Εκδ. Γαβριηλίδης
XVI
Ως
το πρωί καθόμουνα – αντίκρυ όρθιος ο
θάνατος
Μ’ ένα τσιγάρο στα δάχτυλα να
μού ζητάει επειγόντως
Αναπτήρα ή πως
το λένε
Στα χωριουδάκια των θεών, τον
ταχυδρόμο ήλιο με τους
Κενούς φακέλους,
που σε βαθμιδωτά από δρόμους βουνά,
Συγκρίνει
μία-μία τις αχτίδες του.
Λίγο που
έρχεται ο θάνατος, πολύ που φτάνει η
ζωή.
Δύο τρελοί περπατάνε στην
πλατεία: ο ένας γλείφει τις ρίζες
Ενός
κυπάρισσου, ο άλλος φοράει για καπέλο
Μία
γλάστρα και περιμένει να βρέξει λουλούδια
–
Άλλα μου δέντρα άγνωστα γράφουν
αφηρημένα κλαδιά στο χώμα.
Το λογικό
παίζει με το παράλογο τειχάκι κι οι
μέρες
Παραδίπλα κορόιδο με τη στιγμή.
Έχω μία σιωπή –
Ούτε δύο ούτε εκατό
ούτε περίπου μιάμιση. Οι τρελοί
φεύγουν
Κοιτάζοντας με δέος το γκράφιτι
του ουρανού γυρεύοντας
Την αόρατη
ταγκιά του θεού πίσω απ’ τα σύννεφα.
Μαζεύω
λίγο πόνο γι’ αύριο – στο αύριο αντέχω.
Απ’ το
Δωμάτιο άξαφνα ορμούνε βαλς του
Άλφρεντ Σνίτκε, μία βλεφαρίδα
Στο
χαρτί ανασηκώνεται, χορεύει με τη μύτη
του μολυβιού μου.
Γράφω τα περασμένα,
εποικοδομητικές
Κουβέντες που ‘κανα
άλλοτε με πυγολαμπίδες
Άλλοτε με
ωραίους απρόσκλητους σκώληκες όταν οι
γυναίκες
Μού έδιναν χώματα να σκεπάσουν
τις σκέψεις μου
Κι εκείνες
καρποφορούσαν.
Πολλοί λεν πως με
σκέφτονται
Αλλά δεν νιώθω να ‘ρχεται
κανένας πόνος.
Μαζεύω λίγα τετράδια
στην τύχη και τα καίγω ευλαβικά
Αναδεύοντας
στάχτες κι ελευθερία στο μεγαλείο
Μίας
άδοξης τυχαιότητας. Έτσι ήταν πάντοτε:
ο επόμενος αιώνας
Μάς πετούσε ραβασάκια
στο κεφάλι κι ο κόσμος τα πέταγε
Προτού
διαβαστούν. Γιατί
η αλήθεια
Μόνο στο καλάθι των αχρήστων
βρίσκεται.
XVII
Όσα
του άστρου φαίνονται, μικρή καλοτροπιά
Αποβραδίς
ερχόμουνα στον πάτο της θαλάσσης
Μ’
ένα σμιλεμένο χαμόγελο ή άλλοτε με την
ανήκουστη
Προϊστορία της πέτρας
Εδώ
που οι νύχτες αλλάζουν στα δευτερόλεπτα
και
Το ανυπόμονο φεγγάρι χαβαλεδιάζει
με τ’ άλλα βότσαλα
Του λαιμητόμου
ουρανού ενόσω εκείνος
Αποκεφαλίζει
επιφωνήματα από βαριές ανάσες
Τα
κύματα περιμένουν πάλι να γεννηθούν
όπως οι
Αγέννητοι μύες καρτερούνε τη
μητέρα θάλασσα
Για να τεντώσουν την
ύπαρξη απ’ το άλφα ως το ωμέγα
Ή άλλοτε
το κοινό όνομα εκείνης
Που αρχίζει μ’
ένα μαγνάδι βασιλέματος και σβήνει
Με
τον τελευταίο ίανθο στον κήπο της
Εδέμ
Να κολυμπάς στο παρελθόν του
ανέμου είτε παράλληλα
Της μίας στιγμής
που ενυπάρχει στον ορίζοντα
Αφού η
ζωή δεν συμβιβάζεται σ’ αυτό που
περιμένεις
Αλλά στη χειραψία με το
Άγνωστο
Που ‘ναι και το μη ειπωμένο:
το αγοήτευτο άλογο της παραλίας
Π’
ούτε ξαφνιάζει ούτε και βρίσκεται πέρα
από τα μάτια μας –
Να λες: πρέπει να πάω
μακρύτερα στην άμμο
Πρέπει να γίνουν
λάσπη τα όνειρα
Πριν ‘ρθουν οι άνθρωποι
και πούνε τ’ όνομά τους