(ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ…)

Το βράδυ εισβάλει στο ελαφρό ποτήρι

που φέρνεις στα χείλη.

Μια μέρα θα πουν: – εκείνος

ήταν έρωτας… – προς το παρόν

σαν τον αποθαρρημένο κούκο του ρολογιού

αφού πέρασε από δωμάτιο σε δωμάτιο

δύει ο χορός των νεαρών,

μεγαλώνουν οι σκιές στον κήπο.

Και μένω πάντα έξω

απ’ το αφηρημένο σύννεφο

που περιέχει τη γλυκιά σου λιτότητα.

[Από τη συλλογή Μεθόριος,
1941]

ΙΤΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Πρώτο βράδυ στην Αθήνα, πλατύς αποχαιρετισμός

των αμαξοστοιχιών που φεύγουν στο χείλος της γεμάτες

από σπαραγμό στο διάχυτο ημίφως.

Σαν μοιρολόι

άφησα το καλοκαίρι πάνω στις στροφές

και θάλασσα και έρημος είναι το αύριο

δίχως εποχές πια.

Ευρώπη Ευρώπη που με κοιτάζεις

να καταβαίνω άοπλος και σκεπτικός σε έναν

εύθραυστο μύθο μου με τις στρατιές των βαρβάρων,

είμαι ένα παιδί σου σε φυγή που δεν γνωρίζει

άλλον εχθρό από τη δική του θλίψη,

ή κάποια αναστημένη τρυφερότητα

για λίμνες για δάση πίσω από τα χαμένα

βήματα,

είμαι ντυμένος με σκόνη και ήλιο,

πηγαίνω να τιμωρηθώ χωμένος στην άμμο για χρόνια.

Πειραιάς,
Αύγουστος 1942

—-

Αναδημοσίευση από “Ποιητική” 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ