Θοδωρής Νταλούσης, Αναχώρηση

Γέμισε την κούπα
με καφέ, στάθηκε στην άκρη της αυλής του
και ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της
ημέρας κοίταξε έξω, το δρόμο. Τα αποδημητικά
πουλιά επέστρεφαν προς το Βορρά. Ο
ταχυδρόμος έριχνε στο γραμματοκιβώτιο
επιστολές για τον απόντα παραλήπτη. Το
νεαρό ζευγάρι αντάμωνε κάτω απ’ το
στύλο της Δ.Ε.Η.

Ψαχούλεψε
τις τσέπες, δίπλωσε το γιακά, έστρωσε
τα γκρίζα μαλλιά του. Κάτι ήθελε να κάνει
– είπε πως θα θυμηθεί αργότερα. Ήπιε
μια γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο
κοιτώντας το λυκόφως που έριχνε έναν
κοκκινωπό μανδύα φωτός στα πράματα της
φύσης.

Οι οικοδόμοι
άρχιζαν άλλο ένα κοπιαστικό οκτάωρο. Ο
ταχυδρόμος έριχνε στο γραμματοκιβώτιο
επιστολές για τον απόντα παραλήπτη. Το
νεαρό ζευγάρι αντάλλαζε χάδια κάτω απ’
το στύλο της Δ.Ε.Η.

Ψαχούλεψε τις
τσέπες, εκ των οποίων οι δυο είχαν
τρυπήσει. Δίπλωσε τον τριμμένο γιακά,
έστρωσε τα άσπρα μαλλιά του. Έκανε να
μιλήσει στον εαυτό του για μια οφειλή
που εκκρεμούσε απ’ τα παλιά μα η μνήμη
δεν τον βοηθούσε πια να θυμηθεί. Τα
τσιγάρα είχαν τελειώσει. Με τρεμάμενο
χέρι βάσταξε την άδεια κούπα κοιτώντας
προς την ανατολή, όπως ριχνόταν το πρώτο
φως της ημέρας στα πράματα της φύσης.

Οι οικοδόμοι
τελείωναν άλλο ένα κοπιαστικό οκτάωρο.
Τα αποδημητικά πουλιά έφευγαν προς το
Νότο. Ο ταχυδρόμος έριχνε στο γεμάτο
γραμματοκιβώτιο επιστολές για τον
απόντα παραλήπτη. Το νεαρό ζευγάρι
μάλωνε κάτω απ’ το στύλο της Δ.Ε.Η.

Οι τρύπιες
τσέπες είχαν κολλήσει πάνω στο δέρμα.
Ο γιακάς παρέμενε διπλωμένος. Αν στο
γυμνό κρανίο στέκονταν πεισματικά
κάποιες ριζωμένες τρίχες, θα ήθελαν
σίγουρα στρώσιμο. Ένα μέρος του μπράτσου
ξεκόλλησε και έπεσε στο έδαφος. Η σάρκα
έτρεφε ως λίπασμα τη χορταριασμένη
αυλή, καθώς το λυκόφως έριχνε έναν
κοκκινωπό μανδύα φωτός στα πράματα της
φύσης.