μόνιμος κάτοικος

Του Γιώργου Καρτάκη

«monsieur» μου λέει

«θα κλείσουμε

το ξενοδοχείο θα κλείσει και πρέπει να φύγετε»

εξεπλάγην

«και οι αποθηκευτικοί χώροι θα κλείσουν –

όπως ορίζει ο προφήτης –

αύριο ως τις δώδεκα λοιπόν»

και πού να περιπλανηθώ σ ΄ ετούτη την κωνσταντινούπολη

πάνω σε επτά λόφους

σε επτά τόπους

με επτά ψυχές

που ερίζουν τυφλά

και σέρνουν τα κορδόνια από τις γέφυρες

η κάθε μια απ ΄ τη μεριά της

μέχρι να σπάσει

μέχρι να σπάσει η ανατολή

σε χιλιάδες γυαλάκια μικρά

σαν θηλυκά διάφανα

στ ΄ άγαρμπα χέρια των σουλτάνων ;

και πού να φύγω

που ούτε πιρόγα στο βόσπορο ούτε πανί

μόνο δυο τρία λαυράκια πράσινα που τα λέγανε ψάρια

μια μυρωδιά υπόνομου

ουρητήρια παντού ουρητήρια

και άντρες να πλένουνε το πέος τους επιμελώς

γιατί ήταν ραμαζάνι κι έπρεπε

τη χειραποσκευή ν ΄ αφήσουνε στους οχετούς

που άνοιγε ο δήμος

έκανα μια να κινήσω για πίσω

«πίσω -λέω -η ψυχή μου μετά των ομοφύλων»

μα με απέπεμπε η πατρίδα ειρωνικά

ήθελε βίζα

-κάτι περίεργοι καινούργιοι νόμοι που άλλαζαν-

κι αμφισβητούσε τα στοιχεία της ταυτότητας μου

αλλά ούτε να ψηλώσω προλάβαινα

ούτε να γίνω καλύτερος

ή πιο μελαχρινός –

μόνο τις βαλίτσες μου μάζεψα

τον οδηγό

κάτι κάλτσες

το μόνο καθαρό εσώρουχο

και φυγαδεύτηκα το βράδυ

σώος και υγιής

σε άλλο ξενοδοχείο

το λεγόμενο «paradise»