Η γιαγιά μου ήταν υπηρέτρια. Για τριάντα πέντε χρόνια δούλευε σ’ αυτό εδώ το κτήριο. Ήταν παλιό αρχοντικό, έπειτα το νοίκιασε ο Δήμος για εκθεσιακό χώρο και όπως βλέπεις τώρα, έγινε trendy restaurant.
Ο παππούς μου ήταν οδηγός τους. Σκοτώθηκε στα Τέμπη σε τροχαίο, σ’ ένα ταξίδι με μια απ’ τις κυρίες τους στη Θεσσαλονίκη. Βούιξε ο τόπος τότε, ότι ήταν εραστής της. Υπήρξε κούκλος ο παππούς μου, είχε αφήσει εποχή η γοητεία του, έμοιαζε στον Χάρισον Φόρντ.
Αυτή σώθηκε η “καριόλα”. Έτσι την αποκαλούσε η γιαγιά μου από πίσω, όταν δεν άκουγε κανείς. Μπροστά της βέβαια, “κυρία και κυρία” και “μάλιστα κυρά μου”, μηχανικά πετάγονταν οι λέξεις από τα σφιγμένα χείλη στο χαμηλωμένο της πρόσωπο καθώς έκανε κι έναν γρήγορο έλεγχο για κανένα ξεχασμένο λεκέ στο πάτωμα. Η γιαγιά ήξερε για τη σχέση τους βέβαια, μη σου πω ότι αυτή τον έσπρωξε στην αγκαλιά της, μπας και την κατάφερνε να του ανοίξει εκείνη την ταβέρνα που ονειρευότανε… Αλλά που; Αυτός την ερωτεύτηκε τρελά, την κυρία. Που τον έχανες που τον έβρισκες πίσω απ’ τον μεταξένιο ποδόγυρό της έτρεχε, τη φιλντισένια της λευκότητα ονειρευόταν, την ευωδιά απ’ τα υπέροχα μαλλιά της είχε στα πνευμόνια του. Το γέλιο της κρατούσε φυλαχτό στο μαξιλάρι του. Έσκαγε απ’ τη ζήλεια της η μεγαλύτερη αδερφή, που ήταν και κακομούτσουνη και κακιά και απ’ ότι έχω ακούσει από διάφορα κουτσομπολιά πέθανε παρθένα. Έσκαγε κι η γιαγιά μου κι όλο τσιγκλούσε τη μεγάλη, με ψεύτικα κλάματα και υστερίες, σκουπίζοντας νευρικά τα χέρια της στην υγρή ποδιά, παραπονιόταν για τη φτώχεια της την καταραμένη κι έψεγε τάχα την πλούσια μικρή κυρία που της ξελόγιασε τον άντρα. Κι άλλοτε με συγκατάβαση και δήθεν μεγαλοψυχία του τύπου: “Τι να κάνει κι αυτός, άντρας είναι, κι η μικρή κυρά “ένας άγγελος, πανάθεμά την!! ”εξόργιζε περισσότερο την άλλη. Αυτό το “άγγελος” , τσεκουριά που έκοβε στα δυο το στέρνο της μεγάλης. Ένας επίμονος τραχύς βήχας την έπνιγε κι ένας χοντρός, σαν από καραβόσκοινο καμωμένος κόμπος στο λαιμό, της έκοβε τη θυμωμένη ανάσα της μέχρι να της φέρει η γιαγιά νερό στο κρυστάλλινο ποτήρι και να της χτυπήσει την πλάτη. “Χριστός κυρά μου, Χριστός, τι σ’ έπιασε;” Αφού την έσωζε προσωρινά, συνέχιζε απτόητη με πείσμα ακτινοβόλο και λόγια μελετημένα: “Εγώ είμαι διατεθειμένη να τα ξεχάσω όλα, να μην πω τίποτε σε κανέναν για τη μικρή κυρία, φτάνει να με βοηθήσεις να φύγουμε από δω, ν’ ανοίξουμε το ταβερνάκι, να δουλεύω για τον άντρα μου κι εσύ κυρά μου θα βρεις άλλη υπηρέτρια και προπαντός ανύπαντρη, μην σου πω και ορφανή, τόσες κοπέλες έρχονται στην πόλη”. Όμως εκτός από κακομούτσουνη ήταν και τσιγκούνα η μεγάλη κι όπως είναι γνωστό από πάντα, η τσιγκουνιά κυριαρχεί σε κάθε ζήλεια, υπερτερεί κάθε κακόβουλης επιθυμίας. Ο βασιλιάς των εμμονών είναι η τσιγκουνιά, κανείς ως τώρα δεν την έχει εκθρονίσει.
Έτσι ξεγελούσαν τα χρόνια κι η γιαγιά έβραζε στη φτώχεια της και στα βραστά νερά της μπουγάδας, η κακομούτσουνη έβραζε στο ζουμί της και μόνο ο “άγγελος” και ο όμορφος παππούς μου αγγίζανε όποτε τους δινόταν η ευκαιρία τη λευκή, δαντελένια ούγια της ευτυχίας.
Ώσπου σκοτώθηκε ο παππούς και κάηκαν ολοσχερώς τα φτερά του “αγγέλου”, ξέφτια από στάχτη γίνηκαν οι προσδοκίες της γιαγιάς. Η μικρή κυρία δεν ξαναβγήκε απ’ το σπίτι. Βολτάριζε όλη νύχτα στον κήπο, αφουγκραζότανε τη διαπνοή των δέντρων, έκλαιγε μαζί με τις δεκαοχτούρες και στο γυρισμό έγδερνε τις παλάμες της στη μάντρα. Τη μέρα κοιμότανε με χάπια. Η κακομούτσουνη γελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια της κι η γιαγιά μου μετά την εξάντληση της μέρας κοιμόταν στο σκληρό μαξιλάρι της ανάγκης. Με τη δουλειά της όμως μεγάλωσε και σπούδασε την κόρη της, τη μάνα μου δηλαδή. Ευτυχώς η μάνα μου ήταν καλή μαθήτρια, πέρασε νομική και αργότερα στις εξετάσεις για να γίνει συμβολαιογράφος, αρίστευσε. Επιτέλους η γιαγιά είχε κάτι για να υπερηφανεύεται.
Όταν ήμουν οχτώ χρονών με πήρε μαζί της μια μέρα στο νεκροταφείο για ν’ ανάψει το καντήλι του παππού. Α! το έκανε το καθήκον της σαν σωστή χήρα, όλα τα χρόνια που τη θυμάμαι… Καθώς περνούσαμε από έναν κατάλευκο τάφο – που σε μένα φάνταζε, σαν κουκλόσπιτο καμωμένο από πάγο- με δυο φωτογραφίες, μιας όμορφης και μιας άσχημης γυναίκας, η γιαγιά κοντοστάθηκε για λίγο, χαμογέλασε με χείλη ζαρωμένα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, με μάτια που σπίθιζαν και μου είπε: “Τις βλέπεις; και οι δυο εδώ είναι… Τις είχα καταραστεί και τις δυο να πεθάνουν από καρκίνο. Κι έτσι έγινε. Σ’ ένα χρόνο ξεπαστρεύτηκαν και οι δυο. Με άκουσε ο θεός…” Ανατρίχιασα, πιο πολύ γιατί δεν ήξερα τη λέξη “καρκίνος”, αλλά δε μίλησα καθόλου, όπως μου είχε μάθει η μάνα μου από μικρή να κάνω κυρίως μπροστά στη γιαγιά… Κυνήγησα μια πεταλούδα μέχρι τον τάφο του παππού κι έπειτα εκβίασα ένα σιγανό, πανέμορφο κλάμα.»
Έτσι τελείωσα την αφήγηση. Ο Μάριος που όλη αυτή την ώρα με άκουγε με ευλαβική προσήλωση , ήπιε μια γουλιά απ’ το λευκό κρασί και με ρώτησε:
-Και η γιαγιά σου τι απέγινε;
-Α! τη γιαγιά την σκότωσε ένα μηχανάκι τη μέρα που πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Έτρεχε να το πει σε μια γειτόνισσα, μακρινή συγγενή των αφεντικών της και δεν κοίταξε καθόλου στο δρόμο.
Αμέσως μετά ο Μάριος έγινε πιο τρυφερός και πιο τολμηρός.
Επιβεβαιώθηκε για τρίτη φορά – αφού ο Μάριος είναι ο τρίτος υπέροχος άντρας που γοητεύω μ’ αυτόν τον τρόπο – η υποψία μου ότι ηαλήθεια της αφήγησης είναι σαγηνευτική. Κάθε αλήθεια είναι ένα μικρό σκάνδαλο γράφει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και δεν έχει άδικο. Τα σκάνδαλα κεντρίζουν τις αισθήσεις.
Να θυμηθώ να περάσω απ’ το νεκροταφείο ν’ ανάψω ένα κεράκι στη γιαγιά. Χάρη στη δική της
αλήθεια, δε χρειάζεται να σκέφτομαι ούτε να μιλώ για την ανιαρή κι ανάξια λόγου δική μου…