ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΜΕ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ ΤΗΝ ΜΙΛΙΑ
Δυο
μεσήλικες άνδρες, όμοιοι σαν δυο σταγόνες
νερό μα όχι ίδιοι, κάθονται στο παγκάκι
κάποιου πάρκου. Είναι πρωί και οι διαβάτες
που τους προσπερνούν δεν είναι λιγοστοί.
Οι άνδρες δεν κοιτιούνται. Έχουν το
βλέμμα στραμμένο εμπρός. Ο ένας ρίχνει
πού και πού λίγο ψωμί στα περιστέρια. Ο
άλλος κρατά μιαν αδειανή μπουκάλα.
Ξαφνικά μετά από ώρα σιωπής, ξεκινά μια
στιχομυθία σχεδόν ακατάπαυστη. Η εξής:
-Ξένος
είμαι στο σπίτι μου ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου
-Σαν
βγεις στον πηγαιμό για το ρυάκι να μην
εύχεσαι τίποτα μόνο το νεράκι να
ξαναδοξάζεις.
-Τι
είν’ η τόση λογική;
–Ο
ήλιος είναι τ’ ουρανού κι η σκέψη του
ανθρώπου
-Δεν
είναι μια πετυχημένη παραφροσύνη;
–
Καταλήγω πως η μια αλήθεια είναι το
χιούμορ της άλλης.
-Να
ιδούμε αν η Άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρά
μας.
-Είμαι
ένα ερείπιο που διαρκώς λουλουδίζει
-Η
Ιστορία τελικά συναναστρέφεται αγάλματα.
Έτσι δεν είναι;
-Εννοείται!
Η ιστορία δεν μας περιμένει στη στάση
του τρόλεϊ.
-Η
εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
-Στο
χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.
-Μπορείς
όμως να κόψεις ένα τριαντάφυλλο απ’ τη
λέξη τριανταφυλλιά;.
-Τι
αφλογιστία να γράφουμε ποιήματα!
-Κι
ο ποιητής τι κάνει θα μου πεις;
-Αυτός
κοιτάζει να στερέψει τις πηγές της
τρέλας.
-Ο
Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση
-Ας
είχα λίγες λέξεις αλλιώτικες να άλλαζα
τα επώνυμα της αγωνίας να πήγαινα πιο
πέρα κι απ’ του σκύλου την απλότητα για
να ’χτιζα κι αλλιώς το πεπρωμένο
-Να
φύγου να φύγου απ’ τη γλώσσα
-Εβγάτε
όξω ρε μανάρια από τις λέξεις, εβγάτε
όξω δίχως πουκάμισα, στους μεγάλους
αγώνες της ορατότητας.
-Να
φύγου να φύγου απ’ τη γλώσσα
-Τραυλίζοντας
οικουμένη καθώς η πραγματικότητα
χωλαίνει.
-Είμαστε
ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ
–Η
ζωή μας προτρέπει σταθερά να το ρίξουμε
στα ανέκδοτα
-Είμαστε
όμως τυχερά απελπισμένοι
-Έχουμε
γαλάζιο αντικλείδι
-Μες
στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι
-Μη
συναρμόζεις πια φωνήεντα και σύμφωνα,
έβγα στη βρύση της λαλιάς με ένα τίποτα….
-……..με
το ευρύχωρο βλέμμα σου νοικιασμένο στο
θάνατο
(με
μια φωνή)
Η
γραπτή ποίηση σωριάστηκε στο στήθος
μου σαν ένα τίποτα!
-Η
αγωνία μου υψώνεται ως τα εδελβάις άνθη
-Τραγουδώ
τους πεσμένους προπάτορες
-Είμαι
των άστρων ο σκύλος
-Με
τα μάτια κοιτάζω ψηλά
-Με
τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη
(με
μία φωνή)
Έγραψα
ποίηση – με άλλα λόγια Συνεργάστηκα με
το μηδέν.
Η
στιχομυθία αυτή δεν ακούστηκε παρά
μονάχα στις ανάσες και τις σιωπές των
δυο αντρών. Μάλιστα διήρκεσε, όσο χρόνο
χρειάστηκε να ειπωθούν τα παρακάτω
λόγια, τα μόνα που ακούστηκαν από τους
δυο άντρες:
-Δε
σε βλέπω απόψε καλά. Τι έχεις;
-Έχω
ύπαρξη. Εσύ;