Εσύ, εμένα θ’ ακούς.
Το
γυμνάσιο το έβγαλα με σπρώξιμο. Δεν τα ’παιρ-
να
τα γράμματα. Μετά πήγα στονΟΑΕΔνα γίνω
τεχνίτης
ηλεκτρονικών συσκευών και εγκαταστά-
σεων.
Για το χαρτί πήγα. Μεγάλωσα μέσα στα μι-
κρόφωνα,
τα καλώδια και τις κονσόλες. Ο πατέρας
μου
έπαιζε συνθεσάιζερ στα πανηγύρια. Εγώ κα-
θόμουν
στην κονσόλα, μέχρι που έπιασα το μικρό-
φωνο
στα χέρια. Λες και ήμουν πικάπ. Τραγουδού-
σα
από δημοτικά μέχρι Καζαντζίδη απέξω κι ανα-
κατωτά.
Είχα και καλή φωνή. Έγινα το πρώτο
όνομα
στα πανηγύρια του κάμπου. Γνώρισα μεγά-
λες
δόξες. Η πρόταση για την «Πενιά», το μπου-
ζουκομάγαζο
στο δρόμο Λάρισας-Νίκαιας, έπεσε
τη
σωστή ώρα.
Ο
πρώτος που σκέφτηκα ήταν ο Πέτρος.
–
Μου είπε ο μάνατζερ σε καμιά ώρα να πάω
για
πρόβα στο μαγαζί.
–
Ποιος μάνατζερ, ρε μαλάκα; Ο Μήτσος απ’
το
Ζάππειο είναι και μέχρι χτες έκανε πόρτα στο
σκυλάδικο…
μπράβος… Άκου μάνατζερ!
–
Μπράβος, ξεμπράβος, αυτός κάνει κουμάντο
εκεί
μέσα.
–
Γι’ αυτό ντύθηκες έτσι σαν ντιζέζ;
–
Πες ό,τι θέλεις εσύ. Εγώ θα γίνω φίρμα, λέω
στο
φιλαράκι μου τον Πέτρο και φεύγω για την
«Πενιά».
–
Καλώς το παλικάρι.
–
Γεια σου, Μήτσο.Ήρθα, όπως μου είπες.
–
Μίμης, ξέχνα το Μήτσο. Έλα να σου συστή-
σω
τα κορίτσια. Είναι συνάδελφοι, καλλιτέχνες.
Κορίτσια
από δω ο Στράτος.
– Τι
Στράτος, ρε Μήτσ… Μίμη. Σταμάτη με
λένε,
λέει μέσα απ’ τα δόντια του ο Σταμάτης.
–
Ηρέμησε, αγόρι μου. Εσύ εμένα θ’ ακούς και
θα
πας μπροστά. Το ’πιασες;
–
Ό,τι πεις.
–
Ανέβα στην πίστα, να δούμε πως γράφεις στο
μάτι.
Πιάνω
το μικρόφωνο και ξεχνάω το περιφρο-
νητικό
ύφος των κοριτσιών. Κλείνω τα μάτια.
Φαντάζομαι
το μαγαζί γεμάτο κόσμο. Καρφίτσα
δεν
πέφτει. Ανάμεσα στους καπνούς βλέπω να με
κοιτάζουν
με θαυμασμό. Γυναίκες και άντρες. Μέ-
χρι
και τα χειροκροτήματα ακούω. «Μπράβο!
Μπράβο!»
Ανοίγω τα μάτια μου. Τα κορίτσια δεν
με
κοιτάζουν πια με μισό βλέμμα. Παίρνω μιαν
ανάσα.
–
Φχαριστώ.
–
Τις γυναίκες, αγόρι μου, πρέπει να τις παίρ-
νεις
τον αέρα από την αρχή. Μην του δίνεις και
πολλή
σημασία. Ένα βλέμμα κι άσ’ τες να τρέχουν
ξοπίσω
σου.
– Μα
είναι συνάδελφοι.
–
Είναι γυναίκες. Μόλις μυρίστηκαν φωνή, ξέ-
χασαν
και το λαμέ πουκάμισο και τις αλυσίδες στο
λαιμό
και στο χέρι.
–
Εγώ τα φόρεσα ειδικά για την περίσταση.
– Το
μαγαζί είναι κυριλάτο. Δεν είναι σκυλάδι-
κο.
Η πελατεία μας είναι της υψηλής κοινωνίας.
–
Και τόσα αγροτικά απέξω κάθε βράδυ της
υψηλής
κοινωνίας είναι;
–
Ώπα! Ξεψαρώσαμε, Σταματάκη;
–
Στράτο είπαμε, Μίμη, Στράτο!
– Τ’
αγροτικά αγόρι μου δεν είναι της υψηλής
κοινωνίας.
Είναι της επιδότησης.
–
Εγώ να τραγουδάω θέλω Μίμη. Όλα τ’ άλλα
ούτε
με νοιάζουν.
–
Έτσι σε θέλω. Άστα όλα πάνω μου. Εσύ να
μ’
ακούς μόνο.
– Θα
με πάρετε δηλαδή;
– Το
Σάββατο ανοίγουμε και θα είσαι η πρώτη
φίρμα.
Θα γεμίσουν οι κολόνες αφίσες με τη μούρη
σου.
Με μεγάλα γράμματα Στράτος Γεωργίου.
– Τι
Γεωργίου λες ρε Μίμη, Μπαντούλας λέγο-
μαι.
–
Δεν πιστεύω να θες να κάνεις καριέρα με τέ-
τοιο
όνομα.
–
Ρεζίλι θα γίνω στο χωριό. Θα με δουλεύουν
όλοι
οι φίλοι μου.
– Σε
λίγο καιρό, οι φίλοι σου θα κάνουν ουρά
γι’
αυτόγραφο, αγόρι μου.
–
Λες;
–
Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
– Θα
μου πεις… Γιώργος ο πατέρας μου… από
’κει
το ’βγαλες ρε συ;
–
Άντε γεια σου. Λοιπόν, αύριο πάμε για περι-
ποίηση
και μετά φωτογράφηση.
–
Μια χαρά περιποιημένο δεν μ’ έχει η μάνα
μου;
–
Ξέχνα τη μάνα σου και το χωριό, λέμε. Τώρα
άλλες
γυναίκες θα σε περιποιούνται.
–
Και τι θα μου κάνεις δηλαδή;
–
Πρώτα πρώτα να κόψουμε τη χαίτη. Μετά
να
κάνουμε μανικιούρ…
– Τι
λες ρε; Αυτό το κάνουν οι γυναίκες.
– Μη
φοβάσαι παλικάρι μου. Εσύ εμένα θ’
ακούς!
Άντρα σε θέλουμε.
–
Και τι το θέλω το… πώς το είπες.
– Οι
φραγκάτες κυρίες θέλουν χειροφίλημα από
τρυφερά
και περιποιημένα χέρια.
– Θα
τραγουδάω ή θα προσκυνάω;
– Το
χειροφίλημα θα είναι το ευχαριστώ για τα
καλάθια
με τα λουλούδια που θα σου πετάνε στην
πίστα.
–
Θες να γίνει καμιά παρεξήγηση με τους άν-
τρες
τους και να ’χουμε άλλα;
–
Και τους άντρες στα όπα όπα θα τους έχεις.
–
Τι, κι αυτούς θα τους φιλάω το χέρι;
–
Όχι ρε μάνα μου. Εσύ θες πολλά μαθήματα.
Στους
συζύγους θ’ αφιερώνεις τα τραγούδια. Στις
κυρίες
θα μοιράζεις λουλούδια, ματιές και χειρο-
φιλήματα.
–
Κανονικός γλείφτης δηλαδή.
–
Γαλαντόμος. Όσο πιο γενναιόδωρος θα είσαι
τόσο
θα γεμίζουμε φράγκα.
–
Εγώ ρε θέλω να τραγουδάω για τους μερακλή-
δες.
Για τους νταλκαδιασμένους. Να ξεχνάνε τον
πόνο
τους.
–
Τραγουδιστής είσαι μάγκα μου, όχι αδερφή του
ελέους.
Η τσέπη σου δεν θα γεμίσει με καψούρες.
–
Μόνο η κονσομασιόν λείπει ρε Μήτσο, συγ-
γνώμη
Μίμη.
–
Καλομελέτα κι έρχεται. Εννοείται ότι θα πη-
γαίνεις
και στα τραπέζια.
–
Και τι θα κάνω στα τραπέζια τους, τι θα λέω
εγώ
με τους κυριλάτους και τις κυρίες τους;
–
Όσο λιγότερα λες τόσο καλύτερα. Θα το παί-
ζεις
βαρύς και μυστήριος. Αυτοί θα μιλάνε κι εσύ
θα
συμφωνείς. Και θα χαμογελάς. Μπουζούκια εί-
μαστε.
Τραγούδια, ποτά… να περάσουν καλά έρ-
χονται.
Λίγο παραμύθι και τους βάζεις στο λούκι
να
σε κερνάνε. Αέρα θέλει η πουτανιά, Σταμάτη…
–
Δύσκολη δουλειά να είσαι φίρμα.
–
Εσύ εμένα θ’ ακούς, Σταμάτη…
– Στράτο είπαμε, Στράτο
Γεωργίου.