ΔΙΑΦΑΝΗ
Η
βρύση της κουζίνας έσταζε κι ο ήχος
εισχωρούσε στο δωμάτιο, τύμπανο που
συνόδευε τα βήματά της προς την αγχόνη.
Τριγύρω το πλήθος ούρλιαζε σε έκσταση
επιδοκιμάζοντας την καταδίκη. Tους
κοίταξε έναν-έναν, ήταν όλοι παρόντες.
Εκείνος, ο τελευταίος εξ αυτών, στεκόταν
στο ικρίωμα και τη περίμενε, φορούσε
κουκούλα, από τα μάτια τον αναγνώρισε,
αυτά τα μάτια του τα διάφανα, τα θρασύδειλα.
«Στην κρεμάλα» ακούστηκε η φωνή του
συμμαθητή της που την είχε πρωτοφιλήσει
στο δημοτικό, «πάρε κι αυτό» της φώναξε
εκείνος ο ρομαντικός και συνεσταλμένος
φοιτητής, που την είχε αφήσει να κοιμηθεί
μόνη μετά την πρώτη της φορά, και της
πέταξε στο πρόσωπο μια μαργαρίτα χωρίς
πέταλα.
Η
βρύση έσταζε. Αν μπορούσε να σηκωθεί
από αυτή τη βαριά πολυθρόνα θα πήγαινε
στην κουζίνα, θα έπαιρνε ένα μαχαίρι,
θα χάραζε τη φλέβα της κι ύστερα θα
έφερνε την ανοιχτή σάρκα κάτω από τη
βρύση, να στάξει το νερό, να μπερδευτεί
με το αίμα της, να αραιώσει η μνήμη. Αν
χτυπούσε το τηλέφωνο ή το κουδούνι, τότε
σίγουρα θα σηκωνόταν από αυτή τη βαριά
πολυθρόνα. Ίσως και όχι. Αν ήταν εκείνος,
τι να του πει. Ας ήταν εκείνος και κάτι
θα έβρισκε. Όχι όμως το κουδούνι, δεν
θέλει να αντιμετωπίσει αυτά τα διάφανα
μάτια του, προτιμά το τηλέφωνο.
Η
βρύση δεν ακούγεται καθαρά, μπερδεύεται
ο ήχος με αυτόν στα μηνίγγια της. Στα
χέρια της κρατά ένα φακό και τον
αναβοσβήνει, δε θυμάται πόσες ώρες.
Ρίχνει τη φωτεινή δέσμη στον απέναντι
τοίχο, πάνω στη θαλασσογραφία με το
καράβι, ο φωτεινός κύκλος μοιάζει με
προβολή ταινίας, από εκείνες τις
οικογενειακές με χαρούμενες στιγμές
γενεθλίων και διακοπών, που ο σκύλος
προσπαθεί να φάει την κάμερα και όλοι
χαμογελούν ανέμελα, τους βλέπει να
τρέχουν πάνω στο τσακισμένο καράβι, ο
σκύλος κολυμπά στα κύματα, ο συμμαθητής
της, κι εκείνος ο ρομαντικός, κι άλλοι
που τη πόνεσαν πολύ, προβάλλονται έξω
απ’ τον πίνακα στον γυμνό τοίχο, εκείνος
φοράει κουκούλα. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει
τα μάτια του.
Οι
σταγόνες χτυπούν ανάλγητα στο μεταλλικό
σκεύος. Θα του έχουν προκαλέσει μια
μικρή πληγή κι όταν αργότερα το πλύνει
θα πονέσει πολύ. Θα το πλύνει με προσοχή,
τρυφερά, και θα το σκουπίσει με μια απαλή
πετσέτα. Η μπαταρία του φακού τελείωσε.
Όταν σηκωθεί από αυτή την πολυθρόνα θα
πεταχτεί μέχρι το περίπτερο να πάρει
μπαταρίες και τσιγάρα. Η ίδια δεν
καπνίζει. Θα πάρει τη μάρκα του και θα
τα αφήσει στο τραπεζάκι. Λατρεύει να
βλέπει τον καπνό να μουτζουρώνει τα
διάφανα μάτια του.
Η
βρύση στάζει. Δεν αντέχει άλλο σ’ αυτή
την πολυθρόνα. Το τηλέφωνο δεν χτυπά,
ούτε το κουδούνι. Η μπαταρία του φακού
τελείωσε. Ο σκύλος πνίγηκε και το καράβι
βυθίστηκε αύτανδρο. Ο περιπτεράς τής
θυμίζει τον συμμαθητή της. Το μεταλλικό
σκεύος γλύφει την πληγή του.
Σηκώθηκε.
Πήγε στην κουζίνα και πήρε ένα μαχαίρι.
Χάραξε βαθιά την επιδερμίδα ενός
κατακόκκινου μήλου και έκλεισε τη βρύση.
1η δημοσίευση περιοδικό θράκα, τεύχος 7