Φάνης Παπαγεωργίου
Μια
πολύ παλιά ιστορία
Στην
αρχή ήταν μόνο η γιαγιά μου, που σαν
στυλοβάτης κρατούσε το κορμί της σε
τεθλασμένη γραμμή. Όταν μιλούσε, αράδιαζε
με ακατανόητη χρονολογική σειρά, ένα
θείο πεθαμένο πενήντα χρόνια, την νεανική
της ομορφιά, το γαμήλιο ταξίδι, το ψωμί
πριν το χαλάσουν κι αυτό μαζί με τους
ανθρώπους. Ίσως να έφταιγε κιόλας το
ψωμί για το σημερινό χάλι, ή ο αέρας, ή
ακόμα το νερό που μας ποτίζουν. Εν ολίγοις
ξέμπλεκε τα νήματα και σύστηνε ένα
υφαντό με σταυροβελονιές και γιατί όχι
στραβοβελονιές, ακατανόητα χρώματα και
τεράστια κενά. Αυτή η διάτρητη στολή
άφηνε τον αέρα να την διαπερνά και έτσι
πότε δε σταματούσε το θρόισμα των φύλλων
της νεότητας ούτε και το πλατάγιασμα
της άφιξης κάποιων από τους νεκρούς, ο
οποίος την κόρταρε ή ήταν όμορφος νέος.
Έβαζε το παρελθόν να κουδουνίζει γλυκά
στις αποχετεύσεις και στις σωληνώσεις,
κούρδιζε τις αρθρώσεις της, και τις
μέρες με καλό καιρό το παρελθόν χόρευε
μαζί της στον ζωντανό ήλιο ή κάτω από
τα αστέρια. Τους γείτονες πάντως δε
φαίνεται να τους ενοχλούσε.
Ως
που μια μέρα και εξασκημένος καθώς ήμουν
στο ξεδιάλυμα των ιστοριών και το κολύμπι
στις θάλασσες παρελθόντων ετών ξεκίνησα
κι εγώ ο ίδιος να παραληρώ σε γεγονότα
του παρελθόντος λούζοντας τα με μια
εμβληματική σημασία ως που έφτασα στο
σημείο να τοποθετήσω ένα κομμάτι μάρμαρο
στο σπίτι, βγαλμένο ίσως από κάποιο
πάτωμα, ονομάζοντας το άγαλμα. Το άγαλμα
αυτό φαίνεται να συνταίριαζε όλες τις
ψηφίδες του παρελθόντος σε μια επιβεβλημένη
αρμονία, καθώς η ηλικία μου δεν με έτρεπε
προς την άνοια ή άλλες νόσους της εποχής.
Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, η προσοχή
μου με μιας γαντζώθηκε σε αυτή την
περίεργη συνήθεια των συνδαιτημόνων
μου, έτσι που κάθε πρόταση ξεκινούσε με
το θυμάσαι, ή το πριν, ή το τότε, ή άλλες
αντίστοιχες λέξεις που σήμερα πια δεν
μπορώ να θυμηθώ. Μια μέρα μάλιστα,
παρατήρησα κάποιον φίλο να αναζητά ένα
από καιρού μαραμένο λουλούδι, ή το φαγητό
που είχε φάει προ ημερών και του είχε
μείνει χαραγμένο στον ουρανίσκο. Η
συνήθεια αυτή έμοιαζε να έχει φύγει από
τα στενά όρια της αντίληψης μου, πολύ
περισσότερο από τα στενά ποταμάκια των
νευρώνων του μυαλού της γιαγιάς. Γινόταν
θα λέγαμε ένα μαζικό φαινόμενο.
Το
παρελθόν κινείτο ακατάπαυστα μέσα στους
λογής χώρους των πολυκατοικιών και
άλλοτε έμπαινε από το παράθυρο, σε σχήμα
ληστή, άλλοτε καταδυόταν από την καμινάδα
και κάποιες άλλες φορές γέμιζε τόσο
πολύ τις αντλίες και τους σωλήνες της
πολυκατοικίας που κοφτά ακουγόταν η
φωνή μιας νεαρής κοπέλας ότι τάχα
ζεματίστηκε, ενώ παλιά δεν ζεματιζόνταν
και άλλες φορές η γκρίνια ενός ζευγαριού
ότι το νερό κόπηκε, ενώ άλλες φορές
έτρεχε γάργαρο και δροσιστικό. Έφτασε
στο σημείο να ορίζει την άμπωτη και την
παλίρροια μέσω της κίνησης των λυμάτων
της πόλης. Ήταν φανερό πια πως η ανηλεής
κίνηση αυτή των υδάτων θα επηρέαζε τους
νησιώτες που έβλεπαν τα νησιά τους να
πνίγονται και να ξεραίνονται ανάλογα
με την ένταση της μνήμης και κάπως έτσι
ξεκίνησαν και οι ίδιοι να αναμοχλεύουν
το παρελθόν με τις καλές σοδειές και
τις ατάραχες ζωές. Οι προηγούμενοι
πρόεδροι της δημοκρατίας ξεκίνησαν να
οργανώνουν πολιτικές καμπάνιες
ενθυμούμενοι τα ωραία χρόνια της
προηγούμενης εποχής και οργανώνοντας
την αντίσταση στο «νέο», μολονότι δεν
ήταν τόσο νέο.
Οι
πρόεδροι των δημοκρατιών αυτού του
κόσμου αδύναμοι να κατανοήσουν τα
συμβάντα αποφάσισαν να κρατήσουν τις
σελίδες των ημερολογίων στάσιμες για
εύλογο χρονικό διάστημα. Ο κόσμος όλος
είχε κολλήσει στην αποφράδα, εκείνη,
ημέρα, ενώ λέξεις όπως σήμερα ή αύριο ή
θα είχαν χάσει εντελώς τη σημασία τους.
Δελτία ειδήσεων δεν πρέπει να μεταδίδονταν
στις τηλεοράσεις ενώ οι παλιές ταινίες
αποκτούσαν ακατανόητη λάμψη στα προσεχώς
των κινηματογράφων. Τη μέρα εκείνη, που
κράτησε περισσότερες, ίσως, μέρες, με
την τυπική σημασία της ανόδου και της
πτώσης του ήλιου, το πλήθος ήταν σε
αναβρασμό με τη γενικευμένη στασιμότητα
των γεγονότων. Πρακτικά τίποτα δεν
συνέβαινε ενώ έβλεπες ηλικιωμένους να
κάνουν σάλτους ή να κάνουν κωλοτούμπες,
να χορεύουν καν-καν και να φωνάζουν
εθνικοαπελευθερωτικά τραγούδια. Οι
νέοι θυμούνταν τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο
και ξεκίνησαν να βγαίνουν έξω καθημερινά
και η παραγωγή έπεφτε οδεύοντας στο
μηδέν. Κάποιοι μπουσουλούσαν μιμούμενοι
τις κάμπιες, ενώ έβγαζαν κραυγές. Οι
πρόεδροι της δημοκρατίας κέρδιζαν στο
καζίνο, καθώς ήταν καλοί αριθμομνήμονες,
ενώ τα μέντιουμ και τα συναφή επαγγέλματα
περιέπεσαν στην ανεργία.
Τα
ρολόγια, αυτά τα πεισματάρικα αντιδραστικά
όντα, αρνούνταν να αλλάξουν τροχιά,
μετρώντας κανονικά ώρες, λεπτά και
δευτερόλεπτα πέφτοντας στην ανυποληψία.
Στην προσπάθεια των ανθρώπων να τα
εκπαιδεύσουν στην αριστερόστροφη
τροχιά, εκείνα, είτε τα μέρη τους
τροχαλίες, τροχοί και παξιμάδια δάγκωναν
ακατάπαυστα τα χέρια των ανθρώπων
στέλνοντας τους στο νοσοκομείο. Αρνούνταν
ακόμα και να σταματήσουν, ενώ οι άνθρωποι
τους πέταγαν πέτρες και τα κλείδωναν
στα υπόγεια. Ως και αυτά είχαν αρχίσει
να αναπολούν τις παλιές μέρες της τάξης
και της σημασίας τους. Περιττό να αναφέρω
ότι μετά από εκείνη την περίοδο κανείς
δεν θυμάται πως φτάσαμε στο σήμερα, αλλά
πολλοί εικάζουν ότι ευθύνεται η γενναία
αντίσταση των ρολογιών.