Ανάπηρη
ηλικία

Να
γδάρω το δέρμα μου

Να
πετάξω από πάνω μου την οσμή του θύματος

Τα
δήγματα του φόβου βρέφη συνήθιζα να
θρέφω

με
αίμα από τη θηλή μου

Για
πρωινό έφαγα τη φωνή μου

Την
τεμάχισα με τα δάχτυλα

Ρούφηξα
τα φωνήεντα

Τα
σύμφωνα κόλλησαν στον ουρανίσκο,

στα
χείλη και στα δόντια

Το
στόμα μου γέμισε λεπίδες

Στην
αρχή ο πόνος ήταν στέρεος

και
μπορούσα να κατοικήσω μέσα του

Διπλωμένη
στα δύο

Πόδια
του πατέρα

Τώρα
χωράω και μες στα σερβίτσια

Κι
αυτά θλιμμένα λιώνουν όσο το κεφάλι μου

Διογκώνεται,
γυρίζει κλειδώνοντάς με απ’ έξω

Μεγαλώνω
με φρικαλέο τρόπο, δεν ήμουν εγώ

Η
παράφρων νοσοκόμα

που
άνοιξε το βάζο με τις μέλισσες,

Αλλά
είσαι εσύ

Ο
πανικός, κέλυφος που μέσα σου φύτρωνα
σαν δέντρο

Με
υιοθέτησες σε ανάπηρη ηλικία

Κι
όταν αργά γυρίσεις πίσω σου και μ’
αντικρίσεις,

Με
το ένα χέρι θα κλείσεις γρήγορα το στόμα

και
με το άλλο θα με πιάσεις απαλά

Και
θα μου μάθεις να περπατάω