Όταν ριζώνει ο αέρας
1.
Λίγες ώρες απέμεναν πια για το θαύμα του
Θεανθρώπου, την νίκη της ζωής απέναντι στο θάνατο, του φωτός απέναντι στην
τυφλότητα, της κρεοφαγίας απέναντι στην λαχανοφαγία. Οι διάφοροι, κατά-τόπους
πιστοί, σπάζανε απλόχερα την αναμονή τους, σε μικρά, μόλις αντιληπτά μέρη, άλλοτε
τρίβοντας τα χέρια τους κι άλλοτε μαντεύοντας την ώρα με τον ήλιο. Όλοι τους
ετοιμάζονταν πυρετώδικα για το καθιερωμένο έθιμο.
Πι: Το έθιμο!
Φι: Τι μεστή λέξη!
Νι: Σχεδόν πλήρης!
Λι: Και χωράει μέσα ότι θέλεις!
Πι: Το αγαπημένο μου φαγητό!
Φι: Το ημερολόγιο!
Νι: Το αγαπημένο μου μέρος!
Λι: Την καθημερινή μου βόλτα!
Πι: Την πυρίτιδα!
Φι: Την στρακαστρούκα!
Νι: Το βαρελότο!
Λι: Την κροτίδα!
Πι: Κανείς δε μας σταματά!
Φι: Θα το γλεντήσουμε!
Νι: Κανείς δε μας σταματά!
Λι: Θα το κάψουμε!
Πι, Φι, Νι και Λι: μέρες που είναι!
Οι κάτοικοι έσκαβαν στις περυσινές
αποσκευές τους, στις αυλές τους, και όπου αλλού μπορούσε να έχει κρυφτεί, για
την ανάσυρση της μεγαλύτερης ανακάλυψης της ανθρωπότητας, της πυρίτιδας και
μέσω αυτής, ολόκληρου του εθίμου. Η σωστή τέλεση του εθίμου απαιτούσε αγιασμό
της αποθηκευμένης πυρίτιδας από τοπικό μητροπολίτη ή από διάκονο ενορίτη.
Πι, Φι, Νι και Λι: Θα πάμε στον πάτερ
Ραψωμανίκη!
Πι: Θα διαβάσει την πυρίτιδα!
Φι: Θα διαβάσει κι εμάς!
Νι: Θα διαβάσει την πυρίτιδα!
Λι: Θα διαβάσει κι εμάς!
Πι: Έτσι
Φι: δεν θα έχουμε
Νι: ατυχήματα
Λι: ούτε τραυματίες!
Πι, Φι, Νι και Λι: μέρες που είναι!
Το έθιμο ζητούσε σαν αδηφάγο ζώο ή απλώς
πεινασμένο γατάκι μεράκι και μαεστρία στην κατασκευή, εκρηκτικών, πυροσωλήνων
και πυροκροτητών, από πλευράς συμμετεχόντων.
Πι: Πέρασε κιόλας ένας χρόνος!
Φι: Δείξαμε αρετή!
Νι: Θα επιβραβευθούμε!
Λι: Τι όμορφο το Πάσχα!
Πι, Φι, Νι και Λι: μέρες που είναι!
Ο Πι, ο Φι, ο Νι και ο Λι είχαν σκάψει
στις αυλές και στις αποθήκες για να ανασύρουν την πιο φίνα πρώτη ύλη, την πιο
καλή πυρίτιδα. Εκεί, την βρήκαν τακτοποιημένη από κάποιο πόλεμο – αδιάφορο αν
ήταν εμφύλιος ή όχι. Ο Πι, ο Φι, ο Νι και ο Λι είχαν διανύσει μεγάλες
αποστάσεις στον απαιτητικό στίβο του εθίμου. Είχαν χρησιμοποιήσει όλη την
πρόσφατη πυρίτιδα και τώρα αναμόχλευαν την ιστορία.
Πι: Αυτός ο πόλεμος
Φι: μας προίκησε
Νι: με την πιο φίνα
Λι: πυρίτιδα.
Πι: Μας έλεγαν
Φι: να μην σκαλίζουμε
Νι: τον πόλεμο.
Λι: Ήταν δεν ήταν
Πι: εμφύλιος
Φι: μας προίκισε
Νι: με την καλύτερη
Λι: πυρίτιδα.
Πι, Φι, Νι και Λι: μέρες που είναι!
2.
Τις επόμενες μέρες, η συντροφιά ετοίμασε
μια κυριολεκτικά δυσβάσταχτη ποσότητα βαρελότων, κροτίδων, στρακαστρούκας και πυροσαΐτας.
Εξασφαλίστηκε έτσι, εκτός των άλλων, η μη διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος
της γειτονιάς και η εύρυθμη οικονομική λειτουργία σε μέσο-μακροπρόθεσμο
ορίζοντα.
Οι κάτοικοι προμηθεύτηκαν αλεξίσφαιρα, ως
είθισται, γιλέκα και για τα διάφορα ζωντανά πλάσματα ετοιμάστηκαν ωτοασπίδες για
να παραμείνουν οξείες η ακοή, η ενσυναίσθηση και η ευσυνειδησία τους. Τα σφαχτά
τοποθετήθηκαν με ευλάβεια σε στοίβα, σχηματίζοντας πρόχειρα το όρος Γολγοθά. Την
επαύριον θα γκρεμιζόταν στα εξόν συνετέθην, μοιράζοντας ένα σφαχτό σε κάθε
σπίτι, συμβάλλοντας έτσι στην ομαλή κυκλοφορία των ποδηλάτων – τα ποδήλατα
χρειάζονται μόνο πεδιάδες και ισώματα για να μπορούν να κουνάν ανέμελα τις
ουρές τους, αναπτύσσοντας μεγάλες ταχύτητες. Έτσι, η εμπειρία της σταύρωσης
διαχεόταν στην κοινωνία, καθώς κατέληγε, σε κάθε σπίτι και έπειτα, μέσω του
ουρανίσκου, στο στομάχι του κάθε πιστού ξεχωριστά.
Τότε, ο παππάς Ραψομανίκης απίθωσε το
αρκουδοτόμαρο που φορούσε πάνω σε μια καρέκλα, ξεβάφτηκε σχολαστικά και
ετοιμάστηκε να φορέσει τα άμφια για να κερδίσει άλλο ένα μεροκάματο από τα
τάματα, τα κεριά, το φως και το λιωμένο χρυσό της Ανάστασης. Λίγες μέρες πριν,
είχε κάνει μια τόσο επίμονη, άσχημη και λυτρωτική σκέψη, που δεν έλεγε να
αναχωρήσει από το κρανίο του. Σκέφτηκε να απομακρύνει το δισδιάστατο
κόντρα-πλακέ που αναπαριστούσε τον Ιησού από το Ιερό, απαγορεύοντας το δια
παντός. Θα έβαζε στη θέση του ένα πίνακα του Καραβάτζιο, ή το αρκουδοτόμαρο του,
για να κάνει το χώρο πιο καλλιτεχνικό ή πιο ζεστό και πιο σπιτίσιο. «Πόσο
συντηρητικά τα αφεντικά μου!» σκέφτηκε και έβγαλε το πόρισμα ότι η φύση της δουλειάς
του ήταν αλλεργική στην καινοτομία. Ύστερα, γύρισε σε ένα χαρτί που είχε πέσει
στο πάτωμα, περιμένοντας να διαβαστεί. Το είχε φέρει το όργανο της τάξης μαζί
με τα κιβώτια πυρίτιδας για τον απαραίτητο, από τις αρχές, καθαγιασμό τους. Το
χαρτί έγραφε πάνω-κάτω τα εξής: «Αγαπητέ διάκονε του Θεού, Ανώτατη αρχή της
πόλης και άοπλε συνάδελφε, εσείς, το χωνί, μέσα από το οποίο, ακούγεται
Εκείνος, εσείς τέλος πάντων κύριε Ραψωμανίκη, ξέρω καλά, ή μάλλον, πολύ καλά,
τι σκαρώνετε, θέλω να πω με όλο το θάρρος, η πυρίτιδα πρέπει να πολλαπλασιαστεί,
όχι φυσικώς, πράγμα που και κάποιο βρέφος θα εγνώριζε ότι δεν γίνεται, αλλά
τεχνητώς ή τεχνικώς, πρέπει με άλλα λόγια να πολλαπλασιαστεί η δύναμη που εκτονώνεται,
ο ήχος που αναστατώνει, ούτως ώστε και προκειμένου να κερδίσουμε τους
ανταγωνιστάς μας, αυτά τα μιαρά ανθρωπάρια, τους ανθρώπους των σπηλαίων, τους
γείτονες μας, βεβαίως, τους τύπους που κατοικούν στην απέναντι πόλη, εμείς τα
όργανα της πόλης, κυρίως αυτά, οφείλουμε απέναντι στους προγόνους μας, την
επικράτηση αυτή, να ακουστούμε δηλαδή πιο καλά, σπάζοντας την τζαμαρία ή ακόμα
και το τύμπανο, στο σπίτι ή το αυτί του ηλικιωμένου κυρίου που κάθεται ακριβώς
στα μισά της απόστασης, σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο και καθότι ο χώρος
καμπυλώνεται από την ύπαρξη οροσειρών, ο ήχος εγγράφεται σε κύκλο με ακτίνα 2πρ2
και νικώντας την ταχύτητα του φωτός θα αποδείξουμε περίτρανα και περήφανα την
πίστη μας. Μα την πίστη μου, ο Θεός να μας ανταμείβει για τα κατορθώματα μας.
Συγχωρέστε με για την πρότερα φράση, μου ξέφυγε, αλλά, όπως και να έχει,
πιστεύουμε περισσότερο από εκείνους. Για τυχόν θύματα ή ζημιές η Χάρη του θα
μας προστατέψει, προστατεύοντας εμάς, και ζημιώνοντας τους αντιπάλους. Έχουμε
βέβαια μεριμνήσει μοιράζοντας ειδικά γιλέκα και ωτοασπίδες στους πιστούς και
στους ζωντανούς. Έχουμε ακόμα μεριμνήσει, έχοντας διπλές βάρδιες επιφυλακής στα
σύνορα για να αποτρέψουμε κάποια προβοκατόρικη ενέργεια, σε κάθε περίπτωση και
εν τοιαύτη περιπτώσει, έχουμε πάρει τα μέτρα μας, έχουμε αναθέσει μάλιστα στους
Πι, Φι, Νι και Λι το σχεδιασμό ενός νέου εξελιγμένου και βελτιωμένου συστήματος,
προκειμένου για την επιτυχία μας, αποκαθάροντας την ιστορική μνήμη και
χρησιμοποιώντας θαμμένα όπλα από ένα κυνήγι κεφαλών που είχε συμβεί
ποιος-ξέρει-πόσα χρόνια πριν. Κάντε λοιπόν το καθήκον σας απέναντι στην πόλη,
στους πολίτες, στους πιστούς, σε εσάς τον ίδιο, στο λόγο του Κυρίου Δεηθώμεν.
Μάλιστα, για τον Κύριο τον ίδιο».
Ο πάτερ Ραψωμανίκης τύλιξε προσεκτικά το
σημαντικό κείμενο που είχε μόλις διαβάσει. Ήταν στολισμένο με δεκάδες σφραγίδες
και πινακίδες που έγραφαν «απόρρητο» και «εύθραυστο», κι έτσι, το φύλαξε για
περιτύλιγμα κάποιας επιστολής που ίσως θα ετοίμαζε προς τον ανώτερο κλήρο και
την ηγεσία της εκκλησίας, ή προς κάποιους φίλους για να κάνει φιγούρα, να τους
πετάξει, δηλαδή, στα μούτρα την ανωτερότητα του βουνού απέναντι στη θάλασσα, ή
του αγριόχοιρου απέναντι στο χοίρο. Ο πάτερ Ραψωμανίκης ήταν ήσυχος μιας και
είχε εκτελέσει το καθήκον του, ή δεν είχε παραφάει. Είχε διαβάσει και
καθαγιάσει την πυρίτιδα μιλώντας σε χωνί για να πολλαπλασιάσει τη δύναμη του
ήχου και τη δυναμική της πράξης. Είχε φορέσει το αρκουδοτόμαρο του για να κάνει
την αγριότητα μέρος της ιεροτελεστίας και για να ακονίσει τα δόντια του για τη
μάσα του Πάσχα. Είχε επικαλεστεί Θεούς και δαίμονες, αναθεματίζοντας τους
ειδωλολάτρες που ορίζουν τις τύχες της εκκλησίας και κατόπιν, βγαίνοντας στο
μπαλκόνι μίλησε στους γλάρους, οι οποίοι του κάλμαραν τα νεύρα, όσο και το
πιοτό. Τώρα, το μόνο που έμενε για να τελειώσει η κοπιαστική ημέρα, ήταν να
πάει σε δύο ή τρεις ναούς να σημάνει τις καμπάνες, να διαβάσει τις ατάκες που
του είχαν υπαγορεύσει και να περάσει ο αναγκαίος χρόνος, μέχρις ότου να
προσεγγίσει το σήμα τις πείνας στα κοφτερά, στιλπνά του δόντια. Ο πάτερ
Ραψωμανίκης ακόνιζε συχνά τα δόντια του με λίμα φυλακής για να επιτρέπει την
απόδραση των γεύσεων στον ουρανίσκο. Θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κάποιος,
ντελικάτο και γευσιγνώστη, έναν ντελάλη του καλού γούστου και των καλών τρόπων,
έναν πρωτεργάτη της ομορφιάς. Αγαπούσε το ψάρεμα και τα ζάρια, το καλό κρασί
και τη ρετσίνα, την ρεντιγκότα του και το αρκουδοτόμαρο του. Το τελευταίο το
είχε κερδίσει όταν βοήθησε ένα παιδάκι να ρίξει όλους τους στόχους στο
διαγωνισμό σκοποβολής κάποιου τσίρκου. Εκεί και ελλείψει άλλου δώρου τον
αντάμειψαν για την γενναιοδωρία του με το βασιλικό αυτό ένδυμα,
υπέρ-εκατονταετή κληρονομιά και σήμα κατατεθέν του τσίρκου.
3.
Ο Πι, ο Φι, ο Νι και ο Λι ήταν τόσο
ανυπόμονοι που δεν άκουσαν το σάλπισμα της καμπάνας, τον ήχο, που φωλιάζει στην
καρδιά κάθε πιστού, το χαρμόσυνο μήνυμα της επικράτησης της ζωής όταν αυτό στρογγυλοκάθεται
στις ταραγμένες ψυχές. Ύστερα παρατηρώντας τον ουρανό είδαν την παλινδρόμηση
του μετάλλου, το ταξίδι μέχρι τις άκρες του καμπαναριού, την κίνηση με τρόπο
εκκρεμούς και τέλος, άκουσαν τον, σαν από αρμόνιο, αρμονικό ήχο από το χυτό
μέταλλό, της στιγμής της αλλοπρόσαλλης κρούσης. Έκλεισαν τα μάτια προκειμένου
να καταλάβουν την φορά του ήχου και την τροχιά του αέρα στην περιοχή.
Πι: Μοιάζει να έρχεται από τη Στέπα.
Φι: Μοιάζει ταραγμένος και συγχυσμένος.
Νι: Μοιάζει να έρχεται πρώτα σε εμένα.
Λι: Μοιάζει να ταξιδεύει με καράβι.
Πι: Έτσι είναι ο ήχος!
Φι: Αυτά κάνει ο άνεμος!
Νι: Για να μας μπερδεύει!
Λι: Για να μας χωρίζει!
Πι: Να πετάξουμε το πράμα Νότια.
Φι: Μα δεν έχει κόσμο.
Νι: Έτσι θα κερδίσουμε
Λι: με τη βοήθεια του αέρα
Πι: και του ήχου
Φι: και του Θεού
Νι: και της επιστήμης!
Λι: Είμαστε πιστοί ή δεν είμαστε;
Πι: Κι αυτός ο Ραψωμανίκης την έκανε τη
δουλειά!
Φι: Ο πάτερ!
Νι: Μερακλής!
Λι: Μάγκας!
Πι: Όπως κι εμείς!
Φι: Βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας!
Νι: Βάλαμε κι εμείς το χεράκι μας!
Λι: Το κάναμε το θαυματάκι μας!
Πι: Ας ρίξουμε
Φι: λοιπόν
Νι: το
Λι: πράμα!
Πι, Φι, Νι και Λι: μέρες που είναι!
Ο Πι, ο Φι, ο Νι και ο Λι άναψαν τα
φυτίλια τους και ξεκίνησαν να ρίχνουν με βουλιμία τις κροτίδες τους προς
οποιοδήποτε σημείο τους ερχόταν έχοντας σκοπό να καβαλικέψουν τον ήχο και την
απόσταση. Να γίνουν οι καβαλάρηδες του ήχου. Οι παρευρισκόμενοι, πίστεψαν προς
στιγμή, ότι πόλεμος από αλλόθρησκους είχε ξεκινήσει. Οι πόλεμοι, καθώς ξέρουμε,
αγαπούν τις ημερομηνίες. Μικροί και μεγάλοι λάκκοι άρχισαν να σχηματίζονται,
κρατήρες από το χώμα που απρόθυμα μετανάστευε για παραπλήσια λημέρια. Το χώμα
όρθωνε το ανάστημα του σηκώνοντας σκόνη. Η σκόνη εμπόδιζε την όραση, την
όσφρηση και την ακοή. Όλεςτους τις αισθήσεις δηλαδή. Οι ζωντανοί απομακρύνονταν
αλαλάζοντας, κάνοντας το τοπίο ίδιο με τη Σελήνη. Ενώ, εκεί που συνωστίζονταν
οι ζωντανοί, θα μπορούσε κάποιος με πολλή φαντασία να ζωγραφίσει το Ναό, τους
Ρωμαίους, τους γραμματείς και τους φαρισαίους, χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι
τι.
Αφού είχε γίνει επαρκής φασαρία,
ξεριζώνοντας ακόμα και τα σκουλήκια, εκχερσώνοντας ακόμα και τα αγριοκρέμμυδα
και τα σκόρδα, συνέβη κάτι ανήκουστο, κάτι πρωτοφανές, κάτι που και η πιο
καλλιεργημένη φαντασία δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Διακινδυνεύοντας το
κεφάλι μας και παίζοντας την ύπαρξη μας, κορώνα γράμματα, θα ρισκάρουμε να το
μνημονεύσουμε ακριβώς όπως το διηγήθηκαν τα δισέγγονα του Πι, του Φι, του Νι
και του Λι.
4.
Μέσα στα σύννεφα από ανασηκωμένο χώμα –
αυτό που για λόγους ευκολίας, αποκαλούμε σκόνη – ξεριζωμένα ζωντανά και χέρσα
ζαρζαβατικά, εκεί όπου ο οποιοσδήποτε θα έχανε όχι μόνο την ακοή του αλλά και
την ίδια του τη ζωή – μέσα, δηλαδή, σε μια σύγχρονη δυστοπία – συνέβη το
ανήκουστο. Ο ηλικιωμένος κύριος, ο άρχοντας του ισοσκελούς τριγώνου, ο τριγωνάρχης,
ο δίκαιος κριτής της ηχορύπανσης και της πίστης, ο διγενής ακρίτας της
περιφέρειας, ο φύλακας των συνόρων είχε πεθάνει από φυσιολογικά αίτια, λίγο
πριν το Αναστάσιμο θαύμα. Πέθανε όταν ένα μακρόπνοο, φυλακισμένο από καιρό,
στους πνεύμονες του γεράκου, χασμουρητό, αποφάσισε να ξεμυτίσει για να προλάβει
να γίνει ανάσα ενός οδικού πτηνού και ύστερα γλυκό κελάηδισμα, τέτοιο που μόνο
οι μήνες του Πάσχα ξέρουν, απλόχερα, να δίνουν.
Κάποιος γιατρός θα ονόμαζε αυτό το χασμουρητό, ρόγχο, μιας και η επιστήμη
έχει μια λέξη για κάθε πράγμα και κάθε φαινόμενο. Νικητής, λοιπόν, δεν υπήρχε
χωρίς κριτή. Αυτή η αλήθεια έμελε να αποδειχτεί προς απογοήτευση και των δύο
πλευρών, ή μήπως προς ευχαρίστηση μιας εκ των δύο πλευρών, εκείνης που γνώριζε
καλά ότι δεν υπήρχε τρόπος να έχει κερδίσει. Υπήρχαν αποδείξεις, ένα σμήνος
αποδημητικών πουλιών είχε φύγει την ώρα των εκρήξεων, μια πόλη είχε συντριβεί,
μια πόλη από χαμόσπιτα βεβαίως, πάντως μια πόλη. Ένα καραβάνι είχε απλόχερα
σχηματιστεί, με τους κατοίκους της γειτονικής πόλης να έχουν ξεκινήσει για το
μακρύ και δίχως γυρισμό, μερικές φορές, ταξίδι των διακοπών. Παίζοντας χωρίς
αντίπαλο, οι κάτοικοι της πόλης αδυνατούσαν να γευτούν τη χαρά της νίκης, τη
γλύκα της επικράτησης απέναντι σε κάτι ποταπό και βδελυρό, την ευτυχία που
πηγάζει από το κοίταγμα των πεσμένων μούτρων και ματιών των αντιπάλων, το πάθος
που γεννιέται από το κλάμα τους, το δείπνο των νικητών και τα ξηροκάρπια στα
γλέντια-μετά-αλκοόλ των επινικίων.
Μέσα στα σύννεφα από ανασηκωμένο χώμα –
αυτό που για λόγους ευκολίας, αποκαλούμε σκόνη – ξεριζωμένα ζωντανά και χέρσα
ζαρζαβατικά, εκεί όπου ο οποιοσδήποτε θα έχανε όχι μόνο την ακοή του αλλά και
την ίδια του τη ζωή και παίζοντας χωρίς αντιπάλους, αφού εκείνοι αναχωρούσαν
για διακοπές, και παίζοντας χωρίς κριτή, αφού εκείνος ήταν ήδη νεκρός, ο Πι, ο
Φι, ο Λι και ο Νι έγιναν μάρτυρες ενός θαύματος τέτοιου που είναι απίθανο να
γίνει πιστευτό.
Μέσα λοιπόν σε αυτή την σύγχρονη δυστοπία,
όπου οι αισθήσεις δεν μπορούν να νοηθούν ως αισθήσεις, η όραση παγιδευμένη στη
σκόνη, η ακοή παγιδευμένη στην ηχορύπανση, η αφή παγιδευμένη στο μέταλλο του
βαρελότου και στις ταχείς κινήσεις προς αποφυγή τραυμάτων, η όσφρηση και η
γεύση παγιδευμένες στη γεύση του ανασηκωμένου χώματος ο Πι, ο Φι, ο Λι και ο Νι
συνάντησαν Θεούς και Αγίους. Κι όμως ναι! Θεούς και Αγίους!
Μέσα από κάθε βαρελότο ξεπρόβαλε μια
θρησκευτική φυσιογνωμία της ιστορίας, κι επειδή σε τούτα τα μέρη η πλειοψηφία
ήταν χριστιανοί, έμεινε η πεποίθηση πως επρόκειτο για Θεούς και Άγιους του
χριστιανισμού. Καθώς λένε, η δύναμη της πίστης του χωριού ήταν τόσο μεγάλη, που
δεν θα επέτρεπε να έχει εμφανιστεί κάτι λιγότερο από Αυτούς, ή κάποιος
αλλόθρησκος Θεός. Σε κάθε βαρελότο ένας Θεός ή ένας Άγιος! Εδώ ένας αυτοσχέδιος
μυστικός δείπνος, εκεί ο Αβραάμ και αλλού η Παναγία, ο Μωυσής και κάποιος
φαρισαίος, σχημάτιζαν ένα παιχνίδι τύχης για την κρυμμένη φυσιογνωμία σε κάθε
τμήμα πυρίτιδας. Ο Πι, ο Φι, ο Λι και ο Νι στοιχημάτιζαν για το ποια φιγούρα θα
εμφανιστεί στο επόμενο πέταγμα. Ενώ, ο πάτερ Ραψωμανίκης κρυμμένος μέσα στο
αρκουδοτόμαρο του και παρέα με το κιάλι του, παρακολούθησε την τελετή βγάζοντας
τα απαραίτητα κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά συμπεράσματα.
Οι φιγούρες ζαλισμένες καθώς έβγαιναν από
τη χρόνια κατοίκηση τους σε κάποιον, μακρινό χωρικά και χρονικά, κόσμο, έκαναν
κινήσεις ξεμουδιάσματος, τεντώνονταν και έτριβαν τα μάτια τους, βγάζοντας τις
απαραίτητες κραυγές. Προς στιγμήν, και καθώς ο Πι, ο Φι, ο Λι και ο Νι είχαν
ξαμολήσει επαρκή αριθμό κροτίδων απελευθερώνοντας ισόποσες
ιστορικό-θρησκευτικές φυσιογνωμίες, φάνηκε σαν οι φυσιογνωμίες αυτές να
ξεχνούσαν τη συγκυρία που τις είχε γεννήσει και τη σειρά των γεγονότων που
είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Έτσι, κάποιος ανίδεος θα έβλεπε την Παναγία να
φλερτάρει έναν φαρισαίο, τον Άγιο Παύλο να κάνει ακροβατικά μαζί με τον Ευαγγελιστή
Ιωάννη, και τον Άγιο Πέτρο, οικονομολόγο στο επάγγελμα να συζητάει το
ενδεχόμενο επαγγελματικής σύμπραξης με τους δύο προηγούμενους, στην κατεύθυνση
της δημιουργίας εταιρείας θεαμάτων. Ο Ιωσήφ μάζευε πέτρες και ο Βαλτάσαρ
ετοιμαζόταν να δειπνήσει τρώγοντας κάποιο παρακείμενο ζωντανό. Αφού πέρασε
ποιος-ξέρει-πόση ώρα και αφού το πάζλ έτεινε προς συμπλήρωση, αφού μόνο ο
Ηρώδης και κάποιοι κομπάρσοι δεν είχαν προλάβει να εμφανιστούν, η μνήμη των
παρευρισκόμενων, αλλά και οι οδηγίες του Πι, του Φι, του Λι και του Νι έβαζαν
σιγά-σιγά τα πράγματα στη θέση τους. Έτσι, ο Χριστός ανέβηκε σε παρακείμενο
λόφο, ο Βαραβάς όλο συναίσθηση τον ακολούθησε, οι φρουροί μπήκαν στη θέση τους,
η Παναγία απηύθυνε χαιρετισμό.
Αφού λοιπόν τα σκηνικά άρχισαν να
στήνονται σαν σε ταινία αφιερωμένη στο Θεάνθρωπο, κάποιος από τους επισκέπτες,
άγνωστος μεταξύ αγνώστων ρώτησε: «Γιατί μας ξυπνήσατε; Τι καπρίτσιο είναι πάλι
τούτο; Κανονικά δεν θα έπρεπε ποτέ να επανεμφανιστούμε. Είμαστε με έναν τρόπο
ιστορικά και σημαίνοντα πρόσωπα. Είμαστε δηλαδή ιστορία! Δεν είμαι σε θέση να
γνωρίζω τι ακριβώς κάνω αυτή τη στιγμή εδώ πέρα, ανάμεσα σε σύννεφα σκόνης,
τρεις τύπους που θέλουν να καθαρίσουν το όνομα τους λέγοντας πως είναι οι 3
βασιλείς και όχι οι 3 μάγοι, ένα παιδί που δηλώνει θεάνθρωπος και κρεμιέται
αυτοβούλως από ένα δοκάρι. Ξέρω μόνο πως αυτό που συμβαίνει δεν μου αρέσει
καθόλου». Και τότε εκείνος που δήλωνε Θεάνθρωπος πήρε το λόγο και είπε «Εγώ, ως
απόγονος υψηλών ιδανικών και αποτέλεσμα της συνάντησης του Θεϊκού με το
ανθρώπινο στοιχείο, ως, δηλαδή, κάτι ποιοτικά διαφορετικό από τη μέχρι τώρα
πορεία της ιστορίας, μιας ιστορίας που έγραψαν κάποιοι άλλοι για εμάς, σας λέω
ότι είστε ελεύθεροι να πράξετε όπως εσείς θέλετε, όπως εσείς πραγματικά
πιστεύετε πως είναι σωστό, ή θα μιλήστε στον κόσμο για αυτήν την ιστορία που
εσείς, μόνοι σας ή με άλλους συνεργάτες, στήσατε, που μας φέρατε, δηλαδή, μέχρι
εδώ, ίσα-ίσα για να κάνετε το κομμάτι σας, ή δεν θα μιλήσετε, ή θα κάνετε ότι
ακριβώς θέλετε εσείς, σε κάθε περίπτωση, εμείς και μόνο εμείς, θα κρίνουμε αν
σας αξίζει αυτό το συμβάν, αν πρέπει να αναχθεί στη μοίρα, στην ποιότητα της
πυρίτιδας και της επιστήμης, στη θέση των πλανητών, ή αν ήταν απλώς μια δική
μας επιλογή, αν ακόμα μπορεί να ξαναγίνει και ποια θα είναι η θέση του εθίμου
αυτού στην κοινωνία σας και σε κάθε κοινωνία, αφού εγώ ξέρω καλύτερα από τον
καθέναν πως πρέπει να γιορτάζουν το θάνατο και την επιστροφή μου, σε κάθε
περίπτωση είστε ελεύθεροι, και τώρα μπορείτε να πηγαίνετε, εσείς οι τέσσερεις
που δεν καταδεχτήκατε καν να μας πείτε καν τοα ονόματα σας, αλλά βρήκατε πολύ
διασκεδαστικό να στήσετε ολόκληρο σκηνικό για την θρησκευτική ιστορία,
καταστρέφοντας τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής, σηκώνοντας σύννεφα
σκόνης, εσείς λοιπόν».
5.
Πι: Είδαμε το Χριστό!
Φι: Είδαμε και την Παναγία!
Νι: Ζωντανούς!
Λι: Την τύχη μας θα ζήλευε κι ο τυχερός!
Πι: Έτσι είναι η τύχη!
Φι: Αυτά φέρνει η ώρα!
Νι: Για να μας κάνει να αμφιβάλουμε!
Λι: Να αμφισβητούμε!
Πι: Τους μάθαμε ιστορία!
Φι: Τους δείξαμε πως να στέκονται!
Νι: Έμαθα στον Ιωσήφ την τέχνη!
Λι: Κι εγώ προειδοποίησα τον Βαλτάσαρ να
δώσει κάτι στο μωρό!
Πι: Μα να μην ξέρει ο Βαραβάς ότι
κρεμιέται;
Φι: Κι αυτή η Μαγδαληνή ήταν Μαρία!
Νι: Κι ο Παύλος να συμπράξει με τον
Ιωάννη;
Λι: Σε εταιρία τσίρκου;
Πι: Ευτυχώς που δεν συνέπραξε με τον
Ιούδα!
Φι: Μετά την αποχώρηση του πελάτη από το
ταμείο
Νι: κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται!
Λι: Είμαστε πιστοί ή δεν είμαστε;
Πι: Να πάμε στον πάτερ Ραψωμανίκη να μας
ξεματιάσει!
Φι: Στον πάτερ!
Νι: Μερακλής!
Λι: Μάγκας!
Πι: Όπως κι εμείς!
Φι: Δεν θα πιστέψει λέξη!
Νι: Να ρίχνουμε κάθε χρόνο!
Λι: Τουλάχιστον εκτονωνόμαστε!
Πι: Και μπορεί να τους ξαναδούμε!
Φι: Θα μας θυμιούνται!
Νι: Λες;!
Λι: Μακάρι!
Πι, Φι, Νι και Λι: μέρες που είναι!