Πατρίτσια Αϊβαλή
Τρία ανέκδοτα ποιήματα
ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ
Αχνιστός καφές στο τραπέζι,
κόκκινο σεντόνι κουρτίνα
και το τριαντάφυλλο ένδοξο ,
διαιτητής της σχέσης.
Διακοπή στις ματιές τους
οι τρυφεροί ήχοι.
Στροφή.
Τίναγμα και δίλημμα.
Δεξί βήμα, ελεύθερη ανάσα.
Αριστερό βήμα, λαβωματιά και εγκλεισμός.
Ο καφές, δικαστής
κι ένορκοι η κουρτίνα.
ΧΡΕΟΣ
Ψυχή μου φύσα προσευχή να τιθασέψω
φωτιές, που γκρέμισαν παλαίστρες να παλέψω.
Στρογγύλεψε ο ουρανός, γλιστράμε κάτω.
Κερί αναμμένο κράταγα. Θυσία. Πάρ’ το.
Κατέβηκα τις γέφυρες, ψάχνω βοήθεια.
Παγίδες κι αναθέματα – παλιά συνήθεια.
Οφείλω χρέος βαρύ, με χρώματα να βάφω
άλλη ζωή που ζει στης λάσπης μας τον τάφο.
ΑΝΑΠΝΟΗ
Τα ήμερα ερήμωσαν
Πριν από λήθαργο αξύπνητο,
συνετά τακτοποιώ τον ουρανό μου
– θα ‘ρθουν επισκέπτες
στους θρόνους που έχτισα.
Αναρτώ φέγγος χλιαρό,
το Σύμπαν ξεπεζεύει,
βουλιάζουν οι χρόνοι
σε ανάγνωση κλεμμένων νανουρισμάτων
με υπόκωφα τραγούδια στην ελάσσονα.
Ακούω τον ήχο τους
όταν καταπίνουν τις άθλιες ιστορίες
και τα μαντάτα που φέρνει ο νοτιάς
φυσούν και με μετακινούν.
Στην παράνομη δυσωδία της αποχαύνωσης,
μέσα στο σκοτάδι,
ξέχασα την έμπνευση
και άφησα αδιάβαστες τις καλύτερες ιστορίες.
Τις καλύτερες ιστορίες των ανθρώπων.
Τ’ ανήμερα ημέρεψαν.