α΄
Ενυπάρχω
εν τη ύλη της σαφήνειας
και
υπάρχω για να μαρτυρήσω.
Ένα
δένδρο μακριά σ’ ένα φόντο δειλινού
πάλλεται.
Τι
θαυμαστό! Τι θαυμάσιο! Γύρω του αέρας
και
κάπου μακριά
κάτι
ευθείες από δένδρα και χρώματα του
κόσμου.
Περπατώ
στην λεωφόρο, γεμάτος αισιοδοξία
και
μέθη για σένα που τυρρανικά υπακούεις
στην
κλαυθμυρή γρηγοράδα του λόγου μου.
Το
πρωί δεν προλαμβάνω
το
ξύπνημά σου και τώρα που το φέρνω εικόνα
λίγο
μένει η γεύση από το περπάτημά σου
και
η οσμή του χώρου – μυρωδιά γιασεμιού.
Είναι
καλύτερα που έφυγες τότε.
Θυμάμαι
την ώρα και το σκηνικό αυτής της ώρας
που
ντυμένη σ’ ένα πράσινο παλτό
άθλιο
και αξιοπρεπές μαζί
με
κοιτούσες και έκλαιγες.
Πώς
είναι δυνατόν να κλαίνε οι άνθρωποι από
ασχήμια!
Πάντα
λέω ότι το σπίτι το ισόγειο
είναι
αιτία και αιτιατόν
πολλών
καταστροφών στην πόλη.
Υπαινιγμός
για κάτι που φαίνεται εύκολο
και
όμως δεν είναι παρά η δυσκολία στο να
υπάρχω
εν τη ύλη της σαφήνειας.
β΄
Το
φεγγάρι γυμνό γύρισε πίσω και κοίταξε
τον άνδρα
που
στεκόταν ψηλά στο παράθυρο.
Κρυφομιλούσε
σκεφτικός
στην
απέναντι όχθη σκεφτικός.
Κρίνα
στην απέναντι πεταμένα.
Κράτα
την πόρτα ανοιχτή
και
το ασημένιο κάτω στο νερό, φαντάζει πιο
ασημένιο
από
την πλευρά του γεφυριού πιο ασημένιο
πιο …………..
Οι
δίπλες στην ύφανση, μη ξεγιελιέσαι
είναι
από την ανυπομονησία που απλώνεται.
Στριφογύρισε
το σώμα δυνατά.
Το
φεγγάρι δεν είναι παρόν.
Τα
ασημένια νερά της πόλης, έκλεψαν την
παρουσία του.
Τώρα
μονός θα μ’ αγκαλιάσεις και μόνος θ’
ανάβεις στο σώμα μου
ψηλά,
γυμνός με τις παλάμες γεμάτες κύμινο
και γιασεμιά.
γ΄
Είμαι
βιαστική.
Δεν
θα καθήσω.
Να!
Είμαι εκεί στην γωνιά ορθή
κοιτώντας
τη δύση του ήλιου.
Όταν
ανοίξω την πόρτα, ο θόρυβος από τον όχλο
που περνά
χαμηλά,
στα βάθη αυτού του σπιτιού θα ρίξει μια
ερώτηση
σαν
ταχυδρομικό δέμα και θα φτάσει πριν από
μένα
στον
προορισμό του.
Έχω
κατέβει τις σκάλες.
Οι
ορδές
θα
με παρασύρουν και το φρένο της σύνεσής
μου
θα
προμεταΰστερα γεμίσει τις φλέβες μου
με αίμα
κατάλληλο
για επιβεβαίωση της προανάθεσης
προτεραιότητας.