Όχι Εγώ


 Γραμμένο στα Αγγλικά την  άνοιξη του 1972





Σημείωση:

Κίνηση:
συνίσταται σε απλό σήκωμα των χεριών
απ΄τα πλευρά

και
μετά να πέφτουν, ως χειρονομία αβοήθητης
συμπόνιας.

Φθίνει
με κάθε επανάληψη μέχρι που μόλις είναι
ορατή την

τρίτη
φορά. Η παύση διαρκεί για αυτό το μικρό
διάστημα που το

ΣΤΟΜΑ
ανακάμπτει από την άγρια άρνησή του να
αποβάλλει το

τρίτο
πρόσωπο.

Σκηνή
στο σκοτάδι εκτός από το ΣΤΟΜΑ, στα δεξιά
του κοινού,

περίπου
δυόμιση μέτρα πάνω απ’ τη σκηνή, ελαφρά
φωτισμένο,

το
υπόλοιπο του προσώπου στη σκιά. Αόρατο
μικρόφωνο.

ΑΚΡΟΑΤΗΣ,
στην άκρη της σκηνής στα αριστερά του
κοινού,

ψηλή
φιγούρα που στέκεται όρθια, απροσδιόριστου
φύλου,

τυλιγμένη
από πάνω ως κάτω με μαύρο ύφασμα, κουκούλα,

στέκεται
σε μια αόρατη εξέδρα περίπου ενάμιση
μέτρο ψηλή. Η

φιγούρα
μοιάζει στραμμένη διαγώνια προς το
ΣΤΟΜΑ, εντελώς

ακίνητη
εκτός από τέσσερις σύντομες κινήσεις
όπου

αναγράφεται.
Βλ. Σημείωση.

Όπως
χαμηλώνουν τα φώτα της αίθουσας η φωνή
του

ΣΤΟΜΑΤΟΣ
ακούγεται ακατάληπτη πίσω από την
αυλαία. Τα

φώτα
σβήνουν τελείως. Η φωνή συνεχίζει
ακατάληπτη για
10

δευτερόλεπτα.
Η αυλαία σηκώνεται, η φωνή ως τότε
διαβάζει

σιγανά
και μόλις η αυλαία σηκωθεί εντελώς η
φωνή φτάνει

στην
κανονική της ένταση και ξεκινάει από:

ΣΤΟΜΑ:
. . . έξω . . . σε αυτόν τον κόσμο . . . αυτός
ο κόσμος . .

.
μικρό μικρούτσικο πραγματάκι . . . πριν
την ώρα του . . . σ’

ένα
καταραμ- . . . τι; . . . κορίτσι; . . . ναι . . .
μικρό κοριτσάκι

.
. . σ’ αυτήν . . . μέσα σ’ αυτήν . . . πριν
την ώρα της . . . την

καταραμένη
τρύπα που λέγεται . . . λέγεται . . . δεν
έχει

σημασία
. . . οι γονείς άγνωστοι . . . ανήκουστοι .
. . αυτός έχει

εξαφανιστεί
. . . αέρας κοπανιστός . . . τόσο γρήγορα
που ούτε

το
παντελόνι του δε κούμπωσε . . . αυτή το
ίδιο . . . μετά από

οχτώ
μήνες . . . σχεδόν με ακρίβεια ρολογιού
. . . δηλαδή χωρίς

αγάπη
. . . γλίτωσε απ’ αυτό . . . καμιά αγάπη που
δίνουν

συνήθως
στο . . . βουβό βρέφος . . . στο σπίτι . . .
όχι . . . κι

ούτε
πράγματι για εκείνο το θέμα ενός
οποιουδήποτε είδους . . .

κανενός
είδους αγάπη . . . σε κάποιο μεταγενέστερο
στάδιο . . .

τόσο
τυπική σχέση . . . τίποτα το αξιοσημείωτο
μέχρι τα εξήντα

όταν-
. . . τι; . . . εβδομήντα; . . . καλέ Θεέ! . . .
έρχονται τα

εβδομήντα
. . . περιπλανιέται σε ένα χωράφι . . .
ψάχνει

ανέμελα
για πασχαλίτσες . . . να φτιάξει μια μπάλα
. . . λίγα

βήματα
μακριά σταματάει . . . κοιτάζει στο κενό
. . . και μετά .

.
. λίγο ακόμη . . . σταματά και κοιτάζει
ξανά . . . και ξανά . . .

περιπλανιέται
τριγύρω . . . όταν ξαφνικά . . . σταδιακά .
. . τα

πάντα
έσβησαν . . . όλο αυτό το πρωϊνό απριλιάτικο
φώς . . .

και
αυτή βρέθηκε στο- . . . τι; . . . ποιά; . . .
όχι! . . . αυτή! . .

.
[Παύση και κίνηση νο.
1]
. . .
βρέθηκε
στο σκοτάδι . . . κι αν

όχι
ακριβώς . . . αναίσθητη . . . αναίσθητη . .
. γιατί μπορούσε

ν’
ακούει ακόμα το βουητό . . . το λεγόμενο
. . . στα αυτιά . . .

και
μια αχτίδα φωτός ήρθε κι έφυγε . . . ήρθε
κι έφυγε . . .

όπως
το φεγγάρι θα μπορούσε να χαθεί . . .
παρασυρμένο . . .

μέσα
κι έξω απ’ το σύννεφο . . . αλλά τόσο
αμβλύνεται . . .

νιώθει
. . . το συναίσθημα να αμβλύνεται . . . δεν
ήξερε . . . σε

ποια
θέση βρισκόταν . . . φαντάσου! . . . σε ποια
θέση

βρισκόταν
. . . είτε όρθια . . . είτε καθιστή . . . μα το
μυαλό – . . .

τι;
. . . γονατιστή; . . . ναι . . . είτε στέκεται
. . . είτε κάθεται . .

.
είτε γονατίζει . . . μα το μυαλό- . . . τι; .
. . ψεύδεται; . . . ναι . .

.
είτε στέκεται . . . είτε κάθεται . . . είτε
γονατίζει . . . είτε ψεύδεται .

.
. μα το μυαλό ακόμα . . . ακόμα . . . κατά
κάποιο τρόπο . . .

γιατί
η πρώτη της σκέψη ήταν . . . αχ πολύ πιο
ύστερα . . .

ξαφνική
λάμψη . . . μεγαλωμένη έτσι όπως έπρεπε
να πιστεύει .

.
. μαζί με τα άλλα εγκαταλελειμμένα παιδιά
. . . σε έναν

φιλεύσπλαχνο
. . . [Σύντομο γέλιο.] . . . Θεό . . . [Δυνατό

γέλιο.]
. . . η πρώτη της σκέψη ήταν . . . αχ πολύ
πιο ύστερα . .

.
ξαφνική λάμψη . . . τιμωρούνταν . . . για
τις αμαρτίες της . . .

κάποιες
από τις οποίες τότε . . . ήταν πλέον η
απόδειξη εάν

χρειάζονταν
αποδείξεις . . . πέρασαν απ’ το μυαλό της
. . .

η
μια μετά την άλλη . . . και μετά σαν ανόητες
τις παράτησε . .

.
αχ πολύ πιο ύστερα . . . την απέρριψε αυτή
τη σκέψη . . .

καθώς
συνειδητοποίησε ξαφνικά . . . συνειδητοποίησε
σταδιακά

.
. . πως δεν υπέφερε . . . φαντάσου! . . . δεν
υπέφερε! . . .

πράγματι
δεν μπορούσε να θυμηθεί . . . έτσι στα
γρήγορα . . .

πότε
είχε υποφέρει λιγότερο . . . εκτός κι αν
βέβαια της ήταν.

.
. γραφτό της να υποφέρει . . . χά! . . . θεώρησε
ότι υποφέρει .

.
. σαν εκείνη τη περίεργη στιγμή . . . στη
ζωή της . . . που

ξεκάθαρα
θα ‘πρεπε να νιώθει απόλαυση . . . εκείνη
ήταν στην

πραγματικότητα
. . . δεν ένιωθε τίποτα . . . το παραμικρό
. . .

όπου
σε αυτή τη περίπτωση βέβαια . . . η έννοια
της τιμωρίας .

.
. για τη μια ή την άλλη αμαρτία . . . ή για
όλες . . . ή και για

κανένα
λόγο . . . για τους δικούς του λόγους . . .
πράγμα που η ίδια το

καταλάβαινε
απόλυτα . . . ότι η έννοια της τιμωρίας .
. . την οποία

είχε
συλλάβει αρχικά . . . μεγαλωμένη έτσι
όπως έπρεπε να

πιστεύει
. . . μαζί με τα άλλα εγκαταλελειμμένα
παιδιά . . . σε έναν

φιλεύσπλαχνο
[Σύντομο γέλιο.] . . . Θεό . . . [Δυνατό γέλιο.]
.

.
. της παρουσιάστηκε η σκέψη αρχικά . . .
μετά την παράτησε .

.
. ως ανόητη . . . ίσως δεν ήταν τόσο ανόητη
. . . έτσι κι

αλλιώς
. . . . και πάει λέγοντας . . . όλες αυτές .
. . οι μάταιες

σκέψεις
. . . μέχρι που μια άλλη σκέψη . . . αχ πολύ
πιο ύστερα

.
. . ξαφνική λάμψη . . . πολύ ανόητο πραγματικά
πάτημα των- .

.
. τι; . . . το βουητό; . . . ναι . . . όλη την ώρα
το βουητό . . .

το
λεγόμενο . . . στα αυτιά . . . αν και βέβαια
στην

πραγματικότητα
. . . όχι μέσα στα αυτιά . . . στο κρανίο . .
. ένα

σιγανό
βούϊσμα στο κρανίο . . . και όλη αυτή την
ώρα αυτή η

αχτίδα
ή δέσμη . . . σαν φεγγαρόφως . . . αλλά
πιθανώς όχι . . .

σίγουρα
όχι . . . πάντα στο ίδιο σημείο . . . τώρα
φωτεινή . . .

τώρα
σκοτεινή . . . μα πάντα στο ίδιο σημείο .
. . καθώς δεν

υπάρχει
φεγγάρι που θα μπορούσε . . . όχι . . . κανένα
φεγγάρι .

.
. απλά όλα μέρος της ίδιας επιθυμίας για
. . . βασανιστήριο . .

.
αν και στην πραγματικότητα . . . ούτε στο
ελάχιστο . . . ούτε

τσίμπημα
. . . μέχρι στιγμής . . . χα! . . . μέχρι στιγμής
. . .

αυτή
η άλλη σκέψη τότε . . . αχ πολύ πιο ύστερα
. . . ξαφνική

λάμψη
. . . πολύ ανόητη αλλά που τόσο της ταιριάζει
. . . κατά

μια
έννοια . . . πως καλά θα έκανε να . . . βογγάει
. . . πού και

πού
. . . κουλουριασμένη δε μπορούσε . . . σαν
σε πραγματική

αγωνία.
. . αλλά δεν μπορούσε . . . δεν θα μπορούσε
να

αναγκάσει
τον εαυτό της . . . κάποια ρωγμή στο μεηκ-άπ
της. . .

.
ανίκανη να εξαπατήσει . . . ή η μηχανή . .
. πιο πιθανά η

μηχανή
. . . τόσο είχε αποσυνδεθεί . . . ποτέ δεν
πήρε το μήνυμα

.
. . ή ανίκανη να απαντήσει . . . κάπως
μουδιασμένη . . . δεν

μπορούσε
να παράγει τον ήχο . . . κανέναν ήχο . . .
κανέναν ήχο

οποιουδήποτε
είδους . . . δεν κραυγάζει βοήθεια για

παράδειγμα
. . . θα ‘πρεπε αν είχε τέτοια πρόθεση . .
.

κραυγάζει
. . . [Ουρλιαχτό.] . . . μετά άκου . . . [Σιωπή.]
. . .

κραυγάζει
ξανά . . . [Ουρλιαχτό ξανά.] . . . μετά άκου
και πάλι .

.
. [Σιωπή.] . . . όχι . . . τη γλίτωσε . . . τα
πάντα σιωπηλά σαν

τάφος
. . . κανένα κομμάτι-. . . τι; . . . το βουητό;
. . . ναι . . .

τα
πάντα σιωπηλά εκτός απ’ το βουητό . . .
το λεγόμενο . . .

κανένα
κομμάτι της δεν κινείται . . . κάτι που
μπορεί να

αισθάνεται
. . . μόνο τα βλέφαρα . . . προφανώς . . . που
και που

.
. . σβήνουν το φώς . . . το λένε ρεφλέξ . . .
καμία αίσθηση

οποιουδήποτε
είδους . . . αλλά τα βλέφαρα . . . ακόμα και
στις

καλύτερες
των στιγμών . . . ποιός τα νιώθει; . . .
ανοίγουν . . .

κλείνουν
. . . όλη αυτή η υγρασία . . . μα το μυαλό
ακόμα . . .

ακόμα
επαρκές . . . ω πάρα πολύ βέβαια! . . . σ’
αυτό το στάδιο .

.
. σε έλεγχο . . . υπό έλεγχο . . . κι αυτό
ακόμα να το

αμφισβητεί
. . . γιατί εκείνο το απριλιάτικο πρωινό
. . . έτσι

το
αιτιολόγησε . . . εκείνο το πρωινό του
Απρίλη . . .

καθορισμένη
με το βλέμμα της . . . μια μακρυνή καμπάνα
. . .

καθώς
την πλησίαζε . . . την καθόρισε με το
βλέμμα της . . .

μήπως
και της ξεφύγει . . . όλα δεν είχαν φύγει;
. . . όλο το

φώς
. . . αυτό καθαυτό . . . χωρίς τίποτα . . .
τίποτα . . . εκ

μέρους
της . . . και πάει λέγοντας . . . πάει λέγοντας

αιτιολογημένο
. . . μάταιες ερωτήσεις . . . και ακόμα τα
πάντα

νεκρά
. . . γλυκά και σιωπηλά σαν τάφος . . . όταν
ξαφνικά . . .

σταδιακά
. . . συνειδητ-. . . τι; . . . το βουητό; . . . ναι
. . .

ακόμα
τα πάντα νεκρά εκτός από το βουητό . . .
όταν ξαφνικά

συνειδητοποίησε.
. . οι λέξεις ήταν-. . . τι; . . . ποιά; . . . όχι!
.

.
. αυτή! [Παύση και κίνηση νο.
2]
. . .
συνειδητοποίησε
. . . ότι

της
έρχονταν λέξεις . . . φαντάσου! . . . της
έρχονταν λέξεις . .

.
μια φωνή που στην αρχή δεν την αναγνώρισε
. . . τόσος καιρός

είχε
περάσει που τη πρωτάκουσε . . . τελικά
έπρεπε να το

ομολογήσει
. . . δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη . . . από
τη δική

της
. . . βέβαιοι φωνητικοί ήχοι . . . που ποτέ
δεν είχε ακούσει

.
. . αλλού . . . έτσι ώστε οι άνθρωποι θα την
κοιτάξουν επίμονα . . .

οι
σπάνιες φορές . . . μία φορά ή δύο φορές
το χρόνο . . . πάντοτε

χειμώνα
για κάποιο περίεργο λόγο . . . την κοιτάζουν

ανέκφραστα
. . . και τώρα αυτός ο χείμαρρος . . . σταθερή
ροή .

.
. εκείνη που ποτέ της δεν είχε . . . αντίθετα
. . . σχεδόν

βουβή
. . . όλες οι μέρες της . . . πώς επέζησε! .
. . ακόμα και

όταν
ψώνιζε . . . έξω και ψώνιζε . . . γεμάτο
εμπορικό κέντρο . .

.
σουπερμάρκετ . . . έδινε τη λίστα . . . τη
σακούλα . . . τη

παλιά
μαύρη σακούλα για τα ψώνια . . . και μετά
στεκόταν εκεί

και
περίμενε . . . για όση ώρα . . . στη μέση του
πλήθους . . .

ακίνητη
. . . να κοιτάζει το κενό . . . με το στόμα
της

μισάνοιχτο
πάντα . . . μέχρι που επέστρεφε πίσω στο
χέρι

της
. . . η τσάντα επέστρεφε πίσω στο χέρι της
. . . μετά

πλήρωνε
και έφευγε . . . κι ούτε αντίο . . . πώς
επέζησε! . . . και

τώρα
αυτός ο χείμαρρος . . . να μην καταλαβαίνουν
ούτε το μισό

.
. . ούτε το ένα τέταρτο . . . ούτε μια ιδέα
. . . τι έλεγε . . .

φαντάσου!
. . . ούτε μια ιδέα από το τι έλεγε! . . .
μέχρι που

άρχισε
να προσπαθεί να . . . εξαπατήσει τον εαυτό
της . . . δεν

ήταν
δικιά της . . . δεν ήταν αυτή η δικιά της
φωνή . . . και

χωρίς
αμφιβολία θα ήταν . . . ζωτικής σημασίας
θα έπρεπε . . .

ήταν
στο σημείο . . . μετά από πολλές προσπάθειες
. . . όταν

ξαφνικά
ένιωσε . . . σταδιακά ένιωσε . . . τα χείλη
της να

κινούνται
. . . φαντάσου! . . . τα χείλη της να κινούνται!
. . .

όπως
προφανώς μέχρι τότε δεν είχε . . . και όχι
μόνο τα χείλη .

.
. τα μάγουλα . . . το σαγόνι . . . ολόκληρο
το πρόσωπο . . . όλα

αυτά-.
. . τι; . . . η γλώσσα; . . . ναι . . . η γλώσσα
στο στόμα . .

.
όλες αυτές οι προσπάθειες χωρίς τις
οποίες . . . η ομιλία

είναι
αδύνατη . . . και ακόμα με τον συνήθη τρόπο
. . . δεν

αισθανόταν
καθόλου . . . επικεντρώνεται τόσο κάποιος
. . . σε

αυτό
που λέει . . . όλη της η ύπαρξη . . . κρέμεται
από τις λέξεις

.
. . κι έτσι όχι μόνο έπρεπε . . . έπρεπε . .
. όχι μόνο έπρεπε . .

.
να τα παρατήσει . . . να παραδεχτεί ότι
είναι δική της και

μόνο
. . . η ολόδική της φωνή . . . αλλά αυτή η
άλλη απαίσια

σκέψη
. . . αχ πολύ πιο ύστερα . . . ξαφνική λάμψη
. . . ακόμα

πιο
απαίσια αν είναι δυνατόν . . . αυτό το
συναίσθημα επέστρεψε

.
. . φαντάσου! . . . συναίσθημα που επιστρέφει
. . . ξεκινώντας

από
την κορυφή . . . ύστερα προς τα κάτω . . .
ολόκληρη η

μηχανή
. . . αλλά όχι . . . τη γλίτωσε . . . το στόμα
μόνο . . .

μέχρι
στιγμής . . . χα! . . . μέχρι στιγμής . . . μετά
σκέφτεται .

.
. αχ πολύ πιο ύστερα . . . ξαφνική λάμψη .
. . δεν μπορεί να

συνεχιστεί
. . . όλο αυτό . . . όλος αυτός ο . . . σταθερός

χείμαρρος
. . . να στραγγίζει να ακούσει . . . να
βγάλει κάτι απ’

αυτό
. . . και οι δικές της σκέψεις . . . να βγάλει
κάτι απ’ αυτές

.
. . όλο-. . . τι; . . . το βουητό; . . . ναι . . .
όλη την ώρα το

βουητό
. . . το λεγόμενο . . . όλο αυτό μαζί . . .
φαντάσου! . . .

ολόκληρο
το σώμα χαμένο . . . μόνο το στόμα . . . χείλη
. . .

μάγουλα
. . . σαγόνι . . . ποτέ- . . . τι; . . . γλώσσα; .
. . ναι . . .

χείλη
. . . μάγουλα . . . σαγόνι . . . γλώσσα . . . ποτέ
πια

ακίνητα
ούτε δευτερόλεπτο . . . το στόμα έχει
πάρει φωτιά . . .

χείμαρρος
λέξεων . . . στο αυτί της . . . σχεδόν στο
αυτί της . .

.
δεν καταλαβαίνει ούτε τα μισά . . . ούτε
το ένα τέταρτο . . .

δεν
έχει ιδέα τι λέει . . . φαντάσου! . . . ιδέα
για το τι λέει! . .

.
και δεν μπορεί να σταματήσει . . . δεν
σταματά . . . αυτή που

μια
στιγμή πριν . . . μια στιγμή! . . . δεν
μπορούσε να βγάλει

άχνα
. . . ούτε ήχο . . . τώρα δεν σταματά . . .
φαντάσου!

.
. . δεν μπορεί να σταματήσει το χείμαρρο
. . . και με όλο

της
το μυαλό να ικετεύει . . . κάτι στο μυαλό
της να ικετεύει . .

.
ικετεύει το στόμα να σταματήσει . . . να
σταματήσει για λίγο .

.
. έστω για μια στιγμή . . . και καμιά
απόκριση . . . σα να μην

άκουσε
. . . ή σαν να μη μπορούσε . . . να μη μπορούσε
να

σταματήσει
για ένα δευτερόλεπτο . . . σαν τρελό . . .
όλα αυτά

μαζί
. . . να στραγγίζει να ακούσει . . . να το
ταιριάξει . . . και

το
μυαλό . . . να παραληρεί μόνο του . . . να
προσπαθεί να

βγάλει
άκρη . . . ή να το σταματήσει . . . ή στο
παρελθόν . . .

να
ανακαλεί το παρελθόν . . . λάμψεις από
παντού . . . βόλτες

κυρίως
. . . περπατούσε σ’ όλες της τις μέρες . .
. μέρα με τη

μέρα
. . . λίγα βήματα και μετά στοπ . . . κοιτούσε
το κενό . . .

και
μετά συνέχιζε . . . λίγα ακόμα . . . στοπ
και κοιτούσε . . .

και
πάει λέγοντας . . . περιπλανιόταν . . . μέρα
με τη μέρα . . .

ή
εκείνη τη φορά που έκλαψε . . . τη μια φορά
που θυμάται . . .

τότε
που ήταν μωρό . . . πρέπει να έκλαιγε σαν
μωρό . . . ίσως

όχι
. . . δεν ήταν απαραίτητο για να ζήσει . .
. μόνο το κλάμα

της
γέννησης της χρειαζόταν για να συνεχίσει
. . . αναπνοή. . .

τότε
δεν είχε περισσότερα απ’ αυτή. . . γριά
ήδη . . . κάθεται

κοιτάζοντας
το χέρι της . . . πού βρισκόταν; . . . στα
στρέμματα

του
Κρόκερ . . . ένα απόγευμα στο δρόμο για
το σπίτι . . . σπίτι!

.
. . ένας λοφίσκος στα στρέμματα του Κρόκερ
. . . σούρουπο . . .

κάθεται
κοιτάζοντας το χέρι της. . . εκεί πάνω
στα γόνατά της

.
. . η παλάμη προς τα πάνω . . . ξαφνικά την
είδε μούσκεμα . . .

την
παλάμη . . . προφανώς δάκρυα . . . προφανώς
δικά της . . .

κανείς
άλλος για μίλια μακριά . . . ούτε ήχος . .
. έκατσε

παρακολουθώντας
τα να στεγνώνουν . . . στέγνωσαν σε μια

στιγμή
. . . πιάνοντας το άχυρο . . . το μυαλό . . .
τρεμοπαίζει

από
μόνο του . . . γρήγορο μπλοκάρισμα και
πάνω . . . τίποτα

εκεί
. . . στο επόμενο . . . κακό σαν τη φωνή . . .
χειρότερο . . .

σαν
με λιγότερο νόημα . . . όλα αυτά μαζί . . .
δεν μπορεί-. . .

τι;
. . . το βουητό; . . . ναι . . . όλη την ώρα το
βούϊσμα . . .

θολός
βρυχηθμός σαν καταρράχτης . . . και η
αχτίδα . . .

τρεμοπαίζει
ανάβει και σβήνει . . . αρχίζει κινείται
. . . σαν

φεγγαρόφως
μα όχι . . . όλα μέρη απ’ το ίδιο . . . να ‘χει
το νού

της
σ’ αυτό . . . στη γωνιά του ματιού . . . όλα
αυτά μαζί . . . δεν

μπορεί
να συνεχίσει . . . ο Θεός είναι αγάπη . . .
θα πρέπει να

εξαγνιστεί
. . . πίσω στο χωράφι . . . πρωινός ήλιος .
. .

Απρίλης
. . . πρόσωπο βυθισμένο στο χορτάρι . . .
κανείς άλλος

εκτός
των κορυδαλλών . . . και πάει λέγοντας .
. . πιάνοντας το

άχυρο
. . . να στραγγίζει να ακούσει . . . την
περίεργη λέξη . . .

να
βγάλει κάποιο νόημα απ’ αυτό . . . ολόκληρο
το σώμα χαμένο

.
. . μόνο το στόμα . . . σαν τρελό . . . και
δεν μπορεί να

σταματήσει
. . . δεν σταματά . . . κάτι που αυτή-. . . κάτι
που

αυτή
έπρεπε να-. . . τι; . . . ποιά; . . . όχι! . . .
αυτή! . . .

[Παύση
και κίνηση νο.
3]
. . .
κάτι
που έπρεπε να- . . . τι; . . .

το
βουητό; . . . ναι . . . όλη την ώρα . . . το
βουητό . . . θολός

βρυχηθμός
. . . στο κρανίο . . . και η αχτίδα . . . να

χοροπηδά
γύρω . . . ανώδυνη . . . μέχρι στιγμής . . .
χα! . . .

μέχρι
στιγμής . . . αργότερα σκέφτεται . . . αχ
πολύ πιο ύστερα

.
. . ξαφνική λάμψη . . . ίσως κάτι έπρεπε να
. . . έπρεπε να . . .

πεί
. . . θα μπορούσε να είναι αυτό; . . . κάτι
έπρεπε να πεί . . .

μικρό
μικρούτσικο πραγματάκι . . . πριν την ώρα
του . . .

καταραμένη
τρύπα . . . καμιά αγάπη . . . τη γλίτωσε . .
. βουβή

όλες
της τις ημέρες . . . πρακτικά βουβή . . .
πώς επέζησε! . . .

εκείνη
τη μέρα στο δικαστήριο . . . ότι είχε να
πεί για τον

εαυτό
της . . . ένοχη ή αθώα . . . σήκω γυναίκα . .
. μίλα

γυναίκα
. . . στεκόταν εκεί κοιτάζοντας το κενό
. . . με το

στόμα
μισάνοιχτο όπως πάντα . . . περιμένοντας
να την

καθοδηγήσουν
. . . ευχαριστημένη για το χέρι στο μπράτσο
της

.
. . τώρα αυτό . . . αυτό το – λίγο που είχε
να πεί . . . θα

μπορούσε
να είναι αυτό; . . . κάτι που θα ‘λεγε . . .
πώς ήταν . .

.
πως αυτή- . . . τι; . . . πώς ήταν; . . . ναι . .
. κάτι που θα ‘λεγε

πώς
ήταν . . . πώς είχε ζήσει . . . ζήσει ξανά
και ξανά . . .

ένοχη
ή αθώα . . . ξανά και ξανά . . . να φθάσει
εξήντα . . . κάτι

που
αυτή-. . . τι; . . . εβδομήντα; . . . καλέ Θεέ!
. . . ξανά και

ξανά
για να φθάσει τα εβδομήντα . . . κάτι που
η ίδια δεν

γνώριζε
. . . θα το ‘ξερε αν το ‘χε ακούσει . . . τότε
συγχωρείται

.
. . ο Θεός είναι αγάπη . . . οικτιρμός . . .
καινούριος κάθε

πρωί
. . . πίσω στο χωράφι . . . πρωινό του Απρίλη
. . . πρόσωπο

στο
χορτάρι . . . κανείς άλλος εκτός των
κορυδαλλών. . . σήκωσέ

το
από κεί . . . συνέχισε μαζί του από κεί .
. . λίγο ακόμα-. . .

τι;
. . . όχι αυτό; . . . δεν έχει σχέση μ’ αυτό;
. . . τίποτα δεν θα

μπορούσε
να πεί; . . . εντάξει . . . τίποτα δεν θα
μπορούσε να πεί

.
. . δοκίμασε κάτι άλλο . . . σκέψου κάτι
άλλο . . . αχ πολύ πιο

ύστερα
. . . ξαφνική λάμψη . . . ούτε κι αυτό . . .
εντάξει . . .

κάτι
άλλο και πάλι . . . και πάει λέγοντας . . .
πέτυχέ το στο

τέλος
. . . σκέψου πως το κάθε τι κρατάει αρκετά
. . . μετά

συγχωρείται
. . . πίσω στο-. . . τι; . . . δεν είναι ούτε
αυτό; . . .

δεν
έχει να κάνει ούτε μ’ αυτό; . . . τίποτα
δεν θα μπορούσε να

σκεφτεί;
. . . εντάξει . . . τίποτα δεν θα μπορούσε
να πεί . . .

τίποτα
δεν θα μπορούσε να σκεφτεί . . . τίποτα
αυτή-. . . τι; . .

.ποιά;
. . . όχι! . . . αυτή! [Παύση και κίνηση νο.
4]
. . .
μικρό

μικρούτσικο
πραγματάκι . . . ήρθε πριν την ώρα του . .
.

καταραμένη
τρύπα . . . καμιά αγάπη . . . τη γλίτωσε . .
. βουβή

όλες
της τις ημέρες . . . πρακτικά βουβή . . .
ακόμα και στον

εαυτό
της . . . ποτέ δυνατά . . . μα όχι εντελώς .
. . πού και πού

μια
ξαφνική παρόρμηση . . . μία φορά ή δυό
φορές το χρόνο . . .

πάντοτε
χειμώνα για κάποιον περίεργο λόγο . . .
οι μακριές

βραδιές
. . . οι ώρες στο σκοτάδι . . . ξαφνική
παρόρμηση να . . .

πεί
. . . στη συνέχεια βιασύνη να σταματήσει
στη πρώτη που είδε

.
. . πλησιέστερη τουαλέτα . . . να αρχίσει
να το βγάζει . . .

σταθερή
ροή . . . τρελά πράγματα . . . τα μισά από
τα φωνήεντα

λάθος
. . . κανείς δεν μπορούσε να την καταλάβει
. . . μέχρι να

δεί
πως τη κοιτάζουν . . . μετά να πεθάνει από
ντροπή . . . να

συρθεί
ξανά μέσα . . . μια φορά ή δυό φορές το
χρόνο . . .

πάντοτε
χειμώνα για κάποιο περίεργο λόγο . . .
πολλές ώρες

στο
σκοτάδι . . . τώρα αυτό . . . αυτό . . . όλο
και πιο γρήγορα .

.
. οι λέξεις . . . το μυαλό . . . να τρεμοπαίζει
σαν τρελό . . .

γρήγορο
μπλοκάρισμα και πάνω . . . τίποτα εκεί .
. . πάνω και κάπου

αλλού
. . . προσπάθησε κάπου αλλού . . . όλη την
ώρα να

ικετεύει
για κάτι . . . κάτι μέσα της να ικετεύει
. . . ικετεύει

να
σταματήσουν όλα . . . δίχως απόκριση . . .
η προσευχή μένει

αναπάντητη
. . . ή ανήκουστη . . . πάρα πολύ αχνή . . .
και πάει

λέγοντας
. . . μέχρι στιγμής . . . συνεχίζει . . .
προσπαθεί . . .

χωρίς
να ξέρει . . . τι προσπαθούσε . . . τι να
προσπαθήσει . . .

ολόκληρο
το σώμα χαμένο . . . μόνο το στόμα . . . σαν
τρελό . . .

και
πάει λέγοντας . . . συνέχισε-. . . τι; . . . το
βουητό; ναι . . .

όλη
την ώρα το βουητό . . . θολός βρυχηθμός
σαν καταρράχτης . . .

στο
κρανίο . . . και η αχτίδα . . . να χοροπηδάει
γύρω . . . ανώδυνη

.
. . μέχρι στιγμής . . . χα! . . . μέχρι στιγμής
. . . όλα αυτά . . .

συνέχισε
. . . μη ξέροντας τι . . . τι ήταν-. . . τι; . .
. ποιά; . . .

όχι!
. . . αυτή! . . . ΑΥΤΗ! . . . [Παύση.] . . . αυτό
που

προσπαθούσε.
. . τι πρέπει να δοκιμάσει. . . δεν πειράζει
. . .

συνέχισε
. . . [Η αυλαία αρχίζει να πέφτει.] . . . στο
τέλος θα

πέσεις
πάνω του . . . μετά πίσω . . . ο Θεός είναι
αγάπη . . .

οικτιρμός
. . . καινούριος κάθε πρωί . . . πίσω στο
χωράφι . . .

πρωινό
του Απρίλη . . . πρόσωπο στο χορτάρι . . .
κανείς άλλος εκτός

των
κορυδαλλών . . . σήκωσέ το-


αυλαία πέφτει ολοκληρωτικά. Η αίθουσα
σκοτεινή. Η φωνή

συνεχίζει
πίσω από την κουρτίνα, ακατάληπτη, δέκα

δευτερόλεπτα,
σταματάει καθώς η αίθουσα φωτίζεται.]

Not
I

By
: Samuel Beckett

Written
in English in spring 1972. First performed at the Forum Theater of
the Lincoln Center, New York, in September 1972. First published by
Faber and Faber, London, in 1973. First performed in Britain at the
Royal Court Theatre, London, on 16 January 1973.

Note:

Movement:
this consists in simple sideways raising of arms from sides and their
falling back, in a gesture of helpless compassion. It lessens with
each recurrence till scarcely perceptible at third. There is just
enough pause to contain it as MOUTH recovers from vehement refusal to
relinquish third person.

Stage
in darkness but for MOUTH, upstage audience right, about 8 feet above
stage level, faintly lit from close-up and below, rest of face in
shadow. Invisible microphone.

AUDITOR,
downstage audience left, tall standing figure, sex undeterminable,
enveloped from head to foot in loose black djellaba, with hood, fully
faintly lit, standing on invisible podium about 4 feet high shown by
attitude alone to be facing diagonally across stage intent on MOUTH,
dead still throughout but for four brief movements where indicated.
See Note.

As
house lights down MOUTH`S voice unintelligible behind curtain. House
lights out. Voice continues unintelligible behind curtain, l0
seconds. With rise of curtain ad-libbing from text as required
leading when curtain fully up and attention sufficient into:

MOUTH:
. . . . out . . . into this world . . . this world . . . tiny little
thing . . . before its time . . . in a godfor– . . . what? . .
girl? . . yes . . . tiny little girl . . . into this . . . out into
this . . . before her time . . . godforsaken hole called . . . called
. . . no matter . . . parents unknown . . . unheard of . . . he
having vanished . . . thin air . . . no sooner buttoned up his
breeches . . . she similarly . . . eight months later . . . almost to
the tick . . . so no love . . . spared that . . . no love such as
normally vented on the . . . speechless infant . . . in the home . .
. no . . . nor indeed for that matter any of any kind . . . no love
of any kind . . . at any subsequent stage . . . so typical affair . .
. nothing of any note till coming up to sixty when– . . . what? . .
seventy?. . good God! . . coming up to seventy . . . wandering in a
field . . . looking aimlessly for cowslips . . . to make a ball . . .
a few steps then stop . . . stare into space . . . then on . . . a
few more . . . stop and stare again . . . so on . . . drifting around
. . . when suddenly . . . gradually . . . all went out . . . all that
early April morning light . . . and she found herself in the–– . .
. what? . . who? . . no! . . she! . . [Pause and movement 1.] . . .
found herself in the dark . . . and if not exactly . . . insentient .
. . insentient . . . for she could still hear the buzzing . . .
so-called . . . in the ears . . . and a ray of light came and went .
. . came and went . . . such as the moon might cast . . . drifting .
. . in and out of cloud . . . but so dulled . . . feeling . . .
feeling so dulled . . . she did not know . . . what position she was
in . . . imagine! . . what position she was in! . . whether standing
. . . or sitting . . . but the brain– . . . what?. . kneeling? . .
yes . . . whether standing . . . or sitting . . . or kneeling . . .
but the brain– . . . what? . . lying? . . yes . . whether standing
. . . or sitting . . . or kneeling . . . or lying . . . but the brain
still . . . still . . . in a way . . . for her first thought was . .
. oh long after . . . sudden flash . . . brought up as she had been
to believe . . . with the other waifs . . . in a merciful . . .
[Brief laugh.] . . . God . . . [Good laugh.] . . . first thought was
. . . oh long after . . . sudden flash . . . she was being punished .
. . for her sins . . . a number of which then . . . further proof if
proof were needed . . . flashed through her mind . . . one after
another . . . then dismissed as foolish . . . oh long after . . .
this thought dismissed . . . as she suddenly realized . . . gradually
realized . . . she was not suffering . . . imagine! . . not
suffering! . . indeed could not remember . . . off-hand . . . when
she had suffered less . . . unless of course she was . . . meant to
be suffering . . . ha! . . thought to be suffering . . . just as the
odd time . . . in her life . . . when clearly intended to be having
pleasure . . . she was in fact . . . having none . . . not the
slightest . . . in which case of course . . . that notion of
punishment . . . for some sin or other . . . or for the lot . . . or
no particular reason . . . for its own sake . . . thing she
understood perfectly . . . that notion of punishment . . . which had
first occurred to her . . . brought up as she had been to believe . .
. with the other waifs . . . in a merciful . . . [Brief laugh.] . . .
God . . . [Good laugh.] . . . first occurred to her . . . then
dismissed . . . as foolish . . . was perhaps not so foolish . . .
after all . . . so on . . . all that . . . vain reasonings . . . till
another thought . . . oh long after . . . sudden flash . . . . . very
foolish really but– . . . what? . . the buzzing? . . yes . . . all
the time buzzing . . . so-called . . . in the ears . . . though of
course actually . . . not in the ears at all . . . in the skull . . .
dull roar in the skull . . . and all the time this ray or beam . . .
like moonbeam . . . but probably not . . . certainly not . . . always
the same spot . . . now bright . . . now shrouded . . . but always
the same spot . . . as no moon could . . . no . . . no moon . . .
just all part of the same wish to . . . torment . . . though actually
in point of fact . . . not in the least . . . not a twinge . . . so
far . . . ha! . . so far . . . this other thought then . . . oh long
after . . . sudden flash . . . very foolish really but so like her .
. . in a way . . . that she might do well to . . . groan . . . on and
off . . . writhe she could not . . . as if in actual agony . . . but
could not . . . could not bring herself . . . some flaw in her
make-up . . . incapable of deceit . . . or the machine . . . more
likely the machine . . . so disconnected . . . never got the message
. . . or powerless to respond . . . like numbed . . . couldn’t make
the sound . . . not any sound . . . no sound of any kind . . . no
screaming for help for example . . . should she feel so inclined . .
. scream . . . [Screams.] . . . then listen . . . [Silence.] . . .
scream again . . . [Screams again.] . . . then listen again . . .
[Silence.] . . . no . . . spared that . . . all silent as the grave .
. . no part–. . . what? . . the buzzing? . . yes . . . all silent
but for the buzzing . . . so-called . . . no part of her moving . . .
that she could feel . . . just the eyelids . . . presumably . . . on
and off . . . shut out the light . . . reflex they call it . . . no
feeling of any kind . . . but the lids . . . even best of times . . .
who feels them? . . opening . . . shutting . . . all that moisture .
. .but the brain still . . . still sufficiently . . . oh very much
so! . . at this stage . . . in control . . . under control . . . to
question even this . . . for on that April morning . . . so it
reasoned . . . that April morning . . . she fixing with her eye . . .
a distant bell . . . as she hastened towards it . . . fixing it with
her eye . . . lest it elude her . . . had not all gone out . . . all
that light . . . of itself . . . without any . . . any. . . on her
part . . . so on . . . so on it reasoned . . . vain questionings . .
. and all dead still . . . sweet silent as the grave . . . when
suddenly . . . gradually . . . she realiz–. . . what? . . the
buzzing? . . yes . . . all dead still but for the buzzing . . . when
suddenly she realized . . . words were– . . . what? . . who?. . no!
. . she! . . [Pause and movement 2.] . . . realized . . . words were
coming . . . imagine! . . . words were coming . . . a voice she did
not recognize at first so long since it had sounded . . . then
finally had to admit . . . could be none other . . . than her own . .
. certain vowel sounds . . . she had never heard . . . elsewhere . .
. so that people would stare . . . the rare occasions . . . once or
twice a year . . . always winter some strange reason . . . stare at
her uncom-prehending . . . and now this stream . . . steady stream .
. . she who had never . . . on the contrary . . . practically
speechless . . . all her days . . . how she survived! . . even
shopping . . . out shopping . . . busy shopping centre . . .
supermart . . . just hand in the list . . . with the bag . . . old
black shopping bag . . . then stand there waiting . . . any length of
time . . . middle of the throng . . . motionless . . . staring into
space . . . mouth half open as usual . . . till it

was
back in her hand . . . the bag back in her hand . . . then pay and go
. . . not as much as good-bye . . . how she survived! . . and now
this stream . . . not catching the half of it . . . not the quarter .
. . no idea . . . what she was saying . . . imagine! . . no idea what
she was saying! . . till she began trying to . . . delude herself . .
. it was not hers at all . . . not her voice at all . . . and no
doubt would have . . . vital she should . . . was on the point . . .
after long efforts . . . when suddenly she felt . . . gradually she
felt . . . her lips moving . . . imagine! . . her lips moving! . . as
of course till then she had not . . . and not alone the lips . . .
the cheeks . . . the jaws . . . the whole face . . . all those– . .
what?. . the tongue? . . yes . . . the tongue in the mouth . . . all
those contortions without which . . . no speech possible . . . and
yet in the ordinary way . . . not felt at all . . . so intent one is
. . . on what one is saying . . . the whole being . . . hanging on
its words . . . so that not only she had . . . had she . . . not only
had she . . . to give up . . . admit hers alone . . . her voice alone
. . . but this other awful thought . . . oh long after . . . sudden
flash . . . even more awful if possible . . . that feeling was coming
back . . . imagine! . . feeling coming back! . . starting at the top
. . . then working down . . . the whole machine . . . but no . . .
spared that . . . the mouth alone . . . so far . . . ha! . . so far .
. . then thinking . . . oh long after . . . sudden flash . . . it
can’t go on . . . all this . . . all that . . . steady stream . . .
straining to hear . . . make some-thing of it . . . and her own
thoughts . . . make something of them . . . all– . . . what? . .
the buzzing? . . yes . . . all the time the buzzing . . . so-called .
. . all that together . . . imagine! . . whole body like gone . . .
just the mouth . . . lips . . . cheeks . . . jaws . . . never– . .
. what?. . tongue? . . yes . . . lips. . . cheeks . . . jaws . . .
tongue . . . never still a second . . . mouth on fire . . . stream of
words . . . in her ear . . . practically in her ear . . . not
catching the half . . . not the quarter . . . no idea what she’s
saying . . . imagine! . . no idea what she’s saying! . . and can’t
stop . . . no stopping it . . . she who but a moment before . . . but
a moment! . . could not make a sound . . . no sound of any kind . . .
now can’t stop . . . imagine! . . can’t stop the stream . . . and the
whole brain begging . . . something begging in the brain . . .
begging the mouth to stop . . . pause a moment . . . if only for a
moment . . . and no response . . . as if it hadn’t heard . . . or
couldn’t . . . couldn’t pause a second . . . like maddened . . .
all that together . . . straining to hear . . . piece it together . .
. and the brain . . . raving away on its own . . . trying to make
sense of it . . . or make it stop . . . or in the past . . . dragging
up the past . . . flashes from all over . . . walks mostly . . .
walking all her days . . . day after day . . . a few steps then stop
. . . stare into space . . . then on . . . a few more . . . stop and
stare again . . . so on . . . drifting around . . . day after day . .
. or that time she cried . . . the one time she could remember . . .
since she was a baby . . . must have cried as a baby . . . perhaps
not . . . not essential to life . . . just the birth cry to get her
going . . . breathing . . . then no more till this . . . old hag
already . . . sitting staring at her hand . . . where was it? . .
Croker’s Acres . . . one evening on the way home . . . home! . . a
little mound in Croker’s Acres . . . dusk . . . sitting staring at
her hand . . . there in her lap . . . palm upward . . . suddenly saw
it wet . . . the palm . . . tears presumably . . . hers presumably .
. . no one else for miles . . . no sound . . . just the tears . . .
sat and watched them dry . . . all over in a second . . . or grabbing
at straw . . . the brain . . . flickering away on its own . . . quick
grab and on. . . nothing there . . . on to the next . . . bad as the
voice . . . worse . . . as little sense . . . all that together . . .
can’t– . . . what? . . the buzzing? . . yes . . . all the time the
buzzing . . . dull roar like falls . . . and the beam . . .
flickering on and off . . . starting to move around . . . like
moonbeam but not . . . all part of the same . . . keep an eye on that
too . . . corner of the eye . . . all that together . . . can’t go on
. . . God is love . . . she’ll be purged . . . back in the field . .
. morning sun . . . April . . . sink face down in the grass . . .
nothing but the larks . . . so on . . . grabbing at the straw . . .
straining to hear . . . the odd word . . . make some sense of it . .
. whole body like gone . . . just the mouth . . . like maddened . . .
and can’t stop . . . no stopping it . . . something she– . . .
something she had to– . . . what? . . who? . . no! . . she! . .
[Pause and movement 3.] . . . something she had to–. . . what? . .
the buzzing? . . yes . . . all the time the buzzing . . . dull roar .
. . in the skull . . . and the beam . . . ferreting around . . .
painless . . . so far . . . ha! . . so far . . . then thinking . . .
oh long after . . . sudden flash . . . perhaps something she had to .
. . had to . . . tell . . . could that be it? . . something she had
to . . . tell . . . tiny little thing . . . before its time . . .
godforsaken hole . . . no love . . . spared that . . . speechless all
her days . . . practically speechless . . . how she survived! . .
that time in court . . . what had she to say for herself . . . guilty
or not guilty . . . stand up woman . . . speak up woman . . . stood
there staring into space . . . mouth half open as usual . . . waiting
to be led away . . . glad of the hand on her arm . . . now this . . .
some-thing she had to tell . . . could that be it? . . something that
would tell . . . how it was . . . how she– . . . what? . . had
been? . . yes . . . something that would tell how it had been . . .
how she had lived . . . lived on and on . . . guilty or not . . . on
and on . . . to be sixty . . . something she– . . . what? . .
seventy? . . good God! . . on and on to be seventy . . . something
she didn’t know herself . . . wouldn’t know if she heard . . . then
forgiven . . . God is love . . . tender mercies . . . new every
morning . . . back in the field . . . April morning . . . face in the
grass . . . nothing but the larks . . . pick it up there . . . get on
with it from there . . . another few– . . . what? . . not that? . .
nothing to do with that? . . nothing she could tell? . . all right .
. . nothing she could tell . . . try something else . . . think of
something else . . . oh long after . . . sudden flash . . . not that
either . . . all right . . . something else again . . . so on . . .
hit on it in the end . . . think everything keep on long enough . . .
then forgiven . . . back in the– . . . what? . . not that either? .
. nothing to do with that either? . . nothing she could think? . .
all right . . . nothing she could tell . . . nothing she could think
. . . nothing she– . . what? . . who? . . no! . . she! . . [Pause
and movement 4.] . . . tiny little thing . . . out before its time .
. . godforsaken hole . . . no love . . . spared that . . . speechless
all her days . . . practically speechless . . . even to herself . . .
never out loud . . . but not completely . . . sometimes sudden urge .
. . once or twice a year . . . always winter some strange reason . .
. the long evenings . . . hours of darkness . . . sudden urge to . .
. tell . . . then rush out stop the first she saw . . . nearest
lavatory . . . start pouring it out . . . steady stream . . . mad
stuff . . . half the vowels wrong . . . no one could follow . . .
till she saw the stare she was getting . . . then die of shame . . .
crawl back in . . . once or twice a year . . . always winter some
strange reason . . . long hours of darkness . . . now this . . . this
. . . quicker and quicker . . . the words . . . the brain . . .
flickering away like mad . . . quick grab and on . . . nothing there
. . . on somewhere else . . . try somewhere else . . . all the time
something begging . . . something in her begging . . . begging it all
to stop . . . unanswered . . . prayer unanswered . . . or unheard . .
. too faint . . . so on . . . keep on . . . trying . . . not knowing
what . . . what she was trying . . . what to try . . . whole body
like gone . . . just the mouth . . . like maddened . . . so on . . .
keep– . . . what? . . the buzzing? . . yes . . . all the time the
buzzing . . . dull roar like falls . . . in the skull . . . and the
beam . . . poking around . . . painless . . . so far . . . ha! . . so
far . . . all that . . . keep on . . . not knowing what . . . what
she was– . . . what? . . who? . . no! . . she! . . SHE! . .
[Pause.] . . . what she was trying . . . what to try . . . no matter
. . . keep on . . . [Curtain starts down.] . . . hit on it in the end
. . . then back . . . God is love . . . tender mercies . . . new
every morning . . . back in the field . . . April morning . . . face
in the grass . . . nothing but the larks . . . pick it up–

[Curtain
fully down. House dark. Voice continues behind curtain,
unintelligible, 10 seconds, ceases as house lights up.]