θάνατοι
πουλιών

κανείς
δεν μιλάει για τα πουλιά

ο
χειμώνας κατασταλάζει

το
χάραμα κοκκαλώνει στα φτερά τους

κι
αυτά πέφτουν απ’ τα κρυσταλλιασμένα
σύννεφα

ασθενικά
και γεμάτα τοπία

στα
σπουργίτια ο χειμώνας κατατρώει τα πιο

πεισματάρικα
ένστικτα της φωλιάς

κι
αυτά βουτάνε απ’ τον ουρανό σαν

καμικάζι

στα
στρώματα της λευκής γαλήνης

γενιές
και γενιές κρατήσαμε το μυστικό

ότι
τα πουλιά δεν πεθαίνουν στ’ αλήθεια

με
τον πρώτο νοτιά

ζωντανεύουν
μέσα τους οι ηλιακές κηλίδες

για
να τα επιστρέψουν στις αρχικές

συντεταγμένες

ένωση
με τον θάνατο

ο
πατέρας πέθανε

όλα
είναι μισάνοιχτα

ο
θεός θα μπορούσε να γλιστρήσει

μες
στο σπίτι μας χωρίς να το καταλάβουμε

κάνει
ρεύμα

κρατάω
τα νεφρά μου με τα χέρια μου απ’ τον
φόβο μιας ανεπάρκειας

τώρα
που έχουν όλα πλημμυρίσει

τα
δάχτυλά μου ζάρωσαν σαν φλούδια από
καρύδια

έχω
για ώρες τα πόδια μου στο παγωμένο νερό

και
τρέχω όλη την ώρα στην τουαλέτα

τα
μαλλιά μου είναι βρεγμένα

η
μητέρα φωνάζει ότι αρρωσταίνω εύκολα

αλλά
δεν ξέρει να κλείσει

τις
πόρτες ή τα παράθυρα

η
αλεπού

ο
πατέρας είχε μερικές προσωπικότητες
που τις φορούσε

στο
πρόσωπό του ανάλογα την υγρασία του
αέρα

και
την ένταση του φθινοπώρου

τις
βαριές μέρες του Οκτώβρη

που
μούλιαζαν τα σωθικά του

καθόταν
μπροστά απ’ το σπίτι

καλούσε
τ’ αδέσποτα γατιά

μ’
εκείνη την παράξενη βλαστήμια κάτω απ’
τη γλώσσα του

που
ξετυλιγόταν για χιλιόμετρα μέσα στο
δάσος

πέρα
απ’ την αγκαθωτή αγριάδα της καστανιάς

τις
καλύτερες μέρες του φθινοπώρου

ζούσε
στην ιστορία της μητέρας μου που ‘λεγε
πως

αν
το σούρουπο είναι αρκετά καθαρό

κι
απλώνεται πάνω απ’ τον ώμο του δάσους

εκείνος
μεταμορφώνεται σε αλεπού

κι
επιστρέφει κάθε δέκα χρόνια

σαν
κατάρα

ένωση
με το χώμα

θα
έπρεπε

να
μας είχαν λαδώσει με πιο καλοσυνάτες
λέξεις

η
ανθρωποτροφία είναι δύσκολη δουλειά

και
τα χέρια της μητέρας σκληρά και άπειρα

εκείνο
τον καιρό στουμπίζαμε καλαμπόκια

παραβγαίναμε
ποιος θα τέλειωνε πρώτος μια μακριά
σειρά

ποιος
θα κομμάτιαζε πρώτος μια πεταλούδα

και
θα ‘τρεχε γρήγορα προς το δάσος

για
μέρες μετά, γέμιζαν φουσκάλες οι παλάμες

και
δύσκολα γιατρεύονταν

χωρίς
ζεστασιά

*

Η Monika
Herceg
γεννήθηκε το 1990 στο
Σίσακ της Κροατίας και σπούδασε φυσική
στο πανεπιστήμιο της Ριέκα. Τα δύο πρώτα
της βιβλία απέσπασαν σημαντικά βραβεία
στην Κροατία και το εξωτερικό.


 Το 2019 επιλέχθηκε
να συμμετάσχει στοproject
Versopolisως εκπρόσωπος
της Κροατίας.

Είναι
συντάκτης στο λογοτεχνικό περιοδικό
Poezija”και
επιμελήτρια στον ομώνυμο εκδοτικό οίκο
με έδρα το Ζάγκρεμπ. Η μόνικα ζει, γράφει
και μεγαλώνει δύο παιδιά στο Ζάγκρεμπ
της Κροατίας.


**

Μετάφραση από τα Αγγλικά

Αγγλική μετάφραση :

 Mirza Purić