ΝΤΑ-ΝΤΑ-ΝΤΑ

Της Μπελίκας Αντωνίας Κουμπαρέλη

Από μικρός έτρεχε και χωνόταν ανάμεσα σε πόδια, τα έγλειφε κρεμασμένος από γάμπες, τον τραβούσαν από δω κι από κει, τον έσερναν.  Ο πατέρας του τον κλότσαγε, η μάνα του γελούσε, η νταντά του τον άφηνε να τη μπαλαμουτιάζει. Στην πραγματικότητα την ετοίμαζε για τον πατέρα του που δεν ήξερε από προκαταρκτικά.

Μεγαλώνοντας χειροτέρεψε. Όπου πόδια κι αυτός. Στα λεπτά φανταζόταν αγάλματα, στα χοντρά κορμούς ελαιόδεντρων. Στα νεανικά έβλεπε δύναμη, στα γέρικα παραίτηση. Μπαινόβγαινε στα μπουρδέλα, κοιτούσε τις πουτάνες στα πόδια και μόλις τον ρωτούσε η τσατσά ποια διαλέγει, το ‘σκαγε. Έγινε γυναικάς. Έμενε μέχρι να λαχταρήσει τα επόμενα πόδια. 

Κάποια στιγμή συνάντησε μια γυναίκα που εκτός από πόδια, τον έπεισε ότι υπάρχουν κι άλλα μέρη του σώματός της σχεδόν εξίσου αξιόλογα. Την παντρεύτηκε. Τον πρώτο χρόνο ένιωθε ενθουσιασμένος που είχε και στόμα και βυζιά και χέρια και μυαλό. Τον δεύτερο επικεντρώθηκε στα πόδια της. Κάτι φλεβίτσες που εμφανίστηκαν πίσω απ’ τα γόνατα, τον μαγνήτιζαν. Δεν της είπε λέξη. Εξάλλου δεν της είχε μιλήσει ποτέ για το πάθος του. Κι όποιος έχει μυστικά, γίνεται μερακλής. Ή ανέραστος.

Τα βράδια περίμενε ν’ αποκοιμηθεί για να την ξεσκεπάσει. Αγόρασε κι ένα φακό, δήθεν για τα βιβλία που διάβαζε στο κρεβάτι, τον έριχνε πάνω της και ιχνηλατούσε. Ξεκινούσε απ’ τις πατούσες, πήγαινε στο κουντεπιέ, στα δάχτυλα, στα νύχια, στους αστραγάλους, ανέβαινε στις γάμπες, στα γόνατα, στα μπούτια, στα κωλομέρια.  Καθόταν υπομονετικά με το φακό του και περίμενε να γυρίσει, για να παρατηρήσει από μπροστά, από πίσω, πλάγια, κλειστά ή μισάνοιχτα, λυγισμένα, τεντωμένα. 

Μια νύχτα η γυναίκα του ξύπνησε. Είδε στο βλέμμα του αυτό το μίγμα λαγνείας και λύσσας. Τον ξαναερωτεύτηκε. Πέρασαν ένα υπέροχο τρίμηνο. Την έψαχνε με τον φακό του, ενώ του έκανε ψαλιδάκια, τινάγματα, ποζισιόν. Την έβαλε να κοιμάται με γόβες. Της αγόρασε άρβυλα. Ζητούσε να τον πατήσει. Του αρνιόταν γελώντας. Την ικέτευε να τον κλοτσήσει, να τον ισοπεδώσει, να τον βρίζει.  Βριζόταν μόνος του. Ξεφτιλισμένε σακάτη, έλεγε κοιτώντας τα πόδια του στον καθρέφτη. Όταν άρχισε να μιλάει για αντρικά πόδια, η γυναίκα του τρόμαξε. Μετά σιχάθηκε. Σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Τον τσάκωσε να ψάχνει στο ίντερνετ. Ήξερε ότι σύντομα θα ερχόταν σε επαφή και με τα σώματα των ποδιών. Προσπάθησε να τον λογικέψει. 

Ένας παλιός τους συμμαθητής την ενημέρωσε ότι του ζήτησε να σηκώσει τα μπατζάκια του. Τον σφαλιάρισε στην κεντρική πλατεία με τις καφετέριες. Σιγά σιγά τους εγκατέλειψαν όλοι. Οι γονείς της πανικόβλητοι, οι δικοί του αδιάφοροι. Εκείνη πάλευε να καταλάβει. Της ζητούσε τη νταντά του. Οδυρόταν που πέθανε. Της έλεγαν ότι κυκλοφορούσε σε άγριες περιοχές της πόλης τους. Γύριζε χαράματα. Κοιμόταν στον καναπέ, πάνω σε αμέτρητα παπούτσια που δεν ήταν δικά τους. Γεμάτος μελανιές.

Ο αστυνόμος χτύπησε την πόρτα του γραφείου της. Διέσχισαν την αλέα των βουβών συναδέλφων της. Δεν κατάλαβε πώς βρέθηκαν στο νεκροτομείο. Κατέβασε το σεντόνι παραξενεμένη απ’ το μέγεθος του πτώματος. Του είχαν κόψει τα πόδια με πριόνι. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο, να μην καταλάβει ο μπάτσος ότι γελούσε.