν, όταν οι κότες δεν βγάζουν κιχ σαν να έχουν αντιληφθεί τον χαμό, όταν τα σπίτια ανοίγουν για ένα ξενύχτισμα και ύστερα κλείνουν πάλι, όταν έρχονται οι συγγενείς από τα ξένα για το στερνό αντίο και φεύγουν μετά οριστικά. 
Το Σπίτι Παιδιού μπορεί να προκαλέσει και άλλα ερωτήματα ή προβληματισμούς, όχι απαραίτητα κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας, αλλά και εκ των υστέρων – η σχέση με τα βιβλία δεν τελειώνει άλλωστε μαζί με την ανάγνωση, τα βιβλία συνεχίζουν ιδανικά να ζουν μέσα μας. Υπάρχει έτσι η περίπτωση να αναρωτηθείτε, διαβάζοντας ή αργότερα, πότε πήγατε τελευταία φορά στα μνήματα και αν ξέρετε πού είναι θαμμένοι όλοι οι νεκροί σας. Ή να βουτήξετε σε λίγο πιο βαθιά νερά: Η ιστορία της ζωής τελειώνει με τον θάνατο και μετά αρχίζει η ιστορία του θανάτου; Υπάρχει ιστορία του θανάτου; Η ταφή, τα οστά, η εκταφή μέρος ποιας ιστορίας είναι; Πεθαίνουν τα σπίτια; Ξεχνιούνται οι άνθρωποι; Κατοικούν οι νεκροί; Η τελευταία κατοικία είναι όντως τελευταία; Είναι όντως κατοικία; 
Έχοντας κάνει λόγο για το μετά την ανάγνωση (και για να ελαφρύνω λιγάκι το κλίμα): Φαντάζομαι γνωστές του Κυριάκου να απορούν, διαβάζοντας το Σπίτι Παιδιού, πού πήγε και θυμήθηκε το ένα και το άλλο. Φαντάζομαι άγνωστες του Κυριάκου να αναφωνούν, διαβάζοντάς τον, «αυτό μου θυμίζει τότε που…». Και οι μεν και οι δε παραδέχονται βέβαια (στη φαντασία μου πάντα, αλλά η πραγματικότητα μου φαίνεται πως με δικαιώνει) τι ωραία που τα λέει. Το παραδέχομαι οπωσδήποτε και εγώ που με αφορμή το βιβλίο του ταξίδεψα πίσω στον χρόνο και αντιμετώπισα ξανά με τη σειρά: τη διπλανή μου στο θρανίο, τη σχετική με τις κηδείες μου ερώτησή της, την έκπληξή της που δεν είχα πάει ποτέ σε κηδεία, τη μάνα μου να λέει «δεν έχει σχολείο αύριο, πέθανε ο παππούς» και την καμία ανακούφισή μου. Αυτά δεν τα γράφω για να ψυχαναλυθούμε παρέα, αλλά επειδή σκέφτομαι πως ο Κυριάκος σε όλη εκείνη τη συζήτηση που αφορά το πώς να μιλήσουμε στα παιδιά για τον θάνατο έχει κάτι να προσφέρει· είναι σαν να δείχνει με τον τρόπο του (και, εν ολίγοις, πολύ διακριτικά, αφήνοντας τις ιστορίες του να κάνουν τη δουλειά τους) πως το έχουμε πάρει όλο λάθος. 
Το Σπίτι Παιδιού είναι γεμάτο πλυμένα μάρμαρα, θυμιατά με καρβουνάκια, διαφόρων ειδών φέρετρα[3], κηδείες, πεθαμένους και νεκροφόρες που πηγαινοέρχονται. Ενώ όμως το ρήμα «πέθανε» επανέρχεται συνεχώς, απουσιάζει από το βιβλίο η λέξη «πένθος»[4]. Δεν ξέρω πώς σας φαίνεται αυτό, προσωπικά δυσκολεύομαι πολύ να το πάρω για τυχαίο. Και αν έπρεπε να δοκιμάσω να μαντέψω τον λόγο πίσω από μια τέτοια απουσία, θα έλεγα μάλλον κάτι σαν: «είναι που την κατάσταση παίρνει στα χέρια του ένα παιδί» – δικό του είναι το βλέμμα, δικοί του οι όροι και οι τρόποι. Θα πείτε «μα ο Κυριάκος δεν είναι πια παιδί»· θα πω «ναι, αλλά “τον εαυτό του παιδί απ’ το χέρι κρατάει”[5]». 
Παιδί ή μη, ο Κυριάκος περιγράφει με τις πιο ωραίες εικόνες (εννοώ μαζί και αστείες) το σχολείο του: «Δύο σόμπες μεγάλες είχαμε και δυο διαλείμματα πιο μεγάλα», «Το αγαπούσα πολύ αυτό το σχολείο, όταν φώναζα, έκανε τον πιο δυνατό αντίλαλο». Όταν πήγαινα εγώ σχολείο, είχα μια δασκάλα που όλο ζητούσε να χαρακτηρίσουμε τον έναν και τον άλλο – σίγουρα τώρα αν ήταν σε καμιά γωνιά θα ήθελε να χαρακτηρίσουμε τον μικρό Κυριάκο. Έστω η δασκάλα λοιπόν και έστω το χατίρι της. Ευκαιρία να σταθώ ίσα-ίσα σε δυο πράγματα που δεν θα ήθελα να αφήσω ασχολίαστα. Το πρώτο είναι η δοτικότητα του Κυριάκου: σε όλες και όλους κάτι (θέλει/ βρίσκει/) έχει να προσφέρει. Στις φωτογραφίες μεταφέρει τα χαιρετίσματα του νεκρού, στον κυρ Ανέστη που πονάει πάει και λέει «εγώ είμαι εδώ», στα κόκαλα που έχουν ξεμείνει κάτω από το χωράφι δεν παραλείπει να χαρίζει ένα κορνάρισμα ανά πέρασμα. 
Το δεύτερο που θα ήθελα να επισημάνω, επειδή κάτι δείχνει για τον Κυριάκο και αυτό, αλλά και επειδή θεωρώ πως αποτελεί βασικό στοιχείο του βιβλίου, είναι μια ανησυχία (ή και αγωνία ακόμα, που συγκαλύπτεται με ένα σωρό τρόπους) που κουβαλάει ο μικρός από την αρχή μέχρι το τέλος και αφορά τον παππού του τον Σταύρο. Ο Κυριάκος δεν ξέρει πού είναι θαμμένος ο παππούς του και αυτό (το ότι δεν ξέρει) το πληροφορούμαστε ήδη από την πρώτη ενότητα του βιβλίου. Στη συνέχεια μας υπενθυμίζεται σε ανύποπτο χρόνο, με διάφορες αφορμές[6]. Ο παππούς δεν μνημονεύεται πολλές φορές, μπορεί και να τον ξεχάσουμε στο ενδιάμεσο. Ο Κυριάκος όμως καθόλου δεν τον ξεχνάει: Δεν είναι τυχαίο που η συνάντηση παππού και εγγονού γίνεται τελικά στην τελευταία ενότητα του βιβλίου, λες και όλος αυτός ο δρόμος των 33 στάσεων έγινε μόνο για μόνο για να πλαισιώσει τη συγκεκριμένη στιγμή, που βιώνεται σαν μια αποκατάσταση, σαν τη λύση ενός δράματος, τη λήξη μιας εκκρεμότητας. «Επιτέλους μάθαινα πού είναι ο παππούς», λέει ο μικρός, «ο καθένας στο σπίτι του», γράφει ο Κυριάκος, «τέλος καλό» προσθέτω εγώ, ξεχνώντας πια τη δασκάλα. 
Ο Κυριάκος είναι καλός, πολύ καλός, στις ιστορίες, όπως είναι καλός, πολύ καλός, στις φωτογραφίες[7]. Όταν φωτογραφίζει ρημαγμένα σπίτια, παρατημένα αντικείμενα, γκρεμίσματα μαθαίνει, με τρόπο μαγικό (βλ. παιδικό), τα μυστικά τους. Όσα από αυτά θέλει, τα μοιράζεται, με όλα τα άλλα ζει μαζί. Οι ιστορίες του κάνουν για το δημοτικό, κάνουν για το γηροκομείο, κάνουν ακόμα και για το νεκροταφείο. Διαβάζονται πάνω σε μηλιές και κερασιές, απέναντι από καρυδιές, κάτω από ανθισμένες αμυγδαλιές. Συνοδεύονται από ψημένα κάστανα[8], τσιγάρο και σκέτο καφέ, κονιάκ και «ελιές από σοκολάτα». Αφορούν τις ρίζες («πώς η γιαγιά ήρθε από τον Πόντο εδώ, έτσι κι εδώ ζούσαν άλλοι παλιά, μουσουλμάνοι»), τα ρημάγματα («ένα σπίτι που ’ταν μισό σπίτι, γιατί του έλειπαν κομμάτια»), τις μνήμες μας («θα τους κάνω δυο τάφους κανονικούς, για να βλέπουν οι άλλοι πως έζησαν κάποτε κι αυτοί»). Βασικά όμως αφορούν τα πεθαμένα μας[9]· και τα πεθαμένα μας δεν είναι ούτε τα περασμένα μας ούτε τα ξεχασμένα μας. 
* Το κείμενο αυτό ήταν να διαβαστεί σε μια παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη στις 11 Μαρτίου 2020. Η παρουσίαση θα γινόταν στη Ζώγια, θα συμμετείχαμε σ’ αυτήν ο Χρήστος Κολτσίδας, ο Άρης Στυλιανού, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου και εγώ, θα συντόνιζαν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, ωραία θα ήταν. Η παρουσίαση, όπως φαντάζεστε, δεν έγινε, το κείμενο έμεινε αδιάβαστο (κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη με το βιβλίο) και αποφάσισα τώρα πια να το μοιραστώ. Η προφορικότητα του λόγου έχει σκόπιμα διατηρηθεί, για να μειώσει λίγο τις αποστάσεις που κατά τα άλλα αναγκαστήκαμε να κρατήσουμε. 
*
[1] Αφήνω πολλές και πολλούς απ’ έξω τώρα. Στο σπίτι μου σημείωσα όλα τα ονόματα, όλες και όλους τους μνημόνευσα, σαν κάπως να το χρωστούσα του Κυριάκου. 
[2] Συναφές ερώτημα: «τι μένει από έναν άνθρωπο;» (ή «τι μένει από έναν θάνατο;»). Και μικρή συμβολή του Κυριάκου: «το φέρετρο είχε μόνο λίγη στάχτη και τα σιδερένια γυαλιά της κυρίας που τράκαρε στη Γερμανία με ένα φορτηγό που κουβαλούσε πετρέλαιο» (σ. 63). 
[3] Δίνω ένα μόνο παράδειγμα, που το θεωρώ ενδεικτικό: «εντελώς μόνος ένας μικρός τάφος, ολομόναχος λες και τον έβαλαν τιμωρία γιατί άτακτος ήταν στην τάξη και όλο φασαρίες έκανε και ούτε ο δάσκαλος ούτε ο παπάς ούτε οι υπόλοιποι νεκροί τον θέλαν» (σ. 81). 
[4] Υπάρχει, ωστόσο, το επίρρημα «πένθιμα» (βλ., π.χ., σ. 18 και 63). Απουσιάζουν επίσης, αν δεν κάνω λάθος, λέξεις όπως «μοιρολόι» και «θρήνος». 
[5] Δανείζομαι τον στίχο από τον Παρασκευά Καρασούλο. 
[6] Βλ. σ. 55 και, δευτερευόντως, 68. 
[7] Μας έχει εξάλλου συστηθεί από καιρό (πρώτα ως ποιητής και μετά) ως φωτογράφος. Το Σπίτι Παιδιού, το εξώφυλλό του θέλω να πω, κοσμείται από δική του φωτογραφία. Παίρνοντας αφορμή από την, έστω και παρενθετική, αναφορά στην ποιητική ιδιότητα του Κυριάκου που μόλις έκανα, να πω πως το Σπίτι Παιδιού παίρνει τη σκυτάλη από το Δραμάιλο (προφορικότητα, κόκαλα, κοινός τόπος). Και πως ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής του είναι Έκαστος εφ’ ω ετάφη. Και πως στις Μισές αλήθειες «επείγει μια Ανάσταση», στο Με ύφος ινδιάνου υπάρχει ποίημα με τίτλο «Συνοριακό κοιμητήριο», Στο σπίτι του κρεμασμένου γράφει «λένε οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους», αλλά σιγά μην πιστεύει ό,τι λένε. 
[8] Με μια τέτοια μοσχοβολιά κλείνει άλλωστε αυτό το βιβλίο του. 
[9] Γιατί όμως «μας» (γιατί όχι «του»); Είναι συνειδητή επιλογή μου αυτό το πρώτο πληθυντικό, αλλά στην ουσία προκύπτει από μια επιτυχία του βιβλίου. Αναγνώστρια και αναγνώστης μπαίνουν μέσα του, συμπορεύονται, ταυτίζονται με τον Κυριάκο – αυτό τουλάχιστον συνέβη σε εμένα.