Επτά Λάμπες


Το
πρώτο πράγμα που κοιτάζει ο Μπάμπης
όταν μπαίνει στο μικρό, φωτεινό διαμέρισμα
είναι οι λάμπες απ’ το πολύφωτο στο
σαλόνι. Δέκα συνολικά. Οι επτά αναμμένες.
Οι άλλες τρεις, προφανώς, έχουν καεί,
αλλά δεν έχουν αντικατασταθεί. Επτά,
επτά λάμπες, επαναλαμβάνει από μέσα
του.

Ο γιός του,
ο Κοσμάς τον σκουντάει ελαφρά και του
κάνει νόημα να στρέψει την προσοχή του
στους συμπεθέρους, που στέκονται όρθιοι
μπροστά τους, γελαστοί, με τεντωμένα τα
χέρια, έτοιμοι για χειραψία. Ένας
κοντόχοντρος, καραφλός άντρας με μουστάκι
– γύρω στα εξήντα, στην ηλικία του
περίπου, ίσως και λίγο νεότερος και μια
εξίσου κοντόχοντρη γυναίκα – πενηντάρα
την κάνει, με αραιή, αλλά αφράτη,
ξανθοπύρινη κόμη. Από ανάμεσά τους
βγαίνει δειλά κι ένα άλλο χέρι, της
εικοσάχρονης κόρης τους, της Μαρίας,
αδερφή της μέλλουσας νύφης του. Πρώτη
φορά τη βλέπει ο Μπάμπης. Ό,τι ξέρει γι’
αυτήν το ξέρει απ’ τον Κοσμά. Φοιτήτρια
στο Οικονομικό της Παντείου, δεύτερο
έτος. Ήσυχο κορίτσι, ντροπαλό. Μικροκαμωμένη,
εύθραυστη σχεδόν, με όμορφα, πράσινα
μάτια, πονεμένα φαίνονται, και κατάμαυρα
μαλλιά. Έχει και μια τεράστια ελιά πάνω
απ’ το αριστερό της φρύδι, σχεδόν
εφάπτονται, σαν τόξο με βέλος, έτοιμο
να ρίξει. Όταν την κοιτάει στα εκφραστικά
της μάτια ο Μπάμπης νιώθει κάτι σαν
ανατριχίλα.

Η νύφη του,
το Σοφάκι, μια κούκλα, μοιάζει αρκετά
στη Μαρία, χωρίς ελιά αυτή, αλλά τα μάτια
της Μαρίας είναι ασύγκριτα πιο όμορφα,
σαν εξωτικά λουλούδια που αλλάζουν
χρώμα και σχήμα ανάλογα με τον καιρό.
Τον χαιρετάει με οικειότητα – την έχει
φέρει σπίτι αρκετές φορές αυτόν τον ένα
χρόνο του δεσμού τους ο Κοσμάς, που τώρα
την αγκαλιάζει και τη φιλάει πεταχτά
στο στόμα. Ο Μπάμπης κοιτάζει το πολύφωτο.
Επτά λάμπες, επτά, λέει μέσα του, καθώς
κάθεται στη μια άκρη του τριθέσιου
καναπέ. Ο Κοσμάς παίρνει τη θέση δίπλα
του.

«Πώς τον
πίνετε τον καφέ σας;» Η Μαρία σκύβει
πάνω του, η ανάσα της ανοιξιάτικο αεράκι
στο πρόσωπό του.

«Σκέτο. Χωρίς
ζάχαρη», λέει και μένει εκεί καρφωμένος
στα μάτια της. Τόσο νέα και να κρύβουν
τόσα πράγματα αυτά τα μάτια, σκέφτεται.
Αυτή μισογελάει και φεύγει γρήγορα για
την κουζίνα. Επτά λάμπες, επτά.

Έχει να νιώσει
έτσι, αυτή την ανατριχίλα, από τότε, απ’
τα είκοσι τρία του, με την Κικίτσα. Την
ήθελε πολύ την Κικίτσα, ένιωθε όπως όταν
έκανε κούνια μικρός, ότι η καρδιά του
ανέβαινε στο στόμα του, όταν χανόταν
στα μελιά της μάτια, στα παθιασμένα της
φιλιά. Όμως αυτή τον πρόδωσε και πήρε
έναν μεγαλέμπορο, φίλο του πατέρα της
απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ήθελε οικονομική
άνεση και λούσα, πράγματα που αυτός δεν
μπορούσε να της εξασφαλίσει με το μίζερο
μισθό ενός βοηθού λογιστή που έπαιρνε
τότε. Η Κικίτσα μετακόμισε μόνιμα στη
συμπρωτεύουσα, έφυγε και πήρε μαζί της
τη θέρμη απ’ τα φιλιά τους, τα όνειρά
του για ένα ευτυχισμένο γάμο μαζί της
και το χρυσό δαχτυλίδι, που στερήθηκε
τόσα ο Μπάμπης για να της αγοράσει.
Έπρεπε όμως να το ‘χε καταλάβει ότι θα
κατέληγαν έτσι. Όταν γύρισε στο σπίτι
μετά από εκείνο το τελευταίο ραντεβού
τους, με μια άλλη Κικίτσα, άλλον άνθρωπο,
αμίλητη και ψυχρή, κι είδε την κούπα του
καφέ του στο πάτωμα της κουζίνας σπασμένη,
χίλια κομμάτια. Δεν μπορεί ο αέρας απ’
το μικρό παραθυράκι της κουζίνας να το
‘κανε αυτό. Όχι. Ήταν σημάδι. Κακός
οιωνός.

Από τότε
ορκίστηκε να μην ξαναερωτευτεί. Πήγαινε
όμως σε όλα τα συνοικέσια που του
οργάνωναν φίλοι και συγγενείς. Αυτό
μόνο. Τα ‘βαζαν όλα κάτω, τα υπολόγιζαν,
προίκες, σπίτια, κτήματα, ρευστό, ξερά
και λογικά, χωρίς ανόητους συναισθηματισμούς
κι έρωτες, ξεκάθαρα πράγματα, αντρίκια.
Έλα όμως που κανένα δε στέριωνε. Αυτός
βέβαια ήταν ο πρώτος που μάντευε την
κατάληξη. Σε κάθε πρώτη συνάντηση, πάντα
κάτι σημαδιακό γινότανε. Τη μια κάηκε
η λάμπα στο σαλόνι, την άλλη σκόνταψε
κι έπεσε στο πάτωμα φαρδύς πλατύς, την
άλλη ξεκρεμάστηκε ξαφνικά κάποιος
πίνακας κι έγειρε πάνω του, μια άλλη
φορά στραβοκατάπιε, πνίγηκε σχεδόν με
τον καφέ του. Αλλά τις περισσότερες
φορές, καίγονταν οι λάμπες. Έσκαγαν
ξαφνικά εκεί, μπροστά τους, με θόρυβο,
σα μικρές εκρήξεις. Τόσα και τόσα σημάδια
που του ‘λεγαν ξεκάθαρα ότι δεν θα
στέριωναν τα προξενιά εκείνα. Εκτός από
το τελευταίο, αυτό με τη μακαρίτισσα τη
γυναίκα του, τη Μαρούλα. Κανένα δυσοίωνο
σημάδι στην πρώτη τους συνάντηση. Ήξερε
ότι επιτέλους οι προσπάθειές του θα
είχαν αίσια έκβαση, αν και την έχασε
νωρίς από καρκίνο των ωοθηκών. Τόσο νέα,
μόλις τριάντα έξι. Ο Κοσμάς ήταν μικρό
παιδάκι τότε. Μεγάλο κρίμα!

Επτά λάμπες,
επτά. Η Μαρία κάθεται σε μια καρέκλα,
ακριβώς απέναντί του και του ρίχνει
κλεφτές ματιές. Στον τοίχο πίσω και πάνω
απ’ το κεφάλι της ένας πίνακας ζωγραφιστός
με δυο άλογα που τρέχουν πλάι πλάι σ’
ένα καταπράσινο λιβάδι, λουλούδια
ολόγυρά τους, καταγάλανος ουρανός, οι
χαίτες τους ανεμίζουν, φεγγοβολούν στον
ήλιο. Η Μαρία κρατάει τα λεπτά της χέρια
σταυρωμένα, τα δαχτυλάκια της ενωμένα
σα μίσχοι από αναφυόμενα κυκλάμινα.

«Άντε, και
στης Μαρίας τις χαρές», λέει ο Κοσμάς,
σηκώνοντας το ποτήρι του με το νερό και
δείχνοντας το κορίτσι, που κοκκινίζει
και χαμηλώνει τα μάτια.

«Ναι, ναι,
άντε, Μαρία, ξεκίνα!» λέει το Σοφάκι,
γελώντας.

«Έχουμε καιρό
ακόμα», λέει ο συμπέθερος, χαϊδεύοντας
το μουστάκι του. «Να τελειώσει το
Πανεπιστήμιο πρώτα με το καλό και
βλέπουμε. Τώρα προηγείστε εσείς παιδιά
μου, ο Κοσμάς μας και το Σοφάκι μας».

«Σωστά, πολύ
σωστά», λέει ο Μπάμπης κι η Μαρία τον
κοιτάει μέσα από πέταλα που τρεμουλιάζουν
στον αέρα. Πάλι αυτή η ανατριχίλα. Έχει
μουδιάσει όλη η σπονδυλική του στήλη
τώρα.

Ενώ μιλάει
με το συμπέθερο, το μάτι του Μπάμπη
παίρνει δυο περιστέρια έξω στο μπαλκόνι,
πάνω στα κάγκελα. Το ένα τσιμπάει το
άλλο, ερωτοτροπούν. Η Μαρία ακολουθεί
το βλέμμα του και γελάει ανάμεσα απ’
τα δάχτυλά της. Επτά λάμπες. Επτά.

Ένα τσουλούφι
πέφτει πάνω απ’ τα μάτια της Μαρίας,
καθώς σκύβει πάνω του να του βάλει κι
άλλο καφέ. Πόσο θέλει ν’ απλώσει το χέρι
του να το σηκώσει αυτό το τσουλούφι
ψηλά, να φανερώσει τα υπέροχα μάτια της,
ν’ αγγίξει το άγουρο μέτωπό της, το
ετοιμοπόλεμο τόξο του φρυδιού της, τις
ατίθασες βλεφαρίδες της. Η Μαρία, σα να
μαντεύει τις σκέψεις του, τον κοιτάει
ζαβολιάρικα και μισογελάει. Ένα λουλουδάτο
άρωμα την ακολουθεί σε κάθε της κίνηση.
Επτά λάμπες, επτά.

«Είκοσι
χρόνια χήρος, συμπέθερε, ε; Ολομόναχος
μεγάλωσες τον Κοσμά μας; Μπράβο σου!
Άξιος!» Λέει η συμπεθέρα, δαγκώνοντας
ένα εκλεράκι. Καταπίνει και σκουπίζει
τη σοκολάτα απ’ τις άκρες των χειλιών
της με μια χαρτοπετσέτα. «Καλά, πώς και
δεν αποφάσισες να ξαναφτιάξεις τη ζωή
σου; Θα ‘σουν νέος ακόμα όταν χήρεψες».

«Μόλις
σαράντα. Ναι, νέος, βέβαια. Αλλά, δεν
έτυχε ποτέ…» λέει ο Μπάμπης, που
κοκκινίζει σα δεκαεξάχρονος, νιώθοντας
το βλέμμα της Μαρίας στυλωμένο πάνω
του.

«Ε, και τώρα,
ακόμα νέος είσαι, συμπέθερε. Και αρκετά
εμφανίσιμος, θα ‘λεγα. Ποτέ δεν είναι
αργά», προσθέτει ο συμπέθερος, γελώντας.

Ο Μπάμπης
κοιτάει τη Μαρία κι αυτή του χαμογελάει
και κουνάει το κεφάλι της συγκαταβατικά
λέγοντας, «Φαίνεστε πολύ νέος, κύριε
Μπάμπη, στ’ αλήθεια». Το τόξο τεντώνεται,
έτοιμο να ρίξει.

«Ε, για μένα
θα μιλάμε τώρα; Ήρθαμε εδώ για να ορίσουμε
ημερομηνία αρραβώνα για τα παιδιά, όχι
για… Ευχαριστώ πάντως», λέει και τα
μάγουλά του έχουν τώρα πάρει φωτιά. Επτά
λάμπες, επτά.

Για δες,
σκέφτεται ο Μπάμπης, καθώς σηκώνει
απότομα το ποτήρι με το νερό και πέφτει
μια μεγάλη σταγόνα στον ασημένιο δίσκο,
σχηματίζοντας μια καρδιά.

Η καρδιά του
πεταρίζει καθώς βλέπει τα χειλάκια της
Μαρίας ν’ ανοιγοκλείνουν σα βελούδινες
κουρτίνες θεάτρου και να φανερώνουν
δυο σειρές από ολόλευκα δοντάκια όταν
μιλάει, όταν γελάει. Επτά λάμπες, επτά.

Ξαφνικά
χτυπάει το κουδούνι. Η Μαρία τρέχει ν’
ανοίξει. Ένας όμορφος, ψηλός νεαρός
μπαίνει μέσα, τους κοιτάζει όλους
ξαφνιασμένος και λέει δισταχτικά, «Α,
συγνώμη. Έχετε επισκέψεις…»

Η καρδιά του
Μπάμπη σταματάει όταν βλέπει πως τα
μάτια της Μαρίας λάμπουν, ανθοβολούν
όταν κοιτάει το νεαρό άντρα.

«Δεν πειράζει,
δεν πειράζει, έλα μέσα, Σπύρο», λέει και
τον τραβάει ελαφρά απ’ το χέρι.

«Έφερα τα
κοινόχρηστα», λέει ο Σπύρος και δίνει
το χαρτί των κοινοχρήστων στη συμπεθέρα.

«Πόσο είναι,
παιδί μου, γιατί δε βλέπω», λέει αυτή.

«Είκοσι τρία
κι εξήντα», απαντάει αυτός.

Η Μαρία, που
ως τώρα στέκονταν στις μύτες των ποδιών
της και χάζευε το νεαρό, αναψοκοκκινισμένη
και απαστράπτουσα, τρέχει στο υπνοδωμάτιο
να βρει τα χρήματα, φωνάζοντας, «Έρχομαι
αμέσως!» Επιστρέφει πετώντας σχεδόν
και βάζει τα χρήματα στην ανοιχτή παλάμη
του Σπύρου, που της χαμογελάει. Το χέρι
της στέκεται λίγο παραπάνω στο χέρι
του, καθώς το τραβάει αργά, χαϊδεύοντας
σχεδόν το δικό του. Τον κοιτάζει πονηρά
κάτω απ’ τις ζωηρές της βλεφαρίδες και
τον στοχεύει με το τόξο του φρυδιού της.
Στέκεται εκεί, δίπλα του, ώσπου αυτός
χαιρετάει την ομήγυρη και φεύγει.

Ο Μπάμπης
νιώθει την καρδιά του να γίνεται θρύψαλα,
να φεύγει απ’ τη θέση της, να πέφτει σα
τσιμέντο στο στομάχι του. Η πόρτα που
κλείνει ακούγεται σαν μια ξαφνική
έκρηξη, μια λάμπα που σπάει. Κοιτάει
ψηλά. Κι όμως. Επτά λάμπες, επτά.

«Είναι ο
διαχειριστής της πολυκατοικίας. Σπουδάζει
ψυχολόγος. Στην Πάντειο κι αυτός. Στο
πτυχίο. Καλό παιδί», λέει η συμπεθέρα
και τινάζει μερικά ψίχουλα απ’ το πέτο
της.

Η Μαρία
αναστατωμένη, ανακάθεται στην καρέκλα
της, κοντανασαίνει, σα μικρό κοριτσάκι
που μόλις τέλειωσε το κυνηγητό με τ’
άλλα παιδάκια στην αυλή κι έκατσε να
ξαποστάσει λίγο.

Ένα λιθάρι
πλακώνει το στήθος του Μπάμπη, η ανάσα
του βαριά. Κοιτάει ψηλά με μάτια θολά.
Επτά λάμπες, επτά. Ψάχνει απεγνωσμένα
το βλέμμα της Μαρίας, να δει, να συγκρίνει,
να διαπιστώσει, να καταλήξει, αλλά το
βλέμμα της έχει τώρα προσηλωθεί,
ονειροπόλο, στα δυο περιστέρια που
ερωτοτροπούν στο μπαλκόνι. Κι όμως, δεν
μπορεί, σκέφτεται ο Μπάμπης. Επτά είναι
ακόμα οι λάμπες, επτά.