Κάποτε στη ζωή

με δυο τραγούδια

έγινα ο καναπές

το φέρετρο και το φορείο

άρρωστο στην αιωνιότητα

να σε κουβαλώ

σφιχτό και κρύο

να σ’ έχω μέσα μου,

στην πλάτη,

στην πληγή μου

δίπλωσες στεγνή

καρδιά και στήθος

μόρια από καρκίνο

κι ένα παιδικό λουλούδι

κράτησες σφιχτά

μια κούκλα από άχυρο

που είχες βρει στο δάσος

ένα σκιάχτρο από τον τόπο σου

μια φωτογραφία της μάνας σου

να πλένει πιάτα, να γελάει

είχες κόψει τη φάτσα του πατέρα

που σκούπιζε τα κατσαρόλια,

ήταν γόης και αόρατος,

είπες,

είχες κι ένα μπιμπερό

είχες κι ένα στόμα

δεν ήξερες σε ποιον ανήκει

δεν ήξερες να πίνεις γάλα

κι ένα σταυρουδάκι

με τ’ όνομα της καρδιάς σου

αναποδογυρισμένο

όλα αυτά

είναι παιδιά μου,

φώναξες

ανήκουν σε κομμάτια απ τη ζωη μου

μα δεν ξέρω σε ποιο σώμα

είναι πολλά τα χρόνια,

τα δίχτυα ,

τα δολώματα,

οι παγίδες

και τα φονικά

που πλέκει 
ο χρόνος

είναι πολλά τα αμαρτήματα

τα στόματα που πρέπει

να ταΐσουμε

με χιόνι, αγάπη

και μετάνοια

κι οι θάλασσες,

ας είναι ψεύτικες

παγιδεύουν αληθινά καράβια

που κουβαλάνε πτώματα

αληθινών ανθρώπων