Ελιά στην µύτη. Δεν µπορώ. Ελιά στην µύτη.

Κάποιες στιγµές µπορώ. Πες ότι θες. Όπως: µπορώ να πω ότι θέλω. Χέρι πάνω

στο µπούτι. Αφηµένο ήρεµα και το χτυπάει ο ήλιος. Δέντρα γύρω σκιές γύρω

πρόσωπά που εκφράζονται. Μια ακατέργαστη, χαοτική σύσπαση µυών. Μάτια.

Κάπως έτσι ο Henry Matisse είδε στον κόσµο ή όχι. Κάπως έτσι ξάπλωσε πάνω

στον κόσµο κι αφέθηκε όπως το χρώµα πάνω στον καµβά. Ουρανός.

Κάποιες στιγµές µπορώ να είµαι αυτός και κάποιες άλλες όχι. Να έχω µουστάκι

παχύ, καλυµµένο άνω χείλος ή όχι. Στεγνό απαλό δέρµα στο άνω χείλος. Στεγνό

δέρµα που λέµε: χαµόγελο. Σ’ αγαπώ έλα να µε φιλήσεις και µετά φύγε. Μετά

φύγε άσε µε να κυλιστώ πάνω στον στον στον… πες ότι θες.

Ίσως να πέρασε να έφυγε να πέρασε καθώς κυλούν τα χρώµατά του ακόµα επάνω

στα µάτια να πέρασε να έφυγε καθώς λένε όπως η ηλιαχτίδα πάνω στο παραθύρι

των ποιητών, στην σκαλωσιά των εργατών, στο πρόσωπο των κοριτσιών και στον

ιδρώτα των αγοριών, κάπως έτσι είδε τον κόσµο ή όχι και ξάπλωσε πάνω σε µια

λινή κουβέρτα αφηµένη πάνω στο χορτάρι και γλέντησε τους ίσκιους µε πλάγια

βλέµµατα στα κριθάρια, τρύπησε τον θάνατο µε το κριάρι της σκέψης κάπως

έτσι ξαπλώνει πάνω στα χρώµατα. Henry Matisse όπως λέµε: Κώστας,

Δηµήτρης, Αλέξανδρος. Κάποιες φορές µπορώ να πω ότι θέλω µε έναν τρόπο

που δεν τον ξέρω µετά. Δεν τον γνωρίζω µετά και λέω: χαρά και ηρεµία στο

καπέλο της δεσποινίδος µε τα φρούτα που τον κοιτάζει µε µια δρασκελιά πόνου.

Όχι ύπνου.

 Ας πούµε κάτι πάνω σ’ αυτό. Ας πούµε κάτι όπως: ευχαριστώ, ή έλα. Δεν

χωράει τίποτα. Η γλώσσα δεν αντέχει κάτι παραπάνω γιατί είναι βαριές λέξεις.

Ασήκωτες λέξεις. Φτιάξε µου ένα σαλιγκάρι απο χρώµατα. Σε παρακαλώ.

 Παλιά κοµµάτια χαρτί νοτισµένα απο τα χρόνια που κάθισαν πάνω τους. Και

παίρνεις το ψαλίδι και τα κόβεις κόβεις, απο εδώ απο εκεί, απο πάνω απο κάτω

γωνίες τετράγωνα κύκλοι. Όχι δεν είναι αυτό.

 Henry Matisse έλα έλα να σου δείξω πως λιώνει το παγωτό. Την σήµερον

ηµέρα οι άνθρωποι δεν έχουν γλώσσα. Έχουν ένα παχύ σαλιωµένο κοµµάτι µυ.

Σάλιο, πηχτό σάλιο απο τους καφέδες και τα τσιγάρα. Ιξώδες απο το αλκοόλ.

Αλκαλικό απο τα ναρκωτικά. Έλα να σου δείξω καθώς πέφτει η σταγόνα πάνω

στο παντελόνι και λερώνεται και ποτίζει και το χρώµα αποσυντίθεται για να

βρεθεί ένα καινούριο χρώµα εντελώς τυχαία πάνω στο κοµµάτι του κόσµου που

κάθεται στο παντελόνι µου. Κάπως έτσι είδε τον κόσµο ή όχι.

 Στιγµή στιγµή στιγµή που κάθεται σε µια καρέκλα και χαµογελάει. Απέναντί

του ένα δέντρο ένα σύννεφο ένα λουλούδι. Αυτό το λουλούδι αυτό το δέντρο

αυτό το σύννεφο είναι δικό µου. Έτσι είπε και ξεκίνησε. Είναι δικό µου ή για να

το πούµε καλύτερα: θα το κάνω δικό µου. Θα το δαµάσω. Τα χρώµατα ήταν το

πιο σηµαντικό. Αυτά τα χρώµατα που όταν κλείνω/κλείνει/κλείνουµε τα µάτια

ξεφεύγουν λιώνουν και ξεπηδούν τυχαία όπως ένα µικρό σιντριβάνι που µόλις

άνοιξε και µας έβρεξε.

 Εντελώς τυχαία τον φαντάστηκα και θυµήθηκα εκείνη την ελιά στην µύτη.

Είπα: ελιά στην µύτη. Θα είναι του Henry Matisse. Αυτού του ζωγράφου που

έζησε τα χρόνια του τα τελευταία πάνω σε αναπηρικό αµαξίδιο και έσκιζε

κοµµάτια χαρτί και έφτιαχνε σαλιγκάρια και φύλλα. Σίγουρα αυτουνού είναι. Και

δεν ήταν. Φυσικά και δεν ήταν. Είδα την φωτογραφία του.

2

Και φυσικά δεν ήταν δική του. Κανενός δεν ήταν. Ήρθε και κάθισε πάνω στην

µύτη σαν κουτσουλιά ή όχι. Έλα να µε δεις. Κάθοµαι πάνω σε µια ψηλή

σιδερένια καρέκλα και κοιτάζω τον κόσµο. Προγραµµάτισε, ονειρέψου

πιστοποίησε. Τίποτα δεν θα βρεις. Επίσης είναι δεδοµένο πως θα πεθάνω. Αυτό

είναι το όνειρο µου. Να πεθάνω όχι τώρα. Όχι εδώ.

 Απο µια πλευρά ίσως να φαντάστηκα τον Salvatore Dali και να είπα: Henry

Matisse. Τα χρώµατα είναι ίδια όπως ίδια είναι και τα χρόνια που περνούν και

τους έχουν θάψει κάτω απο χώµα, στεγνό χώµα και τα καινούργια µάτια τους

βλέπουν ξανά µε νέο τρόπο και θυµούνται πως κάτι υπήρξε απο αυτούς σαν

αστέρι που πέφτει κι αφήνει στον νυχτερινό ουρανό µια δρασκελιά αχνό πράσινο

ή κόκκινο. Έτσι µπαίνουµε στον καµβά τους και λέµε Henry Matisse εννοώντας

Salvatore Dali.

 Μακρουλό µουστάκι µυτερό στις άκρες. Δεν µπορώ. Μακρουλό µουστάκι

µυτερό στις άκρες. Αυτή την στιγµή είµαι εγώ και ονειρεύοµαι την στιγµή που

θα πω: Salvatore Dali.

 Απο την αρχή απο την αρχή. Δρόµοι πόδια φώτα. Σας αγαπώ. Τα λευκά σας

παπούτσια. Τα φειδωλά βλέµµατα που πυρακτώνουν κι η φωνή εξαγνίζεται στην

σιωπή. Πλησιάστε. Είστε αµυδροί και τα φώτα σας πνίγουν. Είστε µακρινοί.

 Καίω/καις/καίει. Είναι µια ίδια φωτιά κιτρινοκόκκινη και πέφτουµε στο κενό.

Του καθενός η ζωή είναι δική του. Πόνος στο στήθος. Σας αγαπώ. Πόνος στο

στήθος και δρόµος. Ελάτε ελάτε.

 Τα όνειρά µου. Είναι σε εκείνο το µέρος. Πάνω στην µύτη του µολυβιού. Η

στιγµές µου ένα θαύµα που δεν έρχεται. Μάλλον θα τραγουδήσω.

 Ένα παλιό τραγούδι που έχει καιρό να ακουστεί. Ξεχασµένο κάπου. Δεν ξέρω

απο πού ξεκινάει. Η αρχή του είναι δύσκολη. Μα και η σιωπή είναι µια δοµή

του ήχου και πολλά θυµίζει σε αυτούς που µπορούν να θυµηθούν.

 Λιωµένο ρολόι Salvatore κάτι ξέρεις εσύ και µιλάς για τον χρόνο δια των

αντιπροσώπων σου. Δεν υπάρχει δεν υπάρχει. Το χρυσάφι του είναι εκεί

ακατέργαστο ακόµα και εµείς δεν βλέπουµε τίποτα. Χρόνια το έλεγε και κανένας

δεν τον άκουγε. Η ελιά στην µύτη ήταν η αρχή. Θα έρθουν και άλλες

κουτσουλιές ή ελιές ή όχι. Όταν πέφτω έρχονται ανάποδα. Ας τις αφήσουµε εκεί

που τους αρέσει.

 Θα χορέψουµε τώρα αφού τις αφήνουµε πίσω. Θα τραγουδήσουµε και θα

χορέψουµε, είναι µοιραίο. Ένας ένας πάνω στο πάλκο. Θα χειροκροτήσουµε.

Τον καλύτερο. Τον χειρότερο. Ότι θέλεις. Έλα. Φωνή. Φωνή. Κάπου κάπου.

Φωνή.

 Ας πούµε κάτι καλύτερο. Η ελιά είναι του Salvatore. Κάποιος απο όλους

αυτούς θα την έχει. Θα την κουβαλά πάνω στην µύτη και θα τον κοιτάζουν. Δεν

είναι ανάγκη να πούµε µετά: Dali. Αλλά το είπαµε ποτέ;

 Όχι. Αυτό που είπαµε ήταν: Henry Matisse.