Χρύσα
Φάντη,

Πορεία
στα τέσσερα

Τζούλια
Γκανάσου

Γονυπετείς

ΜΙΑ
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Εκδ.
Γοβόστης, 2017

σελ.
136

1.

«Πριν
φύγω δεν αποχαιρέτησα. Τώρα πλέον το
μετανιώνω. Με ένα φορτίο ενοχής ως τα
ακροδάχτυλα και με μια αίσθηση προσήλωσης
στον στόχο ετοιμάζομαι».


Μια
γυναίκα σκύβει, πέφτει στα τέσσερα. Κάτω
από ήλιο καυτό και ανελέητο η επίπονη
ανάβαση έχει μόλις αρχίσει. Ο τόπος δεν
κατονομάζεται, ωστόσο, από τα στοιχεία
που η ίδια δίνει (άσπρα σπίτια, λιμάνι)
υποθέτουμε πως πρόκειται για κάποιο
νησί. Η γυναίκα συνεχίζει την προσπάθεια,
με προφανή σκοπό να εκπληρώσει ένα τάμα.
Οι σκέψεις της όμως και κατά συνέπεια
οι αντιδράσεις της, μέσα από μια διαρκή
αναμόχλευση ετερόκλητων εικόνων και
αναμνήσεων, όλο και περισσότερο μοιάζουν
διασπασμένες.


Στο
πρώτο κεφάλαιο, το «Υπέρ Πίστεως», η
μοναδική αφηγήτρια του «Γονυπετείς»

αυτοσυστήνεται
ως μοριακή βιολόγος, σκακίστρια, αρχηγός
της τοπικής φιλανθρωπικής οργάνωσης,
μέλος της ομάδας δενδροφύτευσης, (αφού
δεν είναι, όπως χαρακτηριστικά καταθέτει,
μόνο ο εαυτός της). Στη συνέχεια περιγράφει
ή μεταφέρει διαλόγους της με έναν
καρκινοπαθή, τον οποίο και αποκαλεί
πρώην άντρα της, ενώ παράλληλα αναφέρεται
στο παιδί τους, που το χαρακτηρίζει
«παιδί του σωλήνα».

«Παλάμη
μπροστά, γόνατο μπροστά. Ναι, τα καταφέρνω».
Η «προσκυνήτρια» άλλοτε διαλογίζεται
κι άλλοτε συνομιλεί με φωνές ενός εαυτού
που όπως η ίδια ομολογεί δεν τις
αναγνωρίζει.


«Τη
φωνή μου δεν μπορώ να τη συλλάβω,
τουλάχιστον όχι όπως την ακούν οι άλλοι.
Την ηχογράφησα, αλλά δεν τόλμησα να την
αφήσω εκτεθειμένη σε εκείνους που
έμειναν πίσω. Την έκρυψα».


«Παλάμη
μπροστά, γόνατο μπροστά. Δεν είναι
εύκολο».

Με το μυαλό σε κατάσταση διαρκούς
σχάσης, ταλαιπωρημένο και κατακερματισμένο
όπως και το κορμί της, ξεδιπλώνει
αμφιβολίες και ερωτηματικά, με
λόγο
που όσο προχωρεί η αφήγηση σε πολλά του
σημεία εμφανίζεται αμφίσημος και
παραληρηματικός. 

 

2.

«Τραβάω
μπροστά να τελειώνω»,

«[…] κανείς δεν ξέρει η ζωή ψηλά η ζωή
εδώ ο Θεός στον ουρανό ναι ή όχι […]»
ψελλίζει
ο Μπεκετικός ήρωας στο «Πώς είναι».

«Τι
υπάρχει πέρα από δω; Μετά από αυτή τη
ζωή πού θα βρεθώ;

» αναρωτιέται η ηρωίδα του «Γονυπετείς».

Υπαρξιακό
αδιέξοδο, χρόνος και γεγονότα αμφίβολα,
στοιχεία ρευστά.
Στο
δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, και δεύτερο
μέρος του μονολόγου της, το «Υπέρ Ερεύνης,
και άλλων υποσχέσεων», μ
έσα
από το πάσχον σώμα που φλέγεται ταυτόχρονα
από επιθυμία για έρωτα και ζωή,
πολλά
από όσα εκείνη μας έχει καταθέσει, θα
αναιρεθούν. Ε
ίναι
μοριακή βιολόγος ή μόνο υπάλληλος σε
κάποια εταιρία ή κατάστημα νεωτερισμού,
όπως τώρα εξομολογείται; Έχει χωρίσει
με τον άντρα της ή στην πραγματικότητα
απλά θα το επιθυμούσε; Πώς είναι δυνατόν
να τον αποκαλεί «εξωγήινο» και την ίδια
στιγμή να του ορκίζεται ότι δεν θα τον
αφήσει «μέχρι το τέλος» προτρέποντάς
τον μάλιστα να «το παλέψουν μαζί»;
Πραγματοποιεί το προσκύνημα από αγάπη
για τη ζωή, το καθήκον, την πίστη, ή για
να έρθει πιο κοντά στο θάνατο και την
τελική της εξαφάνιση;

Η
ηρωίδα της Γκανάσου
παρά
το μαρτύριο της γονυκλισίας (ή εξ αιτίας
του) σε έναν
επώδυνο
μετεωρισμό ανάμεσα αμφιβολίας και
πίστης,
συνεχίζει
να
πηγαινοφέρνει
τις σκέψεις της αέναα, προσπαθώντας
μάταια να ισορροπήσει. Μια πάνω μια κάτω
σαν σε τραμπάλα, αναρωτιέται: Να υποταχτεί
στην κοινοτοπία της πραγματικότητας,
του ρεαλισμού και της κοινής λογικής
που υπηρετεί υπάκουα το δεξί κεφάλι
της, ή να αφεθεί εξολοκλήρου στην
φαντασιακή και αχαλίνωτη του αριστερού;

Την
πολύπαθη ζωντανή έκθεση πλείστων
αντιφατικών συναισθημάτων, γεγονότων
ή εκδοχών συχνά πυκνά διακόπτουν
θραύσματα από προσευχές:
«Χαίρε,
των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα, Ναι,
αντιλαμβάνομαι ότι αμάρτησα»-Χαίρε των
δακρύων της Εύας η λύτρωσις. Το νέο μέλος
του σώματος που σας ανέφερα πιο πριν ─
το αριστερό μου κεφάλι εκδηλώνει
φαγούρα»,
ή
έργα μεγάλων δημιουργών (εδάφια από τις
«Ικέτιδες» του Αισχύλου και του Ευριπίδη,
την «Οδύσσεια» του Ομήρου, το «Τάδε έφη
Ζαρατούστρας» του Φρίντριχ Νίτσε κ.α.),
κλασσικά κειμενικά αποσπάσματα με τα
οποία η αφηγήτρια συνομιλεί, κάποτε
μάλιστα τροποποιώντας τα ή επινοώντας
δικές της λεκτικές συνθέσεις, σε ένα
πολυφωνικό μονόλογο, ένα πολύπλοκο
μείγμα από συνειρμούς που φτάνει να
επικαλείται ακόμη και γνωστά συνθήματα
από διαδηλώσεις. 

 

3.

«Μέρες
ορμής, οργής, άγριας χαράς».

Η γυναίκα τεντώνει, τρίβει με δύναμη τα
γόνατα, τινάζει χέρια και πόδια. Προχωρεί
μπουσουλώντας σαν να είναι ζητιάνα ή
νήπιο ή γριά. Στην ερεβώδη πορεία της,
συνοδοιπόροι
με
βέβηλα
πόδια την τσαλαπατούν ενώ άλλοι εκ των
έξω προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις
ανάγκες της κλέβοντάς της ακόμη και το
οξυγόνο που αναπνέει. Με το καλά γειωμένο
δεξί κεφάλι της να την προτρέπει να πάει
με τους πολλούς, και το εξεγερμένο
αριστερό να αναμοχλεύει μνήμες, επιθυμίες
και ερωτικές σκηνές ανάμεσα πραγματικότητας
και φαντασίας, ποθώντας τά πάντα ή μόνο
«ένα υγρό φιλί με γλώσσα, μια καραμέλα
φράουλα, λίγο νερό», παραμιλά ή μονολογεί
μ
ε
ύφος στοχαστικό και σχεδόν αποφθεγματικό,
οργισμένο ή ασυγκράτητα λυρικό, μην
επιτρέποντας τελικά στις δυσοίωνες
σκέψεις να την καταπιούν.

«Ο
άνθρωπος δεν είναι στόχος, είναι γέφυρα
από τη μια όχθη στην άλλη, από τη μια
στάση στην επόμενη»

(σελ. 132)

«Φαντασιώνεστε
λοιπόν τα καπούλια μου πάνω στην πίσσα
και τον ιδρώτα να ρέει στο δέρμα;
 Βλέπετε
τους τουρλωμένους γλουτούς, τα στήθη,
τις ρόγες να τραμπαλίζουν ατίθασα;
Αφυπνίζεστε ή ενοχλείστε;»

«Ανοίγει
η πύλη του κάτω κόσμου. Τρέχει ένα ζεστό,
κολλώδες ρεύμα […] Ξεκινούν οι μουσικές
[…] Βλέπω τα μάρμαρα των τόπων Σου […]
Μια κίνηση ανεπαίσθητη. Ένα χέρι που
τρέμει. Ένα σαγόνι που προσπαθεί να
υψωθεί. Μια φωταψία που ξενίζει.»


Παρά
τον διαρκή λεκτικό διαξιφισμό με φωνές
του εσώτερου εαυτού της, όπως:
«Η
φυγή (αυτό που έκανες) δεν είναι μια
λύση»,

αλλά και φράσεις του
στενού
της οικογενειακού περιβάλλοντος, του
γιού της που συχνά την αμφισβητεί και
του άντρα της που την αγνοεί ή την
ακυρώνει,

τελικά εκείνη αποφαίνεται: «
Δεν
τράπηκα ποτέ σε φυγή. Δεν σου επιτρέπω
να ξεστομίζεις κάτι τέτοιο
».
Και α
ναδυόμενη
από τις στάχτες της ως άλλος Ζαρατούστρα
αναφωνεί:

«Αγαπώ
αυτόν που δαμάζει τον θεό του επειδή
αγαπάει τον θεό του, επειδή πρέπει να
υποχωρήσει δια της οργής του θεού του».

 

4.


«Δεξί
πόδι δεξί χέρι»

επαναλαμβάνει διαρκώς στο «Πώς είναι»
ο ήρωας του Μπέκετ.

«Παλάμη
μπροστά, γόνατο μπροστά»

αντιφωνεί η ηρωίδα στο «Γονυπετείς»
της Γκανάσου.

Αυτοσαρκασμός,
συνεχής διερώτηση και απεύθυνση, μείξη
πραγματικότητας και αλληγορίας. 1. Ο
γίγαντας ως μυθική αλλά και υλική μορφή
να παραπέμπει στη χαρά της φαντασίας
και του σαρκικού έρωτα, πέταγμα και
επιθυμία να παγώσεις το χρόνο και να
βγεις έξω από τα όρια του αδιαφορώντας
και παρακάμπτοντας τις ασφυκτικές
κοινωνικές δεσμεύσεις και τους όποιους
υλικούς περιορισμούς 2. το εύρημα με τα
δυο κεφάλια και τον φανταστικό αυτόν
δαίμονα να διαφεντεύει το αριστερό (της
χαράς και της επιθυμίας) ή πιο σωστά: το
αριστερό να είναι αυτό που τον επινοεί
και τον «πλάθει» έτσι που να μπορεί να
τον αποδεχτεί «ως τον τέλειο αφέντη και
εραστή που τη διαφεντεύει» (ο δημιουργός
δέσμιος του ίδιου του δημιουργήματός
του) κι όλα τα παραπάνω σε αντίστιξη με
τις συνεχείς παρακλήσεις προς την
Παρθένο και το όλο εγχείρημα του
προσκυνήματος.

«Υπέρ
ανθρώπου»,

τιτλοφορείται το τρίτο κεφάλαιο. Κι εδώ
η ίδια π
υκνότητα
νοημάτων, εκφραστική δεινότητα,
πρωτοτυπία. 

 


5.

«Μη
με πλησιάζετε. Δεν θέλω τίποτα! Ούτε
καραμέλες ούτε κομποσκοίνια! Ούτε γάζες
ούτε βαμβάκι! Η ανάσα σας βρωμάει
εκμετάλλευση».


«Γονυπετείς»
είναι οι άνθρωποι που εξαντλούν όλες
τις επιλογές,
αποφαίνεται
η ίδια η συγγραφέας, και στο συγκεκριμένο
της πόνημα, το ωριμότερο από τις μέχρι
σήμερα εκδομένες μυθιστορίες της και
τέταρτο κατά σειρά, η ηρωίδα της,
δυνατή
μες στην αδυναμία της, πράγματι φαίνεται
να τις εξαντλεί. Μετά τα «
Σε
μαύρα πλήκτρα»

(2006), «
Ομφάλιος
Λώρος»

(2011) και το «
Ως
το τέλος»

(2013), με το «Γονυπετείς», η συγγραφέας
μάς παραδίδει μια εκτενή νουβέλα άρτια
δουλεμένη δομικά όσο και γλωσσικά, έργο
που συνιστά εμβριθή καταβύθιση στα
υπαρκτικά ανθρώπινα εσώτερα. 

—————– 

Η
Τζούλια
Γκανάσου

γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πληροφορική
στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών και στο
Παν/μιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία (ως
υπότροφος) στο Παν/μιο της Σορβόννης
και στο Παν/μιο του Εδιμβούργου και
Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.
 Βιοπορίζεται
από την πληροφορική.
Διηγήματα
και άρθρα της για τη λογοτεχνία
δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό
Τύπο.
Έχει
εκδώσει τα βιβλία:
«Σε
μαύρα πλήκτρα»

(Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2006 –
αποσπάσματα συμπεριλαμβάνονται στη
συλλογική έκδοση του Παν/μίου του
Εδιμβούργου «Παγκοσμιουπόλεις»).
«Ομφάλιος
λώρος»

(Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2011 – συμμετοχή
στα: 4
ο
Διεθνές Φεστιβάλ στο
Dasein,
1
ο
Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών της Αθήνας,
9
ο

Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών της Γλασκώβης).
«Ως
το τέλος»

(Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2013 – υποψήφιο για
το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» του
λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα» &
για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας
2014»).