Κοσμογονία

Ποτέ δε θα ξεχάσω την υγρή υφή της κοσμογονίας.

Τη ζεστή αμμουδιά στα κάτω άκρα που έγλυφε το κύμα

και κάποιες φορές το νιώθω πως θέλει

να καλύψει ολότελα τους αστραγάλους μου

για να μη θυμάμαι πως περπάτησα μόνη,

πως για λίγο χαλάρωσαν τα πόδια μου

κι έγινα αφρός.

Στην έβδομη ζωή μου σε κάποιον αντίστοιχο ουρανό

θα χτίσω τη φωλιά μου στην κοινότητα ενός σύννεφου

να εξολοθρεύω ουρανούς ή να παραδίδω στη χάση

κάθε σελήνη νέα.

Την οργή που θρέφει η τολμηρότητα

γέννημα παράξενων ειδών προκαλώ,

κλείνω τα μάτια των θεών

κι ανακαλώ τη γριά μάντισσα.

Ανοίγω τις παλάμες

να συναντηθούν οι γραμμές

στο σημείο εκκίνησης των ανάλαφρων πραγμάτων.

Των χορευτών και των δρομέων δίχως ρίζα

Κυματίζουν, συνοδεύονται προς τα άνω

και πάλι κατεβαίνουν.

Γύρω τους αργοπεθαίνουν ήλιοι

κι εμείς όμορφα καιγόμαστε.



Ναυάγιο

Είδα πώς μεθάει το σκαρί σου. Στο λαιμό μου σκάει το κύμα.

Τον σπάει σε φύλλα ακατέργαστα από χέρια-γάντζους. Η πρώτη μου ύλη

μόλις σου άνοιξε μια βαθιά πληγή αγνοώντας τον κίνδυνο.

Από παιδί ζητούσες ένα ναυάγιο πιο φοβερό από την κατάποση

του ήλιου.

Γόνος των πουλιών της θάλασσας, σου δόθηκε άσυλο στον ουρανό να

γειτονεύεις τη μεσημβρινή βασιλεία.

Βουλιάζει στο είδωλό της όπως αγκαλιά δυο σώματα σαν αρχαία πόλη

βυθίζονται. Κι αντανακλώνται ζωντανά ακόμη στο καθόλου αγνό μάτι

που παρατηρεί τα πάντα.