Ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ.
(Γ. Σαραντάρης)
Αν το σκηνοθετούσα ως ταινία, θα ξεκίναγα με τη φωνή του ποιητή σε μαύρο. Ο ποιητής πριν ανοίξει τα μάτια του, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου μονολογεί:
Αν μόνο το ψέμα
είναι ευτυχία
τότε ας είναι αλήθεια
μόνο ό,τι μας κάνει ελεύθερους.
Γιατί το βιβλίο ποίησης του Αλέξη Μάινα «Το ξυράφι του Όκαμ» (εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2014) μπορεί να διαβαστεί και σαν σενάριο για ταινία μικρού μήκους. Θέμα της: το 24ωρο ενός ποιητή. Ας δούμε λοιπόν μια σύνοψη της δράσης του κινηματογραφικού ήρωα-ποιητικού υποκειμένου:
Τοπίο αστικό. Διαμέρισμα. Ο ποιητής, άντρας γύρω στα 30 κάτι, υποθέτω (το ποιητικό εγώ μοιάζει νεότερο από τον Μάινα), ξυπνά για να αντιμετωπίσει άλλη μια τεράστια μέρα που τίποτε δεν συμβαίνει. Τίποτε από αυτά που επιθυμεί πραγματικά, τουλάχιστον. Προσπαθεί να γράψει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Τον κατατρέχει η πραγματικότητα και η ενοχή που νιώθει επειδή δεν είναι κάποιος άλλος. Μια άλλη εκδοχή του εαυτού του – «φυσιολογική». Ένας άνθρωπος, δηλαδή, που ξυπνάει για να πάει στη δουλειά και να βγάλει το ψωμί του, όπως οι περισσότεροι. Το σπίτι του είναι χάλια, πεταμένα πράγματα παντού. Τ’ αγριεμένα ρούχα του ανεμίζουν. Μήνες έχει να τον επισκεφτεί κάποιος. Ο ποιητής δυσκολεύεται· ούτε η μούσα δείχνει να θέλει να έρθει. Μας μιλάει για τη χθεσινή του μέρα, για τους φίλους του, τον Μάρκο και την Ελιάννα, που είναι πάλι άνεργοι. Κοιτούν το δρόμο και λυπούνται. Ανήκουν κι αυτοί στη χαμένη γενιά της κρίσης που αναγκάζεται άεργη να θεωρητικοποιεί τα πάντα. Μια γενιά που δεν (μπορεί να) κάνει τίποτα για να προκόψει, που δε ζει, αλλά λερώνει το χαλί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το ποιητικό υποκείμενο-αφηγητής μιλώντας για τον εαυτό του, με φωνή αυστηρή, μια εσωτερικευμένη φωνή τρίτων, των γονιών του, ίσως; Ο ποιητής αποφασίζει να βγει έξω όπου βλέπει μεγάλες μπαταρίες ήλιου, και αμέσως μετά: Παιδιά/ σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες παιδιών. Τίποτα δεν φαίνεται να θέλει να αλλάξει σ’ αυτήν τη χώρα. Κατεβαίνει στο κέντρο, στην οδό Μπενάκη, όπου συναντά τον φίλο του Μάρκο και μαζί κάνουν μια μεγάλη βόλτα περνώντας από Ομόνοια, Κεραμεικό, Θησείο· κάθονται σε ένα ζαχαροπλαστείο και προσπαθούν να ανακαλύψουν για πολλοστή φορά το ασήμι που κρύβουν μέσα τους. Δυο ώρες αργότερα τη θέση του Μάρκου την παίρνει η Χριστίνα, η κοπέλα του ποιητή, που αγωνιά για το αν θα την πάρουν αναπληρώτρια σε κάποιο γυμνάσιο της Παλλήνης. Ο ποιητής-αφηγητής μοιάζει να μην αντέχει το μονόδραμα της γενιάς του. Ο νους του τρέχει σε μια άλλη προοπτική, μια άλλη κοπέλα έξω, που τα μάτια της δεν φαίνονται και που ίσως είναι η γυναίκα των ονείρων του.
Έτσι είναι
ναι, μωρό μου, έχεις δίκιο
καταλαβαίνω
απαντά στη Χριστίνα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας (που επικαλείται ήδη ο τίτλος του βιβλίου), σύμφωνα με την οποία κανείς δεν πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες. Για την ισορροπία της σχέσης, εν προκειμένω. Μετά φεύγουν για μια βόλτα στη Γλυφάδα όπου ο ποιητής στρεφόμενος προς τα μέσα θα καταφέρει επιτέλους να γράψει το ποίημα που επιθυμεί. Όχι τυχαία, το ποίημα βρίσκεται ακριβώς στη μέση του βιβλίου: σελ. 40 (το βιβλίο έχει 80 σελίδες συνολικά).
(18.24) Μολύβι για έναν
Βιώνω θα πει
πολυμερίζω τις σημασίες των πραγμάτων
ή τα κάνω μεταφορές άλλων.
Μια ουλή στο φρύδι, η σκουριά του βραδινού νερού
το πέρασμα ενός σκύλου μπροστά από μια σκάλα
μπορούν για τη μνήμη να συμβολίσουν το ένα το άλλο
ή να αποτελέσουν ιδεογράμματα ολόκληρων ιστοριών.
Έτσι εξατομικεύεται η οντολογία των πραγμάτων
και το νόημα των λέξεων.
Ο αναγνώστης ενός απλού καλημέρα σου
προσθέτει απ’ τους τσακωμούς μέχρι το διαζύγιο
ή το χαμόγελο απ’ την απώλεια της αγαπημένης γιαγιάς του
που τον ξύπνησε και τον φίλησε μ’ αυτά τα λόγια.
Ίσως νιώθουμε μερικοί και κουτσουρεμένοι
γιατί είμαστε σύμβολα και μετωνυμίες κι εμείς οι ίδιοι
αλλά είναι δύσκολο να πούμε τι συμβολίζουμε.
(Είμαστε ασκήσεις της φθοράς.)
Πιάνει ψιλόβροχο κι αρχίζει να βραδιάζει. Ο ποιητής με τη φίλη του επιστρέφουν στο σπίτι της δεύτερης. Τους φαντάζομαι να μπαίνουν στο ασανσέρ. Η κάμερα δεν τους ακολουθεί. Το κοινόχρηστο φως της πολυκατοικίας σβήνει. Μαύρο. Ακούμε τη φωνή του ποιητή:
Κι αν μόνο το ψέμα
είναι ελευθερία
τότε ας είναι αλήθεια
αυτό που θα μας δίνει νόημα.
(Απελπίσου αλλά συμμάζευε.)
Στο σπίτι επέστρεψαν όχι για να μείνουν ή να συνεχίσουν εκεί τη βραδιά τους, αλλά για να αλλάξει η Χριστίνα. Έχουν κανονίσει να πάνε θέατρο με παρέα. Ο ποιητής την παρακολουθεί (να βάζει άρωμα) και του αρέσει. Δεν νιώθει όμως πολλά περισσότερα γι’ αυτήν από μια απλή έλξη. Εκείνη ψάχνει ευκαιρίες μες στις παλάμες του για να τον αγγίξει, κι αυτός νιώθει το γνωστό ερωτικό κενό –γνωστότατο σε όσους το έχουν– όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο θέατρο, πριν ξεκινήσει η πρώτη πράξη, η ματιά του ποιητή, αυτό το απείθαρχο πράγμα, αυτονομείται, πηδώντας πάνω στα καθίσματα και συναντάει ΕΚΕΙΝΗ. Μια κοπέλα με κόκκινο τσαντάκι και μαύρο φόρεμα. Μια Ελένη ή Δελεάνα. Ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Η παράσταση που παρακολουθεί ο ποιητής έχει για πρωταγωνίστρια από εδώ και πέρα μόνο αυτή που χαμογελά ανάμεσα σε δυο κεφάλια σαν ερωτικό σταυρόλεξο.
Για λίγο είναι τα πάντα από νερό, και παρότι η ομορφιά είναι ένα κακό επιχείρημα, όπως γνωρίζει καλά ο ποιητής, αφήνεται να φανταστεί ένα μέλλον μαζί της. Άλλωστε αυτή μπορεί να είναι η μία και μοναδική. Αυτή ίσως να έχει όλες τις απαντήσεις. Ο ποιητής (όμως) δεν θα τολμήσει ποτέ να της μιλήσει. (Έχω τόσα να σου πω/ αλλά είσαι μπροστά). Κι ο έρωτας – μια πληρότητα διαρκώς αναβαλλόμενη. Θα την αφήσει εκεί στο φρούριο με τα χάρτινα ρόδα του έρωτά του και τον Μενέλαο.
Θα επιστρέψει σπίτι μόνος, και μην μπορώντας να ηρεμήσει θα βγει για μια τελευταία βόλτα στη γειτονιά. Αδέσποτα, άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια κι ο φόβος παντού να μεγαλώνει τη σημασία της ύλης.
Τα ερωτήματα επανέρχονται. Τι είναι ο ποιητικός οίστρος μπροστά στην πραγματικότητα των χρημάτων; Ποια η θέση του ποιητή στην εποχή μας; Και ποια η θέση του ποιητικού εγώ-αφηγητή, που στην περίπτωση του Αλέξη Μάινα, δεν είναι παρά η μούμια της γιαγιάς που θα ριχτεί στο τζάκι, οι πετονιές στα χέρια των παιδιών. Τα μάτια που βλέπουν μέσα του τον κόσμο, έχουν κουραστεί. Το ξέρει πως όσο κι αν το καθυστερήσει, στο τέλος θα ξημερώσει πάνω του. Κι αυτός θα πρέπει να διαλέξει πλευρά. Δεν δικαιούται μερίδιο λωτού. Θα πρέπει να γίνει αυτό ή το άλλο.
Όμως όχι ακόμη. Ας κοιμηθεί και σήμερα. Ας μείνει για λίγο ακόμη πιθανότητα. Πέφτει στο κρεβάτι, ένδειξη ώρας 06:09 κι αφήνει την ψυχή να επιζητεί πια μόνο αυτό που αντάμωσε. Εκείνη.
*
Με
πλάγια γράμματα παρατίθενται στίχοι
από το βιβλίο, με προσαρμοσμένες τις
αντωνυμίες (π.χ. το «μου» του πρωτοπρόσωπου
ποιητικού αφηγητή του βιβλίου) σε τρίτο
πρόσωπο («του»).