[Το τέλος μιας Εδέμ]

Πέρας, πέρας στα ες αεί
και στα Αδάμ

πού ει και στις
περιπατητικές φωνές

που βροντούν στο δειλινό.

Ν’αντιγυρίσουν πισώπλατα
τα κύματα

τον δρόμο τους και τα
κάστρα κι οι γραφές

στην άμμο παραχώματα
και στον βυθό

πάνω σε ανέμους αλύγιστους
κι αληγείς

από τ’αριστερά στα
δεξιά να ξηλωθούνε

και τα κλαδιά να γίνουν
σπόροι και όταν

τα φάνε τα πουλιά να
πέσουνε σαν φύλλα

και να σκουπιστούν κι
αυτά από το μέγα

σάρωθρον του ήλιου που
σκεβρώνει

σ’ασθενικό αστέρι, σε
μελανή τελεία.

Κι η κραυγή θα γυρίσει
στην ηχώ της

σε νέο τόπο σε νέο είναι
μέχρι τον νέο

Αδάμ κι όλα τα νέα ες
αεί.

Μα έως τότε πέρας και
αμήν.

[Η ταφή του ζώντος]

Εδώ, ενθάδε κείται , πιο
κάτω και βαθιά

από κάθε γούστο αίματος,
διόλου άγουρος

μα νεότερος από κάθε
παρακμή.

Ένα εκατοστό η απόσταση
του εαυτού

από το δέρμα του αρκεί
και αφθονεί,

τρυπώνουν τα συντηρητικά
φαρμάκια

την ελάχιστη στιγμή
που τα χέρια και

τα νερά χωρίζουν, όσο
κι αν κατάματοι

οφθαλμοί τρέχουν να
συναντηθούνε

στο εξής όλες οι
παλίρροιες αμηχανούν.

Βασκανεμένος κι
αναπάντητος, ενθάδε κείται.

Μπατάλικο αίσθημα
μεσημεριού, ήταν Αύγουστος

και ζήτησε πέντε λεπτά
ακόμη πριν τον κοιμητήριο

κτύπο. Έτσι γνώρισε το
χώμα που ακινητεί,

τις χούφτες που πέφτουν
στις πλάτες του βουνά,

αίσθημα που ετάφη
ζωντανό δίχως να’ χει τελειώσει.

Κι οι βολβοί του
ορθάνοιχτοι προβολείς, ανησυχούν

φωτίζουν ανελέητα τα
σπλάχνα μας, οικτίρουν

την προσπάθεια τους ν’
αγαπήσουν δίχως πένθος.

Ώσπου να πουν ενθάδε
κείμαι και προσδοκώ

ανάσταση νεκρών ενσώματη
ή με μετενσάρκωση.

[ὄνομα
δ’ Ὀ
]

Οφείλω να μελετήσω μια
ζωή δίχως εσένα

κουβαρίστρα τ’ αλφαβητάρι
μου ν’απλωθεί,

στα δίχτυα του κι ο
δείκτης μου να διστάζει ένα

μοιραίο δευτερόλεπτο
πριν μαγκωθεί στ΄όνομα·

τ’ όνομα τ’ ανεπίκλητο
που στριφογυρνά στην

άκρη της γλώσσας και
την σφενδόνη πάντα

του πρώτου του γράμματος
γλείφει κυκλοδίωκτο ,

τ’ όνομα που πίπτει στο
χαίνον του αρχικού του.

Οφείλω να μελετήσω μια
ζωή δίχως εσένα

ο πρώτος μου έρωτας
κοντοστάθηκε περί

το τέλος του αλφαβήτου·
το αρχικό σου

μου πέρασες δαχτυλίδι.

Ποια μεγαλύτερη σκλαβιά,
να οφείλω

να μάθω απ’ την αρχή τα
γράμματα κι

όταν σε ξανασυναντήσω
να οφείλω

με το δαχτυλίδι σου
ν’αρμολογήσω

επιφώνημα, επίκληση,
άρνηση

και νέους ανθρώπους να
ορίσω.

Με το δικό σου άρθρο
ποιος

θα γίνει
όμοια ουσιαστικός;