Ο
Λαύκος του Δημήτρη Πιατά
Ένα
κριτικό σημείωμα για το βιβλίο
του
Δημήτρη Πιατά Σινέ Λαύκος
(Εκδόσεις Μεταίχμιο)
Της
Εύης Κουτρουμπάκη*
Στο
τρίτο κατά σειρά βιβλίο του με τον τίτλο
‘Σινε Λαύκος’, ο γνωστός ηθοποιός
Δημήτρης Πιατάς , ως γράφων μα και ως
πολύτροπος ήρωας , όντας ταυτόχρονα
ένας κεντρομόλος νοικοκύρης μα και ένας
φυγόκεντρος ταξιδευτής και νιώθοντας
συχνά σαν ένας
μοναχικός λύκος εν
μέσω μιας φευγαλέας πραγματικότητας
που τη βλέπει να τρεμοσβήνει, κατορθώνει
να ξεφύγει από την τυραννία της στιγμής,
της κάθε στιγμής που έζησε και να
δεσμεύσει τα βιώματα, τις σκέψεις και
τις διερωτήσεις του, γράφοντας τα.
Το
‘Σινε Λαύκος’ μια και η ζωή δεν είναι
αφήγηση μα εμπειρία για τον γράφοντα,
δεν είναι ένα βιβλίο στο οποίο κυριαρχεί
ο ερωτισμός της γραφής με γλωσσικούς
ακκισμούς και σκέρτσα αλλά η αγάπη για
την ίδια τη ζωή.
Στο
βιβλίο αυτό που αποτελεί ένα μανιφέστο
πεπραγμένων για τον ίδιο, καταγράφει
με το δικό του modus
pensandi την
τέχνη του ζειν και του θνήσκειν.
Η
καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία – ηθοποιός
γαρ- είναι και η αφόρμηση που ορίζει τη
δομή του βιβλίου: σκηνές και πλάνα τα
κεφάλαια του.
Ο
Λαύκος , ένα από τα ωραιότερα χωριά του
Πηλίου, και το σπίτι του γράφοντος, η
εστία.
Με
το βιβλίο αυτό ο Πιατάς στήνει μια
αερογέφυρα που περνά πάνω από το Λαύκο
για να συνάψει εν τέλει την καταγωγική
του ιστορία με τον τόπο αυτό και τους
ανθρώπους του.
Εκεί
στον Λαύκο, σ’ αυτό το σπίτι το χτισμένο
το 1875, ο Πιατάς δεμένος με τον ορίζοντα
του σπιτιού, του χωριού και του Πηλίου,
ακούραστα φιλοξενεί οικογένεια, φίλους
και συνεργάτες. Vita
beata με
κρασιά, βιβλία και κουβέντες ηλιόλουστες
που αψηφούν τη μιζέρια, τη μισαλλοδοξία
και το θάνατο.
Με
μια αφήγηση που χτίζεται με κέντρο την
εστία, τον οίκο και γύρω του αλλεπάλληλους
κύκλους ζώντων και τεθνεώτων, αγαπητών
και αγαπημένων, επώνυμων και ανωνύμων,
αγαπημένων συγγραφέων,
διανοητών που τον επηρέασαν και ανθρώπων
του μόχθου, αστών και επαρχιωτών, ο
Πιατάς στήνει το δικό του tableau
vivant με
εφέστιους θεούς του, τους ανθρώπους της
ζωής του. Ένα tableau
vivant
στο οποίο τα πάντα
είναι διαπερατά, οι άνθρωποι, τα ζώα, τα
πράγματα.
Μέσα
σ’ αυτήν την προνεωτερική διαπερατότητα
που τη χαρακτηρίζει η κυκλική αντιστρεπτή
αίσθηση του χρόνου , ενός χρόνου που δεν
είναι συνδεμένος με τον ωροδείκτη, τους
λεπτοδείκτες και το ημερολόγιο, ο Πιατάς
καταργώντας τη φθορά, διασπά την
παραδοσιακή ενότητα χώρου και χρόνου
και καθιστά δυνατή την επικοινωνία με
ανθρώπους που βρίσκονται σε άλλον τόπο
και σε άλλο χρόνο , φιλεύοντας γύρω από
το τραπέζι της αυλής του τους ζώντες
και τεθνεώτες αγαπημένους ανθρώπους
του αντάμα.
Στο
βιβλίο αυτό συνυφαίνεται αξεδιάλυτα
το παρόν , το παρελθόν και το μέλλον σε
μια διαδοχική προοδευτική ανέλιξη στο
άπειρο.
Ίσως
γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να
διαπραγματευτεί ο συγγραφέας την απώλεια
αγαπημένων προσώπων.
Αν
και σύμφωνα με τον Herbert
Marcuse ο
θάνατος, η απώλεια στις μέρες μας γίνεται
ένα όργανο απώθησης, ο Πιατάς σαν άλλος
Πεσόα αντιμετωπίζει την απώλεια- και
αυτό είναι προφανές στο βιβλίο τούτο-
σαν μια αναχώρηση. Το εκλιπόν σώμα είναι
ένα παλιό κουστούμι που πετάχτηκε. Οι
αγαπημένοι του απλά έχουν πάει ταξίδι
χωρίς να χρειάζεται να πάρουν μαζί τους
τη μοναδική τους φορεσιά, το σώμα τους.
Με
αυτήν την τρυφερότητα αντιμετωπίζει
την έλλειψη των πολυφίλητων αγαπημένων
του.
Γιατί
ουδείς θνητός και τρυφερός άνθρωπος
δύναται να αντικρύσει κατάματα την
έλλειψη. Είναι σαν να αντικρίζει το ίδιο
του το τραύμα. Γι αυτό και λειτουργεί
σαν να τους έχει στείλει ταξίδι.
Η
έλλειψη αυτή λειτουργεί στο βιβλίο
αυτό ως οργανωτική αρχή. Με γεωγραφική
αφόρμηση το Πήλιο που η λέξη κόσμος άρα
τάξη και κάλλος είναι η λέξη που
χαρακτηρίζει αυτήν την ονειρική κοσμική
αρμονία, αισθητή στην απανταχού
πραγματικότητα κάθε σπιθαμής αυτού του
βουνού, ουδείς διερωτάται βιώνοντας το
τόπο αν ο υπερβατικός Θεός δημιουργός
ή μαθηματικός υπάρχει ή όχι.
Ο
Πιατάς ως λέων ορεσίτροφος (Οδύσσεια
ζ 130) αλλά και ταυτόχρονα ως φοίνικος
νέον έρνος( Οδύσσεια ζ163) – νεαρό βλαστάρι
φοινικιάς- περίφρων ορίζει μια ιδιότυπη
ταυτοχρονία και συναισθανόμενος, την
αρμονική σύζευξη της φύσης και των
ανθρώπων που αγαπά, στρέφει τη σκέψη
και το αίσθημα προς πάσα κατεύθυνση.
Για
τον συγγραφέα ο Λαύκος ως ζείδωρος
άρουρα ( ν354 Οδυσσεια) ορίζει τον οίκο.
Η
λέξη οίκος από τον Όμηρο ως τον Χάιντεγκερ
διαμέσου της χριστιανικής μεταφυσικής
δηλώνει τόσο το σπίτι όσο και την εστία
όσο και την πατρίδα ή τον οικείο τόπο
αφετηρίας και επιστροφής.
Οίκοι.
Προγόνους όμως ο Πιατάς στο Λαύκο δεν
έχει. Πως μπορεί να νιώθει σε τέτοιο
βαθμό ότι επιστρέφει σπίτι; Γιατί έτσι
νιώθει, αυτό καθίσταται προφανές από
την ανάγνωση. Γιατί οίκοι δεξιωνόμαστε
αυτούς που αγαπούμε.
Πως
γνωρίζει όμως κανείς οριστικά τον τόπο
του; Τον αναγνωρίζει πιστεύω γιατί εκεί
αναγνωρίζεται, γιατί εκεί διαθέτει την
ταυτότητα που επιθυμεί.
Το
σπίτι δεν είναι τα πατρογονικά , η
κληροδοτημένη γη αλλά ο καρπός μιας
ελεύθερης και αμοιβαίας επιλογής. Αν
κάποιος έχει επισκεφτεί τον Δημήτρη
Πιατά στο σπίτι αυτό θα αντιληφθεί αυτήν
την αμοιβαιότητα που καταγράφεται στο
βιβλίο, στον αέρα.
Γιατί
η πατρίδα δεν είναι καθόλου προφανής,
δεν είναι αυταπόδεικτη, δεν είναι index
sui όπως έχει
ειπωθεί για τον Θεό. Είναι επιλογή.
Γιατί
όλα είναι η πατρίδα μας κι αυτά κι εκείνα
και κάτι που έχουμε μες στην καρδιά
έγραφε ο Πολέμης μιλώντας για την Ελλάδα
σε όλη της τη χωροχρονική εμβέλεια.
Γιατί
συνάμα όμως, τίποτε δεν μας εμποδίζει
να την περιορίσουμε άλλες φορές σε έναν
κήπο, ένα αγαπημένο πρόσωπο, μιαν
ανεπανάληπτη στιγμή ή να τη διευρύνουμε
σε μιαν ολόκληρη ήπειρο.
Αυτό
πράττει ο Πιατάς κάθε φορά που επιστρέφει
οίκαδε για να αναποριστεί στην πηγή.
Κάνει
χρήση του τόπου ως μη καταχρώμενος
(Απόστολος Παύλος Κορ Α , 7,31). Κάνει χρήση
ακόμη και αυτού του δικού του σπιτιού
εκεί στο Λαύκο ως μη καταχρώμενος,
σεβόμενος μέχρι και τα ‘φαντάσματα’
του.
Εντός
αυτού του χωροχρονικού πλαισίου ο Πιατάς
αναπτύσσει αυτήν την πολύτροπη σχέση
με την έννοια του οίκοι και του οίκαδε
και την οργανική σχέση του με τα πρόσωπα
που αγαπά και τον έχουν στιγματίσει
ανεξίτηλα.
Από
το βιβλίο τούτο κάποιος εύκολα
αντιλαμβάνεται ποιοι είναι οι ηθικοί
και πνευματικοί άξονες του γράφοντος.
Ποιοι είναι οι πνευματικοί του προπάτορες,
οι πνευματικοί του αδερφοί.
Βαθύς
γνώστης της επιστήμης, της φιλοσοφίας,
της ποίησης , της Λογοτεχνίας προσκαλεί
στην αυλή του και κάνει τραπέζι στον
Επίκτητο, το Λουκιανό και τον Επίκουρο,
δεξιωνόμενος ταυτόχρονα στο ίδιο τραπέζι
της αυλής τον Στέλιο Ανεμοδουρά με την
Κική Δημουλά, την Ελένη Κοκκίνου με τον
Μπέκετ, τον Ευριπίδη με τον Σεφέρη, τη
Μήδεια με τον Παπαδιαμάντη, τον Στηβ
Λέισι με τον Κέρουακ, τον Ιωάννη
Κωνσταντινίδη με τον Λόρκα, τον Κρατίνο
με τον Αριστοφάνη, το Σαχτούρη με τον
Βέγγο και τόσους άλλους με τσίπουρα στο
τραπέζι, στήνοντας ένα παράλληλο
χρονολόγιο και διασαλεύοντας με τον
τρόπο αυτό τον μαθηματικό χρόνο δημιουργεί
έναν προσωπικό ‘άχρονο χωροχρόνο που
χωρά ό,τι ο γράφων επιθυμεί.
Το
‘Σινε Λαύκος’ είναι συνάμα ένα βιβλίο
με πολιτικό πρόσημο, καθώς ο συγγραφέας
αναμιμνήσκεται του Εμφυλίου και των
ανταρτών του Πηλίου, καθώς με χιούμορ
πικρό και υποδόριο κριτικάρει τις
παθογένειες της ευρωπαϊκής ένωσης, του
σύγχρονου τρόπου ζωής, της Ελληνικής
λαμογιάς, της Ελλαδας των αυθαιρέτων,
της αρχαιοκαπηλίας, σημεία αναγνώρισης,
έμπεδα κι αυτά της Ελληνικής πραγματικότητας.
Ο
Πιατάς μάστορας στην εικονοποιία , στο
βιβλίο αυτό, καταθέτει το παλίμψηστο
της ζωής του, επιστρωματωμένο με τόπους,
όνειρα, ανθρώπους, σκέψεις ,στιγμές, το
οποίο αποτελεί συνάμα μια κατάθεση
αντίστασης στο Χρόνο Κρόνο που
κατασπαράσσει τα παιδιά του.
Η
υπαρξιακή του αγωνία δημιουργεί την
προσωπική του Οδύσσεια και κάθε προσωπική
Οδύσσεια είναι αφηγηματοποίηση της
αέναης προσπάθειας απόδοσης ταυτότητας.
Αυτήν την Οδυσσεϊκή ταυτότητα καταθέτει
ο Πιατάς με αυτό το αμνημόνευτο εύρημα
που είναι ο ίδιος ο πολιτισμός, ήγουν
του φιλοξενούντος και του φιλοξενούμενου
σε έναν τόπο.
Και
σαν άλλος Οδυσσέας δεν παύει να
επιστρέφει. Επιστρέφει πάντα σ ’αυτό
το σπίτι του 1875 για να μοιραστεί την
κοινή του μοίρα μ’αυτό και τους ανθρώπους
που πέρασαν και περνούν απ’αυτό,
νοσταλγώντας το χρόνο και τους ανθρώπους
που έφυγαν με μια νοσταλγία πανούργα
και πολύτροπη.
Στο
βιβλίο τούτο όπου στα πλάνα και τις
σκηνές του η απουσία και η ομίχλη
συναιρούνται, όπου κάθε τι σταθερό
εξαχνώνεται όπως λέει και ο Μαρξ, ο
Πιατάς ορίζει τα ανεκρίζωτα σημάδια
του δικού του ανήκειν σ’αυτό το ονειρικό
αντίγραφο του κόσμου, τον Λαύκο, και
ανάμεσα στα δέντρα και τις πέτρες του,
οι άνθρωποι της ζωής του, του κλείνουν
το μάτι .
Γιατί
τόπος κατά το συγγραφέα χωρίς ανθρώπους
ουκ εστιν. Ο έρως Αλλού για την προσφιλή
γη κι ο έρως του Άλλου για τον ίδιο. Ο
βαθειά ανθρωποκεντρικός Δημητρης Πιατάς
σαν βασική ιδιότητα ζωής θεωρεί την
φυγή προς τον Άλλον και τοιουτοτρόπως
επιτυγχάνει την κυκλική επιστροφή προς
τον ίδιο. Ο εαυτός του σε σχέση με τους
άλλους είναι αυτό που τον ανατροφοδοτεί,
είναι αυτή η βασική συνιστώσα της
βιοθεωρίας του και αύτη η αέναη σχέση
αποτελεί τον βασικό άξονα του βιβλίου.
Στο
βιβλίο αυτό ο Πιατάς κατορθώνει να
αναδείξει αυτή την μείζονα αίσθηση της
νοσταλγίας για τόπους και ανθρώπους,
νοσταλγώντας βαθειά όπως αυτός ο
αρχετυπικός πλάνης και προπάτορας κάθε
νοσταλγου, ο Οδυσσέας.
Ως
καλλιτέχνης που είναι διαθέτει
τη συναισθηματική ευφυία και εκείνη
την ικανότητα να διακρίνει το πολύτιμο
στο ασήμαντο, το διαρκές στο εφήμερο.
Και
κάνει τέχνη και γραφή εκείνη
τη λεπτομέρεια που φάνηκε αδιάφορη ή
και βαρετή στο πλήθος. Που δεν συνήγειρε,
ούτε ερέθισε τους πολλούς. Επειδή η
γραφή, πριν τυπωθεί, υπήρξε άσκηση, και
μόχθος και αποτυχία και αυτοσυγκέντρωση
και αγρυπνία. Ισως γι’αυτό ο καλλιτέχνης
που στην προκείμενη περίπτωση εκτελεί
χρέη γράφοντος , όντας διαθέσιμος, πάντα
διανυκτερεύει.
Και
ίσως εντέλει ο Πιατάς με το βιβλίο αυτό,
έστω ανεπίγνωστα ποθεί πιο πολύ από την
άφιξη οίκοι, την περιπέτεια τη γνώση
και τα ‘ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής’
που του προσφέρει το ταξίδι για να
αφιχθεί οίκαδε.
-
H
Εύη Κουτρουμπάκη είναι φιλόλογος,
κριτικός Λογοτεχνίας.