ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ
ΤΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ
Ο
ευφάνταστος τίτλος της πρώτης ποιητικής
συλλογής της Ξένιας Παπαδοπούλου <<Το
κάλεσμα του φασιανού>> (εκδόσεις
Ηριδανός) παραπέμπει απευθείας σε σκηνή
κυνηγιού.
Το
κάλεσμα, καταρχήν, συνιστά μία πράξη
επικοινωνίας. Μπορεί, όμως, κάλλιστα,
να συνιστά επίσης και πράξη φιλοξενίας,
ερωτικής λαχτάρας, συμφιλίωσης, τρικ,
τεχνάσματος, πρόκλησης, αποπλάνησης,
παραπλάνησης κ.λ.π.
Συνεπώς,
με την πράξη του καλέσματος δεν υπονοείται
πάντα μια αθώα πρόσκληση επικοινωνίας
– επαφής με τον άλλον. Το κάλεσμα μπορεί
να περιέχει επίσης εχθρότητα και κίνδυνο.
Ιδίως στην περίπτωση του καλέσματος
του φασιανού στοχεύουμε πρώτα στην φωνή
του πτηνού, δηλαδή σ΄ έναν ηχητικό
σημειωτικό κώδικα ξένο απ΄ εκείνον του
κυνηγού, ο οποίος κώδικας συνεργεί
κατόπιν στην εμφάνιση του θηράματος
στο πεδίο στόχευσης του θηρευτή. Μ΄ άλλα
λόγια το θήραμα προδίδεται από την ίδια
του τη φωνή, είτε αυθεντική είτε μιμούμενη,
που παίζει τον ρόλο μιας ηχητικής
παγίδας.
Πέραν
τούτου, όμως, διατρέχοντας το σύνολο
της συλλογής, παρατηρούμε πως ο κοσμικός
χώρος, και κατ΄ επέκταση ο ποιητικός,
κατακλύζεται από δέσμες ηχητικών και
άλλων κυμάτων, με παρόμοιο τρόπο που τα
ψυχικά ρεύματα στρέφονται και κατακλύζουν
τη ροή των υλικών πραγμάτων. Θα παραπέμψω
ενδεικτικά στο πρώτο ποίημα της συλλογής
που τιτλοφορείταιΜε μια
τουφεκιά:
Η
ζωή σπάει τον πάγο της Ανταρκτικής καθώς
στην Ανατολή
πλέει
ρευματικά.
Στη Μεσόγειο
μεταδίδεται
με κύματα ερτζιανά — ανταπόκριση του
χθεσινού μας ξυπνήματος. Εδώ,
το
φαινόμενο Ντόπλερ αντιτίθεται στο
φαινόμενο του πινγκ-πονγκ όπως οι
δεσμεύσεις
στο
κάλεσμα του φασιανού
Εννοείται
ότι όλη η παραπάνω εν μέρει πραγματολογική
εισαγωγή έγινε με σκοπό την διερεύνηση
της αλληγορικής σημασίας του τίτλου,
καθόσον, δεν ξεχνούμε πως πραγματευόμαστε,
ή ανασκαλεύουμε, εν προκειμένω, καθαρά
και μόνον, τον σκοτεινό ή φωτεινό, αν
θέλετε, ποιητικό λόγο. Οπότε στα πλαίσια
αυτού του λόγου, ο εν λόγω τίτλος,
εννοείται, μπορεί να εννοηθεί ή να
αποδειχθεί πολυσήμαντος, ανάλογα με τη
φαντασιακή σκόπευση του κάθε αναγνώστη.
Δεν είναι νομίζω ακραίο να πω, τεντώνοντας
τη μεταφορά στα όριά της, ότι και ο
ποιητής θηρεύει τον αναγνώστη του,
καθόσον επιθυμεί να τον μεταφέρει στο
πεδίο σκόπευσης της ποιητικής του
γραφής.
΄Οσον
αφορά τον φασιανό, προς δυστυχία του,
ασφαλώς, συμπεριλαμβάνεται στα κλασικά
θηράματα των κυνηγών, καθόσον ο φασιανός
είναι, καθώς λένε, ο βασιλιάς της γεύσης
στο τραπέζι, κι αυτή, τουλάχιστον, από
μόνη της δεν είναι καμία ευκαταφρόνητη
ιδιότητα.
Χωρίς να βιάζομαι να καταλήξω
σ΄ ένα τελικό συμπέρασμα, αναρωτιέμαι
κι εγώ, γενικά, σαν ένας απλός αναγνώστης,
μήπως τελικά ο φασιανός συμβολίζει τον
στόχο της ευτυχίας, της χαράς, του
απόλυτου, του ονείρου, της ουτοπίας ή
ακόμη απλά την νοσταλγία των στιγμών
που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί;
Θα
πάρω το ρίσκο να δηλώσω, με προσωπική
μου ευθύνη , πως ο φασιανός είναι το
έσχατο σύμβολο όλων αυτών που διακαώς
επιθυμούμε και διαρκώς τα κυνηγούμε.
Ανατρέχω,
πάλι ενδεικτικά, στους τελευταίους
στίχους του παραπάνω ποιήματος.
Μακάρι
στο ραδιόφωνο να ακούγαμε πάντα τζαζ
Και
ο φασιανός να έστεκε μαγειρευτός
Στο
Κυριακάτικο τραπέζι
Θα
ήθελα να επισημάνω επίσης πως πολλές
φορές η σχέση κυνηγού και θηράματος
είναι συναισθηματικά αμφίσημη, όπως
αφήνεται να υπονοηθεί στον παρακάτω
στίχο από το ποίημα <<Λευκές παύσεις
2>>.
.<<
Κυνηγός έχεις λαβωθεί από το θήραμά σου
αλλά δε σταματάς να το ταίζεις>>.
Η
ποίηση της Ξ.Π. δεν χωράει αμφιβολία πως
είναι βιωματική. Αλλά τι σημαίνει
βιωματική; Από τη φαινομενολογία ξέρουμε
ότι η κίνηση του νου προς τον έξω κόσμο
ονομάζεται προθετικότητα
ή αποβλεπτικότητα
και είναι η ουσία του συνειδησιακού
βιώματος που στόχο έχει να ενσωματώσει
τα πράγματα. Η Ξ.Π. λόγω της εργασίας
της διαθέτει μεγάλη ταξιδιωτική εμπειρία,
επισκέφθηκε αρκετές χώρες, όπως Αμερική,
Μεξικό, Αίγυπτο, Σουηδία κ,λ.π., στις
οποίες διέμεινε αρκετά μεγάλα χρονικά
διαστήματα. Η ποιήτρια εσωτερίκευσε
τις εικόνες των ιδιόμορφων τοπίων τους,
συνήθως άγριων και ερημικών, τα ιδιαίτερα
ήθη και έθιμα και τις συμπεριφορές των
ανθρώπων τους, τους μύθους τους, τον
βαθύτερο συναισθηματισμό τους και όλες
αυτές τις προσωπικές της εντυπώσεις
φρόντισε να τις μετουσιώσει και να τις
εξωτερικεύσει με εργαλείο την ποιητική
γραφή.
Σ΄
έναν της στίχο στο ποίημα Λευκές παύσεις
δηλώνει πολύ χαρακτηριστικά <<…στο
πρόσωπο φέρει σημάδια γεωγραφικών
μετατοπίσεων…>>
΄Ετσι,
λοιπόν, μες στην στιχουργική της παλέτα,
η ποιήτρια ξεδιπλώνει μια
προσωπική υδρόγεια χαρτογραφία, εντός
της οποίας θέτει και παραθέτει οριζοντίως
και καθέτως εικόνες, που με τη σειρά
τους κάθε μία από αυτές παραπέμπει σε
περιμετρικούς κόσμους, οι οποίοι μπορεί
να περιλαμβάνουν από συμβολικά
επεξεργασμένους μυστικούς εσωτερικούς
τόπους έως τον αυτοκινητόδρομο μιας
μεγαλούπολης, την έρημο, την κοιλάδα,
την οροσειρά, το φαράγγι, τον παραπόταμο,
το Σέλας, τον ωκεανό , την Σαχάρα, τον
Νείλο, τον Ρίο Γκράντε και κάθε άλλου
είδουςσημάδια
γεωγραφικών μετατοπίσεων.-
΄Ολες
αυτές οι γεωγραφικές, και παράλληλα
συμβολικές διαδρομές, που ακολουθούν
ρυθμούς επανακύκλησης, έχουν καταστρωθεί
με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται
σε βίαιες χωρικές και καμιά φορά χρονικές
μετατοπίσεις. Παρακολουθούμε, όπως μέσα
σ΄ έναν πίνακα, διαιρεμένους σε μικρές
εικονικές διατομές, τόπους ιδιαίτερους,
τόπους εξωτικούς, στιγματισμένους από
την προσωπική συγκίνηση, όπου η μοναξιά,
ο έρωτας, ο φόβος, τα συναισθήματα, οι
επιθυμίες και τα πάθη στροβιλίζονται
στον ρυθμό μιας αρχέγονης, από τα βάθη
των αιώνων, εκκωφαντικής ή λιγότερο
εκκωφαντικής, αυτοσχέδιας μουσικής
τζαζ.
Αναλύοντας
την στιχουργική της ύφανση διακρίνουμε
πως ένα γεγονός ή μια κατάσταση
εναλλάσσονται με μια άλλη, σε μια
συνειρμική αλυσίδα, όπου, ενώ το κάθε
σύμπλεγμα παράγει την εντύπωση μιας
ιστορίας που τελειώνει με τον τελευταίο
στίχο, στην πραγματικότητα η ιστορία
αυτή δεν τέλειωσε ποτέ, θα συνεχισθεί
στο άπειρο, εκεί που η ποιήτρια θα είναι
πανταχού παρούσα με το πνεύμα της αιώνιας
γήινης περιπλάνησης.
Γι αυτό
και η κίνηση και η δράση στην αφηγηματική
τους δομή είναι σχεδόν κινηματογραφική.
Θα παραπέμψω ενδεικτικά στο ποίημα με
τίτλοΣτον πρωινό μου
εραστή.
Από το
περιεχόμενο του ποιήματος αυτού
διαφαίνεται μία προσέγγιση ή ακόμη και
συνοδοιπορία με τους αμερικάνους
ποιητές της γενιάς των μπητ (υπάρχει
άλλωστε άμεση αναφορά στο Ουρλιαχτό
του Γκίνσμπεργκ και έμμεση αναφορά,
υποθέτω, στον Δρόμο του Κέρουακ, στον
χαρακτηριστικό στίχο <<…ήταν εκείνο
το ταξίδι/ πως, ο λάθος αυτοκινητόδρομος/σε
οδηγεί στον σωστό προορισμό/πως, ο δρόμος
δεν έχει οχυρά>> ).
Το
ποιητικό υποκείμενο δεν αποφεύγει την
περιπέτεια, την έκπληξη, την εκκεντρική
περιοδεία στο άγνωστο. Μέσα στα πλαίσια
ενός αδρού, λιτού αλλά και παράλληλα
φορτισμένου λόγου, παρακολουθούμε την
κινηματογραφική εναλλαγή φάσεων σε μια
μακρόσυρτη πορεία παρόμοιας με εκείνης
ενόςroadmovie,
όπου λ.χ. μία σωρός σύρεται από τη γη των
Μορμόνων στην Κοιλάδα του θανάτου για
να καταλήξει στις φωτιές του Δυτικού
Τέξας.
Αλλά
πέραν τούτων, πρέπει να τονίσω, πως
ανάμεσα στις φωτοσκιάσεις των ατμοσφαιρικών
πλάνων που παρατίθενται επιδέξια και
γλαφυρά από την ποιήτρια, πρωταγωνιστεί
ο άνθρωπος, από τη μια ο άνθρωπος-θηρευτής
εικόνων, λόγων και πρωτότυπων εμπειριών
αλλά και από την άλλη ο άνθρωπος – θήραμα
του αισθήματος της εγκατάλειψης, της
μοναξιάς, της ερημιάς, της ματαίωσης,
όπως χαρακτηριστικά δηλώνουν οι στίχοι
<< η στεριά της όασης/θα μείνει/ανολοκλήρωτος
πόθος>>.
Εν
κατακλείδι: Η ποιήτρια, παρόλο που
εξέδραμε στο πρώτο της κυνήγι, αποδείχθηκε
έμπειρη κυνηγός. Το εκλεκτό ποιητικό
έδεσμα φασιανός αναμένει καλομαγειρεμένο
στο αναγνωστικό τραπέζι μας.