Δεκαετία του εβδομήντα. Τρεις αδελφές
μανιακές με το γυμνισμό. Ανακαλύπτουν μοναχικές παραλίες της Αττικής, κατά
προτίμηση με ψιλό βότσαλο, ξετσιτσιδώνονται και λιάζονται κουβεντιάζοντας για
τις οικογένειές τους, τη ζωή τους, τα όνειρά τους.

Τα σαββατοκύριακα ενώνονται με τους
άντρες και τα παιδιά τους. Η μεγαλύτερη σαραντάρα, η μεσαία τριάντα-οχτώ και η
μικρή, είκοσι-οχτώ. Οι άντρες τους τσίτσιδοι κι αυτοί, κάνουν περιπολίες είτε
από θαλάσσης είτε από ξηράς, μην πλησιάσει ματάκιας αλλά χαίρονται  την παρέα με άλλες οικογένειες γυμνιστών.

Τα παιδιά των τριών αδελφών από είκοσι η
μεγαλύτερη έως δέκα ο μικρότερος, παίζουν, φλερτάρουν, κουβεντιάζουν με όσα
άλλα γυμνά συνομήλικά τους εμφανίζονται.

Όταν νυχτώνει οι παρέες ενώνονται,
ανάβουν φωτιές, τρώνε στην παραλία, πίνουν, πιάνουν τις κιθάρες, τραγουδάνε. Κατασκηνώνουν
εκεί και φεύγουν πρωί της Δευτέρας για δουλειές και σχολεία.

Οι τρεις αδελφές βγάζουν τα ρούχα τους
και τα σώψυχά τους απ’ τον Μάρτη ως τον Νοέμβρη στη θάλασσα. Αν δεν έχουν
φαγητό μαζί τους, τρώνε πεταλίδες που εκπαίδευσαν και τα παιδιά τους να τις
ξεκολλάνε απ’ τα βράχια. Καμιά φορά σε μεγάλη δίψα, πίνουν θαλασσινό νερό
παριστάνοντας ότι ανακάλυψαν γλυφή πηγή στα βράχια, τους πιάνει όλους κόψιμο
και ξεραίνονται στα γέλια.

Μια Παρασκευή οι τρεις αδελφές χώνονται
σε μια μικρή σπηλιά κάπου στην Ανάβυσσο, αποφασισμένες να μαυρίσουν σε βαθμό
λιποθυμίας. Ανάσκελα με τα χέρια σε διάσταση για να πάρουν χρώμα και οι
μασχάλες τους, τραγουδάνε πρίμο σεγκόντο. Η μικρή συνήθως τους μαθαίνει τα
λόγια των τραγουδιών. Ανάσκελα τρεις ολόγυμνες καλλίγραμμες γυναίκες,
τραγουδάνε στη διαπασών με κλειστά μάτια.

«Αν είναι η αγάπη αμαρτία, θα βγω να το
φωνάξω με μανίαααααα» και στο ενδιάμεσο εντολές της μίας προς την άλλην, πάντα
με κλειστά μάτια, να γυρίσουν πλάι να μαυρίσουν προφίλ, να γυρίσουν μπρούμυτα
και ξανά ανάσκελα. Εντολές της μεσαίας που έχει πάρει από μικρή την ηγεσία της
τριάδας, ενώ η μεγάλη διαμαρτύρεται αλλά υπακούει και η μικρή μισανοίγει τα
μάτια να ελέγξει αν η μεσαία την παρακολουθεί ώστε ν’ αποφασίσει αν θ’ αλλάξει
στάση ή όχι.

Το τραγούδι αλλάζει σιγά σιγά. Γίνεται
σχεδόν επαγγελματική η απόδοσή του και από κοινού μετακινούνται στο επόμενο που
θέλουν να μάθουν. «Έτσι σαν αστείο, είπαμε αντίο» – η Σερενάτα της Αρλέτας. Για
λόγους ανεξήγητους και ανείπωτους κλαίνε και οι τρεις, μέχρι η μεσαία να
δηλώσει ότι δεν θέλει άλλα κλάματα και το γυρίζουν αμέσως στον Μεγάλο Ερωτικό
του Χατζιδάκι που τον ξέρουν λες και βγήκαν από ωδείο, οπότε δεν κλαίνε.

Ο ήλιος χώνεται στη σπηλιά, τις
νταλώνει, θολώνει το μυαλό τους, οι μουσικές παύουν, οι ανάσες βαραίνουν.
Διψάνε αλλά καμία δεν ξέρει αν έχουν νερό ούτε θέλει να σηκωθεί να ψάξει την
πιθανή γλυφή πηγή απ’ όπου θα πιουν και θα αρρωστήσουν πάλι. Οι κινήσεις
μειώνονται, οι ανάσες οικονομεύουν, σωπαίνουν ενώ ο ήλιος τις κατακλύζει. Τα
χέρια τους σε διάσταση, τα δάχτυλά τους αγγίζονται κι αποχωρίζονται με τίναγμα απ’
την κάψα.

Η μεσαία διατάζει να σηκώσουν τα πόδια
τους σε ορθή γωνία ως προς τα ανασκελιασμένα τους σώματα. Το κάνουν αμέσως κι
ακούγεται η αιώνια ερώτηση της μεσαίας προς τις άλλες: «Μα γιατί δεν μαυρίζουν και
οι πατούσες;»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ