Η ΓΑΤΑ
Ήρθε στη γειτονιά μια μέρα που έβρεχε πολύ. Έσταζε το νερό απ’ τα μαλλιά της κι απ’ τα πράγματα που ξεφόρτωναν απ’ το φορτηγό. Το χαμηλό σπίτι με τον κήπο άλλαξε όψη. Εγώ ήμουν στα δεκαέξι, μαθητής του γυμνασίου κι εκείνη στα χρόνια που οι γυναίκες αναδίδουν απλόχερα το μυστήριο της φύσης τους.
Τα απογεύματα άνοιγε διάπλατα τα μπροστινά παράθυρα. Τραγουδούσε δυνατά και σκούπιζε, έσκυβε, ίδρωνε, άπλωνε. Κι ύστερα έβγαινε στον κήπο, καθόταν στο χώμα κι άναβε τσιγάρο. Τεντωνόταν νωχελικά, ξάπλωνε στους αγκώνες της και σήκωνε το δεξί της πόδι σε χορευτικές κινήσεις, σαν να ’γραφε κάτι στον ουρανό. Μόνη έβγαινε στην αγορά –και ξερογλείφονταν οι άντρες– μόνη έφευγε, μόνη γυρνούσε.
Κι ήταν εκείνο το βορινό παράθυρό της, στο στενό, με τις τριάντα εννέα γρίλιες, είκοσι στο ένα παντζούρι και δεκαεννέα στο άλλο. Αυτή η ευλογημένη γρίλια, η τρίτη από πάνω, που έλειπε και μ’ άφηνε να βλέπω τα καλοκαιρινά βράδια στο μισοσκόταδο το διάφανο νυχτικό της –το πιο ευτυχισμένο νυχτικό του κόσμου– όπως κυλούσε στο λαιμό της καθώς το φορούσε και σκάλωνε στις δυο σκούρες αβύσσους, σκάλωναν και τα μάτια μου και τεντώνονταν τα δάχτυλα των ποδιών μου.
Και τι να πω για εκείνο το ακροκέραμο, μπροστά στη στέγη, που έσπασε μια μέρα, έτσι ξαφνικά, σαν να μου έκανε χάρη. Βγήκε εκείνη στον κήπο και σήκωσε τη σκάλα, αναρριχήθηκε ανάλαφρα, έφτασε ψηλά, στηρίχθηκε στο τελευταίο σκαλί, γύρισε το σώμα της και κάθισε εκεί, στην άκρη στα κεραμίδια να κοιτάζει τη γειτονιά που την κοίταζε.
Θυμάμαι τη μέρα που πέρασα απ’ έξω και στάθηκα να τη δω απ’ τα παράθυρα. Πετάχτηκε εκείνη ξαφνικά μπροστά μου και με κοίταξε κατάματα –γκρίζα μάτια με πράσινες χαρακιές, σκιστά σαν όνειρο.
«Μικρέ, θα πας για τσιγάρα;»
Μου έβαλε στο χέρι τα ψιλά, μια δεκάρα κύλησε κι έπεσε στο χώμα, έσκυψα, το βλέμμα μου στον χαμένο της πόντο, που ξεκινούσε απ’ τον αστράγαλο κι έφτανε ψηλά μέσα απ’ τη φούστα, ποιος ξέρει σε ποιον παράδεισο.
«Σαντέ», μου είπε, «ξέρεις, μ’ εκείνη την ξανθούλα απ’ έξω».
Πήγα και γύρισα τρέχοντας, στάθηκα μπροστά της και κρατούσα το πακέτο σφιχτά. Μαύρα μαλλιά είχε η ξανθούλα απ’ έξω και μάτια σκιστά σαν όνειρο.
«Μπράβο σου!», είπε και γύρισε την πλάτη, τα βήματά της στον αέρα και οι γοφοί της σε ένα λίκνισμα ηδονικής ναυτίας.
Έφυγε μια μέρα ηλιόλουστη, με το φως να στάζει απ’ τα μαλλιά της και απ’ τα πράγματα που φόρτωναν στο φορτηγό. Απρίλη μήνα. Γιόρταζε η ήβη μου το πέρασμά της απ’ τη ζωή μου, ξόρκιζε η ζωή μου τη μελλοντική της απουσία.
Κανείς στη γειτονιά δεν είχε μάθει το όνομά της. Η «γάτα» λέω όταν μιλάω για αυτή.
1η δημοσίευση, θράκα τευχος 5-6