Ορώμεν
ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς, / ανδρών
Αχαιών ναυτικοίς τ’ερειπίοις».
«Είδαμε
το Αιγαίο νεκρούς ν’ ανθεί, / κουφάρια
ανθρώπων, καραβιών κουφάρια».
Αισχύλου
‘Αγαμέμνων’
Μια
κριτική προσέγγιση στο «Πέρασμα» του
Κωνσταντίνου Τζαμιώτη
VII
285. ΓΛΑΥΚΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΟΥ
Οὐ
κόνις οὐδ’
ὀλίγον
πέτρης βάρος, ἀλλ’
Ἐρασίππου
/ ἥν
ἐσορᾷς,
αὕτη
πᾶσα
θάλασσα τάφος· / ὤλετο
γὰρ
σὺν
νηί· τὰ
δ’ ὀστέα
ποῦ
ποτ’ ἐκείνου
/ πύθεται, αἰθυίαις
γνωστὰ
μόναις ἐνέπειν.
Δεν
είναι η πέτρα και η γη του Ερασίππου ο
τάφος / μα όλη η θάλασσα – σ’ αυτήν εχάθη
με το σκάφος.
Και
πού σαπίζουν τα οστά και πού θα διαλυθούνε,
/ μονάχα οι γλάροι ξέρουνε, εκείνοι θα
σ’ το πούνε.
Η
λογοτεχνική κριτική έχει συχνά την τάση
να κατηγοριοποιεί την λογοτεχνική
παραγωγή σε διάφορες ομάδες. Έτσι η
λογοτεχνία τρόπον τινά δομείται σε
ευρύτερες θεματικές ενότητες. Μια
τέτοια νεότευκτη λογοτεχνική ενότητα
είναι και η λογοτεχνία που αντικατοπτρίζει
τις παντός είδους σύγχρονες κρίσεις.
Πολύς
λόγος έχει γίνει για το αν συνιστά
λογοτεχνικό γεγονός ένα βιβλίο με
επικαιρικό χαρακτήρα και περιεχόμενο.
Ως
advocatus
diaboli
οφείλω να υπερθεματίσω για τη σπουδαιότητα
του επικαιρικού ενίοτε χαρακτήρα της
Λογοτεχνίας. Ποιος άλλος θα μπορούσε
άραγε να περιγράψει επαρκεστέρα τα
κατά καιρούς δυσβάστακτα κοινωνικά
άχθη παρά ο homo
scrıptor; Γιατί
ο κάθε δημιουργός
δεν είναι της
εποχής του αλλά η εποχή του. Η Τέχνη και
δη η λογοτεχνία καλούνται ως σεισμογράφοι
να καταγράψουν τους κραδασμούς των
επικαιρικών τεκταινόμενων όταν αυτά
αποτελούν εγκάρσια διατομή στο σώμα
της Ανθρωπότητας.
Μια
τέτοια διατομή αποτελεί και το προσφυγικό
δράμα που ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης με
το βιβλίο του « Το Πέρασμα» αποτυπώνει
λογοτεχνικά.
Ο
Τζαμιώτης με λόγο τεκμηριωμένο συνεισφέρει
στην λογοτεχνική καταγραφή του
ξεριζωμού-εν προκειμένω του σύγχρονου
προσφυγικού δράματος- αυτής της μακράς
περιπέτειας της ανθρωπότητας.
Η
θάλασσα της Μεσογείου σπαρμένη με
ναυάγια και σκελετούς μπλεγμένους με
τα φύκια, αυτή η δική μας θάλασσα από
τις ακτές της Λιβύης μέχρι τα νησιά του
Αιγαίου και ως τις ακτές της Ιταλίας
και τη Λαμπεντούζα δεν έπαψε ποτέ να
καραβοτσακίζει πλεούμενα να ξεβράζει
νεκρούς και ζωντανούς μαζί
σε έναν σφιχτό εναγκαλισμό στις
ακτές της και να καταπίνει όνειρα και
ζωές. Η εικόνα αυτής της μανιασμένης
θάλασσας φαίνεται πως έχει στηρίξει
τη διαχρονία της από την αρχαιότητα σε
τούτον εδώ τον τόπο.
Στις
ημέρες μας δε τούτη η αιματοβαμμένη
διαχρονία φορτώθηκε από λογής υφάδια
λόγω του προσφυγικού δράματος .
Ποιο
‘Μοιρολόι της Φώκιας’ θα μιλήσει για
την ανθρώπινη απώλεια και θα κλάψει
όλες τις ‘Ακριβούλες’ που κείτονται
στο βυθό της ή για όλα τα βρέφη που είναι
θαμμένα σε ξένη γη ως ‘άγνωστα βρέφη’
με αριθμό Πρωτοκόλλου; «Άγνωστο
βρέφος. Κορίτσι 3 μηνών. Νο 31. Αρ. Πρ. 193.
22/11/2015 από 31/10/2015»
Με
αφόρμιση αυτήν τη θάλασσα και ένα
ναυάγιο που ξεβράζει σε κάποιο απομονωμένο
μικρό νησί κάπου στην εσχατιά της χώρας
όντα δύσμοιρα και ταλαιπωρημένα, ο
Κωνσταντίνος Τζαμιώτης στο βιβλίο του
«Πέρασμα» με
το μάτι όχι του παντεπόπτη αφηγητή αλλά
ενός αφηγητή που ζει και κινείται στην
σκιά των γεγονότων, ενός
ευαίσθητου καταγραφέα της καθημερινής
ζωής και συνύπαρξης ,
αναπλάθει θεματικά και πολυεπίπεδα
τον βαθειά πληγωμένο από τα έκτροπα του
ανθρώπου , Άνθρωπο, σε συνθήκες υπέρτατης
κρίσης . Τον άνθρωπο που εθίζεται στο
αδιανόητο, που παύει ενίοτε να διερωτάται
ποια δύναμη είναι αυτή που σπρώχνει
τους ανθρώπους στα βράχια που τους
‘κατάντησε πραμάτεια’ , που δημιουργεί
βιβλικές σκηνές με εικόνες που δεν είναι
από τη Βίβλο αλλά τεκταίνονται στα
τρέχοντα σωτήρια έτη του 21ου
αιώνα, σε έναν διαρκή ενεστώτα που κρατά
από την αρχή του κόσμου και συνεχίζεται
αδιάλειπτα ως τις μέρες μας.
Ο
Τζαμιώτης στο μυθιστόρημα του αυτό
αφήνει ανοιχτή την πόρτα στον αναγνώστη
να προσεγγίσει, χωρίς να χρειάζεται
περαιτέρω γνώσεις εξηγήσεις και
διευκρινίσεις, διερωτήσεις που στοχεύουν
στα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης
ύπαρξης, στήνοντας ένα tableau
vivant
και περιγράφοντας τις διακυμάνσεις
της ανθρώπινης συνθήκης σε δυο επίπεδα.
Σ’ αυτό του πρόσφυγα ικέτη ευεργετούμενου
και στο άλλο του Έλληνα ευεργέτη.
Μια
ανθρώπινη συνθήκη που δεν αφορά
«υπεράνθρωπους», αλλά ανθρώπους, με τα
πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που
χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Άλλωστε
κατά τον Τερέντιο ‘είμαστε άνθρωποι
και τίποτε ανθρώπινο δεν μας είναι
ξένο’.
Καταγράφει
με ρεαλιστική μαεστρία τις διακυμάνσεις
της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την
εξοικείωση με το συντελεσμένο και
αμετάκλητο της απώλειας , τον κλονισμό
των διαπροσωπικών σχέσεων, την
αποδιοργάνωση του ανθρωπιστικού αξιακού
συστήματος όταν ο άνθρωπος έρχεται
αντιμέτωπος με την άνωθεν επιβεβλημένη
βαρβαρότητα, μέσα από ένα μωσαϊκό
λογοτεχνικών χαρακτήρων και ένα ψηφιδωτό
συμπεριφορών που διόλου δεν απέχουν
της πραγματικότητας.
Και
με τον τρόπο τούτο αναδύεται μέσα από
την αφηρημένη για πολλούς έννοια
‘προσφυγικό ζήτημα’ ο άνθρωπος
πρόσφυγας, ο ξεσπιτωμένος του πολέμου,
ο ανέστιος και πλάνης πενθών αλλά και
ο άνθρωπος κάτοικος του τόπου υποδοχής
που βλέπει το modus
vivendi
αλλά και το modus
cogitandi
της καθημερινότητας του να αλλάζουν
δραματικά.
Ο
λογοτεχνικός ρεαλισμός που διατρέχει
την αφήγηση του Τζαμιώτη η οποία συνέχει
τον τοπικό χαρακτήρα των τεκταινομένων
με την παγκόσμια διάσταση του προσφυγικού
δράματος , είναι κάτι πολύτιμο για τον
αναγνώστη.
Τον
αφήνει, έστω και με συμβατική
αντικειμενικότητα , μέσα από την
πολυφωνική και ψυχογραφική κατάθεση
των εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς,
να διερωτηθεί ο ίδιος για κορυφαία
ζητήματα όπως για παράδειγμα αυτό της
αλληλεγγύης όταν το ανθρώπινο είδος
στροβιλίζεται στην αντάρα του ολέθρου.
Όταν
τα ίδια τα κείμενα «μιλούν» από μόνα
τους, όταν ο συγγραφέας κινείται τόσο
αριστοτεχνικά μεταξύ των γραμμών του
μύθου που έχει στήσει και της ίδιας της
Ιστορίας, δε βρίσκεις πολλά και χρήσιμα
να πεις παρά μόνον να το συστήσεις
ανεπιφύλακτα σε όποιον ενδιαφέρεται
να προσεγγίσει τη σύγχρονη εκδοχή του
προσφυγικού δράματος μέσα από τη
λογοτεχνική αποτύπωση του.
Εύη
Κουτρουμπάκη