Τ. S. Eliot (1888-1964), East Coker, I. 
Μετάφραση Αθανασία Δανελάτου 
Στο ξεκίνημά μου είναι το τέρμα μου. Ο ένας μετά τον άλλον 
οι Οίκοι εμφανίζονται και χάνονται, καταρρέουν, και θεριεύουν, 
κι αφανίζονται, ρημάζονται, ανασυστήνονται, ή στη θέση τους
βρίσκεται ένα χωράφι ελεύθερο, ή ένα εργοστάσιο, ή μια παρακαμπτήριος.
Παλιό λιθάρι σε νέο κτίσμα, παλιά ξυλεία σε νέες πυρκαγιές,
Παλιές πυρκαγιές πάνω στις στάχτες και στάχτες πάνω στη γη
Που πιά είναι σάρκα, τρίχωμα και περιττώματα,
Oστoύν ανθρώπου και θηρίου, βλαστός αραβοσίτου και θύσανος.
Οι Οίκοι βιούν και θνήσκουν: υπάρχει ένας καιρός για χτίση 
Κι ένας καιρός για ζωή και για δημιουργία 
Και ένας καιρός να σπάει ο άνεμος τα χαλασμένα τζαμιλίκια
Και να τραντάζει τα σανίδια που ο πόντικας του χωραφιού τρυπώνει 
Και να τινάζει τις ξεφτισμένες πάντες του τοίχου μ’ ένα σιωπηλό αφορισμό. 
Στο ξεκίνημά μου είναι το τέρμα μου. Τώρα το φως πέφτει
καταμεσής στο χωράφι, αφήνοντας τη βαθιά λωρίδα 
της χαραμάδας των παραθυρόφυλλων, σκοτεινή στο απόγιομα,
Εκεί που γέρνεις πλάι ενώ ένα φορτηγό περνάει,
Κι η βαθιά λωρίδα καθοδηγεί προς το κέντρο 
στο χωριό, στην ηλεκτρική ενέργεια 
Υπνωτιστικά. Σ’ ένα σύθαμπο ζεστό το πνιγηρό το φως 
Ρουφιέται, δεν ανακλάται, στη γκρίζα πέτρα.
Οι ντάλιες κοιμούνται σε κενό σιωπής.
Προσμείνατε την αυγινή γλαύκα.
                                                    Σε τούτο το χωράφι 
Αν δεν πλησιάσεις πολύ κοντά, αν δεν πλησιάσεις πολύ κοντά,
Ένα καλοκαιρινό μεσονύχτι, μπορείς ν’ ακούσεις τη μουσική
του αδύναμου αυλού και του μικρού τυμπάνου 
Και να τα δεις να χορεύουν γύρω από την πυρά 
Η ένωση του ανδρός και της γυναικός 
εν χορώ, σημαίνει μνηστεία —
Ένα άχραντο και σύννομο μυστήριο.
Αμφότεροι μαζί, στην ζωτική αυτή σύζευξη,
Βαστάζοντας αλλήλους από παλάμης ή από βραχίονος
που προοιωνίζει αρμονία. Γύρω τριγύρω στην φωτιά 
Πηδώντας πάνω απ’ τις φλόγες, ή πιασμένοι σε κύκλους, 
Στην Αρχέγονη ιερουργία ή στα αρχέγονα γέλια 
υψώνοντας βαριά πόδια σε χοντροπάπουτσα,
Γήινα πόδια, πόδια από πηλό, υψωμένα στο χωριάτικο γλέντι 
Γλέντι αυτών που για πολύ υπογείως 
Έθρεψαν το σπόρο τον καλό. Τηρώντας τον καιρό,
Τηρώντας το ρυθμό στο χορό τους
Όπως στη ζωή τους στις εποχές της επιβίωσης
Ο καιρός των εποχών και των αστερισμών 
Ο καιρός του αρμέγματος και ο καιρός της συγκομιδής
Ο καιρός του ζευγαρώματος άνδρα και γυναίκας
Και αυτός των θηρίων. Πόδια υψώνονται και πέφτουν.
Τρώγουν και πίνουν. Σβουνιά και θάνατος.
H αυγή χαράζει και μια καινούργια μέρα
Ετοιμάζεται για θέρμη και σιωπή. Πέρα στην θάλασσα το αυγινό αγέρι 
Ζαρώνει και γλιστρά. Είμαι εδώ
Ή εκεί, ή αλλού. Στο ξεκίνημά μου. 
© Τ.S.Eliot, 1940. 
© Μετάφραση: 2020, Μάιος, Αθανασία Δανελάτου. 

Σημείωμα της μεταφράστριας
To μετάφρασμα που δημοσιεύεται εδώ αφορά το πρώτο (Ι) μέρος από το ποίημα East Coker το οποίο με την σειρά του ανήκει στην ενότητα της ποιητικής σύνθεσης Τέσσερα κουαρτέτα του T.S.Eliot. Το East Coker είναι το δεύτερο κουαρτέτο στο σύνολο των τεσσάρων και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το έτος 1940 στην λογοτεχνική επιθεώρηση New English Weekly ενώ μαινόταν ήδη ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Το έργο άρχισε σηματοδοτεί την επιστροφή του T.S.Eliot στην ποίηση ύστερα από μια μακρά περίοδο σιωπής και κατόρθωσε με την πρώτη έκδοση να πουλήσει 12.000 αντίτυπα. 
Το ποίημα, ένα σύνολο ποιητικών αντιλόγων και επεξηγήσεων σύμφωνα με τον κριτικό Michael Grant (1997), αποτελείται από πέντε μέρη και πραγματεύεται την διατάραξη της φυσικής βίωσης του χρόνου εξ αιτίας της εξορθολογικοποίησης της φύσης και της απεμπόλησης του μεταφυσικού. Στον αντίποδα προκρίνει τον στοχασμό πάνω σε ότι συγκροτεί το ανθρώπινο και τους βαθύτερους ατομικούς και κοινωνικούς δεσμούς. Ο τίτλος αναφέρεται στο χωριό East Coker του δυτικού Somerset της Αγγλίας το οποίο σχετίζεται με την οικογενειακή ιστορία του ποιητή και στο οποίο σήμερα πλέον φυλάσσονται οι στάχτες του. 

Πρωτότυπο κείμενο: 


T. S. Eiot, East Coker, I. 


In my beginning is my end. In succession
Houses rise and fall, crumble, are extended,
Are removed, destroyed, restored, or in their place
Is an open field, or a factory, or a by-pass.
Old stone to new building, old timber to new fires,
Old fires to ashes, and ashes to the earth
Which is already flesh, fur and faeces,
Bone of man and beast, cornstalk and leaf.
Houses live and die: there is a time for building
And a time for living and for generation
And a time for the wind to break the loosened pane
And to shake the wainscot where the field-mouse trots
And to shake the tattered arras woven with a silent motto.
    In my beginning is my end. Now the light falls
Across the open field, leaving the deep lane
Shuttered with branches, dark in the afternoon,
Where you lean against a bank while a van passes,
And the deep lane insists on the direction
Into the village, in the electric heat
Hypnotised. In a warm haze the sultry light
Is absorbed, not refracted, by grey stone.
The dahlias sleep in the empty silence.
Wait for the early owl.
                                    In that open field
If you do not come too close, if you do not come too close,
On a summer midnight, you can hear the music
Of the weak pipe and the little drum
And see them dancing around the bonfire
The association of man and woman
In daunsinge, signifying matrimonie—
A dignified and commodiois sacrament.
Two and two, necessarye coniunction,
Holding eche other by the hand or the arm
Whiche betokeneth concorde. Round and round the fire
Leaping through the flames, or joined in circles,
Rustically solemn or in rustic laughter
Lifting heavy feet in clumsy shoes,
Earth feet, loam feet, lifted in country mirth
Mirth of those long since under earth
Nourishing the corn. Keeping time,
Keeping the rhythm in their dancing
As in their living in the living seasons
The time of the seasons and the constellations
The time of milking and the time of harvest
The time of the coupling of man and woman
And that of beasts. Feet rising and falling.
Eating and drinking. Dung and death.
    Dawn points, and another day
Prepares for heat and silence. Out at sea the dawn wind
Wrinkles and slides. I am here
Or there, or elsewhere. In my beginning.