Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Η συγκέντρωση των ποιητικών συλλογών της  ποιήτριας Αθηνάς Παπαδάκη(1945-), υπό τον τίτλο Ποιήματα [1974-2014], εκδ.Γαβριηλίδης{2016}, καθιστά  ομολογουμένως πιο ευπρόσιτο  στο αναγνωστικό κοινό το απαιτητικό, σαραντακονταετές πλέον- πολύμορφο και πολύσημο ποιητικό της corpus.

Η διαλυτική ολέθρια εξάπλωση της  καταναλωτικής μανίας, η αστική εξαχρείωση, η δεσπόζουσα υλοφροσύνη, η ολοσχερής αποκοπή από την ζωογόνο Φύση  αποτελούν καταλυτικά θεματικά μοτίβα ολόκληρης της ποιητικής της διαδρομής , αλλά και της πρώτης συλλογής της: ‘Αρχάγγελος από μπετόν’[1974],   στην οποία καταδηλώνει: ‘’Νιώθω τη μοναξιά του πεζοδρόμιου, // χιλιάδες από πάνω μου περνάνε, κι η μόνη αγάπη είμ’ εγώ.’’

Το ‘’αντίδοτο’’ στην αποδιαρθρωμένη, φρικώδη και απάνθρωπη κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει η ποιήτρια, δεν μπορεί παρά να είναι η αγάπη: ‘’Ξέρεις. // Οι βλεφαρίδες σου όταν κλείνουν δεν ακούγονται. // Σ’ αγαπώ.’’

Παραλλήλως, στην πρώτη  αυτή ποιητική κατάθεση, εμφανίζεται και η έμφυλη ταυτότητα της Παπαδάκη, η οποία θα συνιστά έκτοτε αναφαίρετο, έκτυπο χαρακτηριστικό της ποιητικής της :

‘’Μα όσο κι αν ψάξεις, // μοναχά στης δύσης τα βουνά // θα βρεις τη θηλυκότητά μου.’’

 Η αλλοτριωτική επενέργεια  της υποδούλωσης  της σύγχρονης γυναίκας στις ποικίλες, πολλαπλά ζημιογόνες οικιακές εργασίες, κατισχύει στην ‘Αμνάδα των ατμών’[1983] με  εναρκτική την απεύθυνση : ‘’Ω τελετή δακτύλων // ω μπουγάδα.’’

Η  ψυχοσυναισθηματική καταρράκωση και συνακολούθως,  η υπαρξιακή απίσχναση του θήλεος στο ποίημα ‘’Ξεσκονίζοντας’’ είναι ευανάγνωστη: ‘’Νοικοκυρά, τσίτι στο τσίτι // η σκόνη με ασφαλτοστρώνει,// υποχωρώ // ώσπου // κεφάλι //ρούχα // πόδια, //διαφεύγουν ατημέλητα προς την αφάνεια.’’

Στην συλλογή  ‘Γη και πάλι’[1986], κυριαρχεί η Μήτρα-Μητέρα-μητρότητα,  ο υπόρρητος, κρύφιος  εφηβικός ερωτισμός μεταξύ κοριτσιών, η ψευδεπίγραφη βίωση της θηλύτητας διαμέσου της πορνείας, το αίμα της πρώτης γέννας και ο θηλασμός: ‘’Το βρέφος αγκαλιάζει το μαστό // βαρύς // σαν προφήτης κατεβαίνει // το μέλλον δίχως γενειάδα κι ωστόσο σοφό.’’

Το υπαρξιακό παιδιόθεν πένθος και  η επωδύνως αναιρεθείσα εγκυμοσύνη, εξεικονίζονται εναργέστατα, χάρη στην ποιητική δραστικότητα της Παπαδάκη: ‘’Σε ονειρεύομαι κάτω από τον προβολέα της έκτρωσής σου.  // Ενώ. // Η σύριγγα διασχίζει //παρθενικό της ταξίδι στο χέρι μου // λευκή συγκατάβαση από χιλιάδες όχι.’’

  Σε όλη την ποιητική της πορεία, ανθίσταται  στην αγελαία συναρίθμηση, παραμένοντας-  παρά τον ‘’μετωπικό καιρό’- με ανεξαργύρωτη την  ποιητική της ιδιότητα και την  εν εγρηγόρσει πολύπτυχη ευαισθητοποίησή της :‘’Με συντροφεύει ευπάθεια // αρχαίο παρόν του ανθρώπου.’’

Η Παπαδάκη γνωρίζει  την μοναξιά, το ματαιωμένο ερωτικό φαινόμενο, τον φθοροποιό χρόνο, τον ακατανόητο και αδήριτο θάνατο, αλλά  συγχρόνως και τη μόνιμη θαλπική καταφυγή στην Φύση με ‘τα λουλούδια πού όλα της ανήκουν’,  κομίζοντας  το αμετάτρεπτο  ποιητικό της credo:

ΤΟ ΜΑΝΕΚΕΝ

Δε λύγισε ποτέ τη μέση

στα χειροκροτήματα,

τα νεογνά.

Σήμερα ξεγλιστρά

από τον πρίγκιπα

των τοίχων.

Τον καθρέφτη.

Κι αφήνει την πληθυντική επίδειξη

για τη γυμνή αυτογνωσία.

Το κοπάδι, [2014]