ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΑ
Τελειωμένες μέρες.
Μέρες που δεν ξημέρωσαν ποτέ.
Σακάτηδες ονειροπόλοι ακροβατούν σε κοφτερές λεπίδες.
Μου δείχνουν το δρόμο με τα γερασμένα χέρια τους.
Μέσα στις γεμάτες φλέβες τους ταξιδεύουν οι φιγούρες που με γέννησαν.
Τις δύσκολες νύχτες μου κρατούν συντροφιά
για να μην φύγω.
Στέκονται σιωπηλοί στο περβάζι του παραθύρου μου,
δίχως να φοβούνται το κενό.
Φυλάνε το σύνορο του μέσα με τον έξω κόσμο.
Όταν χαράξει φεύγουν
κι αυτό είναι το αιώνιο λάθος τους.
Νομίζουν πως μετρώ τις μέρες με το φως.
Τις νύχτες με ξυπνούν οι ψίθυροι τους.
Δίπλα μου στέκονται λυπημένες οι μέρες μου,
ρίχνοντας με το θρήνο τους τ’ αστέρια.
Γι’ αυτό κι ο ουρανός με μίσησε.
Λένε πως όσοι λησμονήθηκαν από αγαπημένα πρόσωπα ξεχωρίζουν εύκολα,
η σκιά τους είναι πιο μαύρη κι απ’ το σκοτάδι.
Ίσως, γιατί κατάπιαν μέσα τους, τα βράδια που τους ξέχασαν.
Τώρα ξέρω
γιατί η νύχτα λιώνει από τρόμο,
κάθε φορά που έρχεται να με συναντήσει.