Αχλέμ
Αχλέμ,
ποια
γλώσσα θα βρεθεί για να σε τραγουδήσει
ποιο
χώμα θα απλωθεί να σε γλιτώσει
από
τη λαιμαργία του νερού
Αχλέμ,
ποια
πόρτα θα βρεθεί για να σου ανοίξει
ποιο
χέρι στοργικό να σε αγγίξει
και
να πει:
κόπιασε
κι ό,τι δεν έχω ας μοιραστούμε
Αχλέμ,
ποια
μνήμη σου ζεσταίνει την καρδιά
και
ποιο τραγούδι
που
στα σκοτάδια μέσα σου βάζει φωτιά
πόσα
χιλιόμετρα μακριά είναι τα μάτια εκείνα
που
κάποιο αμήχανο πρωί μπροστά σου θα
σταθούν
κι
όσα ονειρεύεσαι ένοχα τη νύχτα
θα
βρουν τον δρόμο τους, στην άκρη των
χειλιών
Πέρα
απ’ τ’ ανθρώπινα
πέρα
απ’ τις τσιμεντένιες καλημέρες
κι
απ’ τους ηλεκτρικούς συρμούς των
υπογείων
πέρα
απ’ τις λαϊκές Τετάρτες
των
μουντών και υπαιθρίων αγορών
έξω
απ’ τις συνήθεις εξαρτήσεις
κι
απ’ όσα κατοικούν στα παγωμένα μάτια
σου
έξω
απ’ τον Χρόνο που ‘χω αγκαλιάσει μ’
ηλεκτρόδια
κι
απ’ τη ρουτίνα που ονομάζουμε ζωή
βρίσκονται
κάτι σπαρμένες ορεινές αναβαθμίδες
αχειροποίητα
σκαλιά στη ράχη των βουνών
πάνω
από το χάος που κυοφορεί την πτώση
πριν
απ’ την πτώση που κυοφορεί τον θάνατο
χάσκουν
στα δόντια του γκρεμού κι ορίζουν
μια
ανηφοριά πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα
Τα
μάτια κοιτούν εκεί που θέλουν
βρέχει
και
στις σταγόνες της βροχής
διαθλάται
το φως του γέλιου σου
γεννά
καλειδοσκοπικά μοτίβα
στις
τζαμαρίες των οριστικά κλειστών
καταστημάτων
ένα
παιγνίδι με τα χρώματα, Τετάρτη μεσημέρι
μια
οπτική παραίσθηση που ακολουθώ όπου
πάει
Κωλέττη,
Σόλωνος κι Ακαδημίας
περπατήσαμε
μαζί
όπου
βροχή και χρώμα
δυο
αναρχικές σχισμές τα μάτια
κοιτούν
μονάχα εκεί που θέλουν
κι
αδιαφορούν για τους συμβιβασμούς της
αστικής ζωής
όπως
η επιμονή των διαβατών
που
σαν περπατούν, κοιτούν μόνο μπροστά
τους
τα
μάτια κοιτούν εκεί που θέλουν
και
τα δικά μου κοιτούν εντός σου
βρέχει
και
στις σταγόνες της βροχής
διαθλάται
το φως του γέλιου σου