ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
ΤΟΥ Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ ΜΕ
ΠΑΓΩΝΙΑ
ΣΕ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΓΝΩΣΤΟ
ΤΗΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ
ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ
Πίσω από πάγκο καταστήματος ξύλινων παιχνιδιών
Με ματογυάλια, παπιγιόν και πλεχτή ζακέτα
Ο ποιητής Κωνσταντίνος Κρυστάλλης που ξανάρθε στη ζωή μετρά
Εισπράξεις. Ακούει Μπαχ, Τέλεμαν, και Βολφ.
Η αγαπημένη του κολλά τη μουσούδα της στο τζάμι.
Χνώτα. Καρδιές. Με το δάχτυλό της ιστορεί ένα σ’αγαπώ…
Το βράδυ θα του δώσει το κορμί της κι ύστερα
Θα κοιμηθούν μαζί βλέποντας ταινία ρομαντική.
Δίχως φλογέρες, και δίχως βουνά, δίχως κούρο αμνών, δίχως
Ευανθούλες, στάνες και δροσιά. Αλήθεια, πείτε μου,
Είναι ευτυχισμένος;
Η ΛΟΤΤΕ ΨΑΡΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΠΕΝΙΤΣ
Η σκουριά που πέφτει είναι
Από την καρδιά μιας κομψής πόρνης κάτω
Απ’ τη μαγεμένη γέφυρα –άπλωσέ τη στο
Πηγάδι, χαμηλά. Στις χρυσαλλίδες.
Ψαρεύει το καλκάνι του Γιουβενάλη…
Ψαρεύει το καλκάνι του Γιουβενάλη… Ω,
Η καλόκαρδη Λόττε μου
Που έγινε κορίτσι στα σαρανταδυό.
Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ HANS SACHS ΣΤΗ ΡΟΤΟΝΤΑ ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΑ
Ο Χανς Ζαξ στη ροτόντα αντικριστά, το ξυπνητήρι
Χτυπά˙ εκείνος, μασουλώντας μια
Ουρά γερμανικού χρυσόψαρου
Θυμάται τους άθλους του Περσέα και τους
Αντιγράφει. Τα χαρτιά του
Πασπαλισμένα ασημόσκονη αρπάζουν φωτιά.
Θαμώνες μιας τσακισμένης βελανιδιάς
Που κοιμάται στο χιόνι. Με πράσινα μάτια.
Μα εσύ;
Εσύ;
Θλιμμένε ποιητή,
Τι σκέφτεσαι;
Ο ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Γελούσε ο πεθαμένος κάτω από τον ίσκιο του λωτού:
«Θα ξαποστάσω τώρα, άλλο μη κλαίτε.
Μόνο πλύντε το κορμί μου απ’ τα αίματα
Σε καθαρό μαξιλάρι ακουμπήστε το κεφάλι μου
Και κάψτε τα τριμμένα μου ρούχα.
Απ’ τη ζωή μου να μη θυμάμαι τίποτα.
Γιδάρης ήταν το επάγγελμά μου
Ξυπνούσα τα χαράματα πεινώντας
Με παγωμένο νερό έπλενα το πρόσωπό μου
Και σ’ ακριβά καφενεία ουδέποτε πήγα
Καλή ζωή δεν ξέρω τι πάει να πει.
Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του φονιά μου.
Γύριζα χθες απ’ τα χωράφια.
Οι γείτονες, είπε, τον πληρώσανε.
Ήταν γύφτος και κρατούσε σουγιά.
Με έσφαξε όταν έκανα να φύγω.
Πόσο την αγάπησα μόνον ο Θεός το ξέρει.
Το δέντρο τώρα πίνει το αίμα μου
Ο ίσκιος του με κρύβει απ’τους εχθρούς μου
Όμως για κείνη πάντα θα κλαίω
Πόσο την αγάπησα μόνον ο Θεός το ξέρει».
ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ
Ενώ το πρόσωπο συχνά το στολίζουν
Και το δένουν σε δέντρα, και το ποτίζουν
Λιωμένο χρυσάφι
Κι έχει συνηθίσει πιά στα καλά και τη νωχέλεια
Κάποια μέρα θα σηκωθεί για ταξίδια.
Τόσες νύχτες συνομιλώντας με την αράχνη,
Διασχίζοντας το στενό μονοπάτι, ώσπου
Με φως να ξαναβγούμε στη δημοσιά.
7ο τεύχος έντυπη θράκα