Όλα
για καλό’ στη νήσο Χίο του Γιάννη
Μακριδάκη.

Γράφει η Εύη Κουτρουμπάκη


ασπάσιος
γη νηχομένοισι’


-Γη
αγαπητή στους ναυαγούς-


Ομήρου
Οδύσσεια ψ 233






Στην
αναγνωστική μας διαδρομή μπορεί να
υπάρξουν περιπτώσεις βιβλίων που οι
ιστορίες τους σε βγάζουν από την
πραγματικότητα. Μετά πάσης βεβαιότητος,
τα βιβλία του Γιάννη Μακριδάκη δεν
εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία.
Αντίθετα, στη συγγραφική του διαδρομή
δεν επιχειρεί ποτέ να σε βγάλει από την
πραγματικότητα, αλλά με θαυμαστή
συγγραφική ψυχραιμία, αφηγηματική
δεινότητα και εξαιρετική ευκρίνεια,
γίνεται οικοδόμος μιας εποχής κάθε φορά
και προσπαθεί να σε επανεισάγει στη
ζωή, να σε προβληματίσει με το θέμα που
εκάστοτε διαπραγματεύεται και να σε
επιστρέψει στην πραγματικότητα
θωρακισμένο με περισσότερα συναισθηματικά
και κοινωνικά εφόδια.


Όντας
συγγραφέας αυτής της στόφας, δεν υπάρχει
περίπτωση να απενεργοποιήσει ή να
ξεχάσει έστω και για ένα δευτερόλεπτο
τη νόηση, το συναίσθημα και την κεντρική
του κοσμοαντίληψη.


Όπως
σε όλα τα προηγούμενα βιβλία του, έτσι
και σε αυτό, αποστρέφεται το φτιασιδωμένο
πάθος και κινείται εντός ενός κοινωνικού
και πολιτικού πλαισίου. Άλλωστε πως θα
μπορούσε ένας συγγραφέας με τη συγκεκριμένη
πολιτικοκοινωνική σκευή

σε μιαν εποχή που η ανθρωπότητα πένεται
και διεθνώς συνταράσσεται, με αποτέλεσμα
τα ακροδεξιά αντανακλαστικά να οξύνονται,
να αναπτύξει έναν κοινωνικά αποπλαισιωμένο
μύθο, μια και ένας τέτοιος μύθος χωρίς
πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, δεν θα
διέφερε και πολύ από τα μελιστάλαχτα
αφηγήματα των ημερών μας που κάνουν
εμπορική θραύση.


Κεντρικό
θέμα του βιβλίου η προσφυγική κρίση. Εξ
αφορμής αυτού του παγκόσμιου δράματος,

μέσα από σχήματα συγγραφικής λιτότητας,

στήνει τον αφηγηματικό του ιστό και
με
θαυμαστή ψυχραιμία


χωρίς μελοδραματισμούς διδακτισμό και
ηθικολογίες ,
αναπτύσσει
τους χαρακτήρες του,

θέτοντας
πάντα το ίδιο και απαράλλακτο ερώτημα
από την αρχή των ιστοριών του, από την
αρχή της Ιστορίας, γιατί τόση βία γιατί
αυτή η βία. Κάθε φορά που αθώοι άνθρωποι
έρχονται αντιμέτωποι με τη βία, τα βιβλία
του ‘φωνή κραυγή’ υψώνονται μαζί με
το βήχα που ξεσκίζει τα σωθικά.


Έχοντας
αποθησαυρίσει έναν τεράστιο όγκο από
το υλικό της ντόπιας παράδοσης, το
ενσωματώνει με περισσή φυσικότητα στα
βιβλία του. Οι λαϊκοί και αντισυμβατικοί
του ήρωες, άνθρωποι του νησιού του,
μοιάζουν να φωτίζονται από μέσα, δεν
παραιτούνται ποτέ από την προσπάθεια
να σηκώνουν το αβάσταχτο φορτίο της
ζωής και είναι δεμένοι με εκατομμύρια
αόρατα νήματα της καθημερινότητας.
Αποκαλύπτουν το
modus
vivendi
τους σε τραπεζώματα, φιλέματα, κηδείες
και επικήδεια, γεννητούρια και βαφτίσεις
και τουφεκιές, πάντα ‘Όλα για καλό’.


Τεκταινόμενα
στη νήσο Χίο, άλλως πως η ζωή σε μικροκλίμακα
. Μια μικροκλίμακα όμως που μπορεί να
αποτυπώσει τις αντιδράσεις των ανθρώπων
κάτω από ανάλογες συνθήκες σε όλο το
μέγεθος της χώρας.


Η
πένα του, λαξεύει τη Χιώτικη και όχι
μόνον επικράτεια της ελληνικής επαρχίας
( στις πόλεις ανάλογες εκδηλώσεις και
πράξεις κρύβονται μέσα στον αστικό
ορυμαγδό).


Η
εύρεση ενός μύθου που να εκτυλίσσεται
μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό
συμφραζόμενο που δεν είναι άλλο από την
έλευση των προσφύγων και τη διαχείριση
του προσφυγικού δράματος από τους ήρωες,
αποτελεί ένα ισχυρό όπλο στη φαρέτρα
του γράφοντος. Αυτό το κοινωνικό πλαίσιο
εμπεριέχει ταυτόχρονα τον παπά Σίωρο
( συνειρμικά το μυαλό μου πάει στον
πατερά Σισώη του Παπαδιαμάντη),τον
Φώταρο, τον αυθάδη και ρομαντικό
οδοστρωτήρα που ζει και ενδιαιτάται σε
ενόν κόσμο απελεύθερο από φόβους, το
Μιχάλη, αυτήν την εμβληματική του βίου
περσόνα που ταλανίζεται από υπαρξιακά
του βίου ερωτήματα, από τη μια φρικιό
από την άλλη θεοσεβούμενος, αριθμητής
σε κλάσμα με τον ίδιο πάντα παρονομαστή,
τον αναχωρητισμό. Στις αλλόκοτες
περιδινήσεις της ζωής του, στήνεται και
ένα κομμάτι του μύθου του βιβλίου.


Η
αλληλέγγυα Κατρίν με τα οικογενειακά
της μυστικά κι έναν έρωτα που σηκώνει
στις μικρές, τις ‘λιανοκοκαλάτες’
πλάτες της, που εξεγείρεται πληγώνεται
θυμώνει και θυμίζει το στίχο του
Καρατζάογλαν; Αυτό που μας ενώνει είναι
το στοιχείο της εξέγερσης που υπάρχει
στον έρωτα.


Τα
μέλη του πολιτιστικού συλλόγου που δεν
διαφέρουν ουδόλως από την πλειονότητα
των μελών των πολιτιστικών συλλόγων
απανταχού της Ελλάδος ( ετήσιος χορός,
πανήγυρις στο όνομα του επιχώριου αγίου
και ο πολιτισμός τελειώνει εκεί).


Η
κυρά Καλή ,η μαμή, ο Λουκάς, ο Μουεζίν, ο
Καχραμάν και η Γιασμίν ο ίδιος ο Δημοσθένης
και όλοι οι υπόλοιποι απρόβλεπτοι ήρωες,
διακλαδίζονται στο χρόνο και στο χώρο,
υποφέροντας άλγεα πολλά, διαχειριζόμενοι
το ανορίωτο της ψυχής τους.


Μέσα
σε ένα μισο ονειρικό σύμπαν ο Μακριδάκης
θέτει διερωτήσεις που αφορούν το θάνατο
και τη γέννηση , τον έρωτα και την απώλεια,
τη γενναιοδωρία και τον εφησυχασμό, το
άλγος και το νόστο, το βίο και την εξέλιξη
του, τον ντόπιο και τον ξένο, τον ξενόφερτο,
τον πρόσφυγα,αυτόν τον συνάνθρωπο με
τις εναέριες ρίζες και την τύχη του που
κρίνεται στα συμπόσια των καρχαριών.


Αυτόν
το συνάνθρωπο που τα δάκρυα του δεν
στεγνώνουν ποτέ.


Ως
εμπειρότατος συγγραφέας χειρίζεται
άψογα τα πισωγυρίσματα στο χρόνο
εμπλέκει εαυτόν στους κύκλους της
Ιστορίας και καταγράφει σε θέση
in
medias
res
τις ποικίλες αντιδράσεις των ξενιστών
αλλά και των φιλοξενουμένων. Όλα αυτά
καταγράφονται στο γνωστό από τα
προηγούμενα βιβλία του, γλωσσικό μητρώο.


Μέσα
από την ακρίβεια του ευσύνοπτου λόγου
και με τη συχνή χρήση της Χιώτικης
ντοπιολαλιάς, προσπαθεί με τις λέξεις
να οριοθετήσει ένα περίγραμμα για να
αποκτήσουν νόημα τα τεκταινόμενα όταν
αυτά μετατραπούν σε λέξεις Έχεις πολλές
φορές την αίσθηση διαβάζοντας τον πως
ενώ συμμετέχει ενεργά στα τεκταινόμενα,
( άλλωστε ο βίος και η πολιτεία του τούτο
μαρτυρούν) όλα αυτά τα ζει για να τα
μετατρέψει σε λέξεις.


Λέξεις
που συνεπικουρούν στην κατασκευαστική
αρτιότητα των βιβλίων του.


Το
τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη
‘Όλα για καλό’ αποτελεί μαζί με το
‘Πέρασμα’ του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη,
μια από τις ουσιαστικότερες λογοτεχνικές
προσεγγίσεις στο προσφυγικό δράμα και
θέτει προβληματισμούς για τη στάση του
καθενός εξ ημών.


Ο
ίδιος ομονοεί θαρρώ σε ότι άφορα το
προσφυγικό ζήτημα, με τη παρακάτω ρήση
της
Barbara
Cassin
από το σπουδαίο βιβλίο της ‘Η Νοσταλγία’:
Πότε είναι λοιπόν κανείς σπίτι του; Όταν
τον υποδέχονται- αυτόν, τους δικούς του
και τη γλώσσα του, τις γλώσσες του.


Εύη
Κουτρουμπάκη