Μελλοθάνατοι
Αυτοβούλως δέσανε τα
χέρια και τα πόδια τους
με αλυσίδες βαριές στο
άρμα
το δαφνοστεφές
Πώς να περπατήσουν;
Πώς να τρέξουν;
Πώς να βρουν ρυθμό;
Τους βλέπεις που μπαίνουν
στην αρένα
τους σέρνει το άρμα
Μερικοί πέφτουν
Σιωπή
και μετά πάλι ζητωκραυγές
Τόσοι και τόσοι
ούτε στης επανάστασης
ούτε στου έρωτα
ούτε στης πόλης
Πίσω από τον Καβάφη,
τον Ελύτη, τον Σαχτούρη,
στριμώχνονται
να απαγγείλουν ένα
στίχο
να παραπέμψουν σ’ ένα
όνομα
των βασιλέων
οι σκλάβοι που λογίζονταν
κληρονόμοι
Σχοινάκι
Μάτια
Κλάματα κύματα
Δέρμα
ομίχλη στη θάλασσα
χάδια
Στόμα
βροχή στο χώμα
Δόντια
βράχια και γλάροι
Ψυχή
άμπωτη και παλίρροια
Άμποτε
Ελάτε τρώμε!
Damnatio
memoriae
Τότε προσκάλεσε τη Λήθη
Εκείνη τον πήρε αγκαλιά
και τον βύζαξε
Και όσο ρουφούσε από
το βυζί της
χανόταν
Πρώτα τα πόδια
μετά τα χέρια
μετά ο κορμός
Έμεινε ένα στόμα στο
τέλος
Και πριν χαθεί κι αυτό
τη δάγκωσε
Έτρεξε μια σταγόνα αίμα
Μία
Σε άλλες εποχές θα
έπεφτε στο χώμα
και θα φύτρωνε κόκκινο
ρόδο
Τώρα μαζεύτηκαν οι
μύγες στον καναπέ
Το πίο
«Δεν είσαι πουθενά»
Ναι, δεν ήταν
Αυτός
ή
Εκείνη
ένας γυμνός
όμως
ώμος
ίσως
Παντού
ανάμεσα
Πότε;
Ευτυχώς
Άρα υπάρχεις
Πότε;
Υπάρχεις
Πότε;
Όλα
Ποτέ
Φίλα
Πότε πότε
Φύλα
Φύλλα
Φύγα
με
Έλα
στη
κα
τρι
φε
τσα
λα
σα
εις θάλασσα μίαν.