με μια στοχευμένη και τελευταία αφιέρωση

«
όχι, μωρό μου, μιλάω σοβαρά! μα συ με παίρνεις στ’ αστεία και τέτοια
κόλπα δεν γουστάρω, να με ‘παιρνες τουλάχιστον στα τέσσερα, θα είχε μια
κάποια αξία, μόνο κοίτα, όταν μ’ αγαπάς, να προσέχεις τις αιμορροΐδες
μου, όμως εσύ μ’ έχεις μόνο για τα χαζά, για να κάνεις την πλάκα σου, σα
να μην καταλαβαίνεις τι νάρκες έχουν οι στίχοι μου, κι ας έσκισα πέντε
καμπίνες άφιλτρα και δύο πλοία βότκα για την πάρτι σου, θα νόμιζες για
οχτώ χρονάκια, μωρό μου, μα ήταν μόλις ημέρες οχτώ, να ξέρεις όμως δεν
μασάω, κι άμα λάχει για σήμερα τα γκολουάζ απ’ το μπαλκόνι μου πετάω,
και την βότκα στα σκουπίδια, κι ας πήξω αύριο στα ίδια, κι ας πάω, μωρό
μου, χαρμάνι, δεν ζούμε, σου γράφω, για τους ουρανούς, από τα κάτω
ξεκινάμε και γυρνάμε πάλι κάτω! να ξέρεις δεν κωλώνω πουθενά! θάνατο
συνδυάζω με παζάρι και μόστρα με ξεφτίλα! θα σου χώσω στη μάπα ποίημα
και θα σε βρω στα μπόσικα, γιατί τα ποιήματά μου εμένα είναι κεραυνοί,
και τότε να δεις ποιος θα γελάσει πιο πολύ, ποιος θα γελάσει τελευταίος,
θα μείνεις ενεός, ανυπεράσπιστος με την robes de chambre σου, αντί για
θριαμβευτικά ανοιχτή, σχεδόν απρόσμενα πεσμένη, έτσι για ν’ αποκαλυφθείς
και να μάθεις να μην κρύβεσαι πίσω απ’ τις φιλολογικές σου αναλύσεις,
έτσι για να μάθεις πως είναι επικίνδυνο ν’ ανοίγεις την πόρτα σου σε
άγνωστες μικρές! και μη μου τη βγαίνεις εμένα απ’ της γραφομηχανής σου
το σουρεάλ, γιατί εγώ είμαι μάγισσα και τα δικά μου ποιήματα μικρές
ευχές και αναθήματα, κι ούτε η φιλία σου μου φτάνει, και δεν την θέλω ρε
παιδάκι μου, κι ούτε τις πατρικές σου (φιρί φιρί το πας να σε ρίξω στον
καναπέ) συμβουλές γουστάρω, θα σε σκοτώσει (δήθεν) το τσιγάρο και
πίπες! ένας φαντάρος Κώστας απ’ τον Έβρο θα με σκοτώσει, σου λέω, γυμνός
από τη μέση και πάνω κι εγώ σαν Ευδοκία, σαν Αλμπερτίνα, σαν Ζυστίν, θα
παίξω την παρθένα πάλι, μ’ αθώες καστανές αφέλειες (για στολή
παραλλαγής τα βάφω φραουλί και στο σημείο αυτό τουλάχιστον είμαι
ακαταμάχητη), στρωτά σαντάλια, άοπλη, άμωμη δεκατριάρα σε παραδόσεις
γαλλικών και διαλέξεις για τον Εμπειρίκο, κι όλο και κάποιος σαραντάρης
θα βρεθεί με τάσεις διαστροφής και λίγο εξεζητημένα γούστα, γι αυτό
κοίτα, μωρό μου, τι θα κάνεις, το βλέπεις δα πως δεν μ’ αρέσουνε τα
λόγια τα πολλά, ούτε φανφάρες υπαρξιακές απλώνω στο χαρτί, με σώμα
ξετυλίγω την γραφή! και ξέχνα τα σάπια διανοούμενα σε μένα και τα υψηλά
σου τα αιτήματα, γιατί όπου ακούω τι το υψηλό να ‘μου ‘ρθει περιμένω
κατακέφαλα κάνα δοκάρι απ’ το δωμάτιό μου! το έχεις δει το δωμάτιό μου;
το εφηβικό εννοώ, καυλιάρη! γεμάτο αφίσες με τραγουδιστές των ΄80s και
γκομενάκια της βιντεοκασέτας, κι ένα σεντόνι τυλιγμένο στα ιδρωμένα
μπουτάκια μου, μωρό μου, και πανκιά στη Λάρισα πίσω από το δικαστικό
φουμέρνουμε κρυφά, μωρό μου, και δεν μ’ αφήσανε να πάω εκδρομή στην
Κέρκυρα, πήγα όμως φοιτήτρια χα!, γιατί με πήρανε πρέφα πως αγαπάω τον
Δημήτρη, και πως θα κάνω μουρνταριές, απ’ την τρίτη δημοτικού τον αγαπώ
κι έφτασε τρίτη λυκείου, το σόι μου μέσα! κόψε, λοιπόν, σε μένα τις
μαλαγανιές, κι επιτέλους πάψε να γελάς με το αβρό μου ρό! μ’ αυτό το ρό,
στο λέω, θα έγραφε ολόκληρο βιβλίο ο Ελύτης, τι Μαρίνες τι Ελένες,
φορβάς θεσσαλική! δεν έχεις ματαδεί!, μ’ αυτό το ρό, στο λέω! και ποια
θα σου πει πιο ρουφηχτά σε λατρεύω μον αμούρ! λέγε ρε! ποια; απαιτώ,
λοιπόν, τώρα φιλάκι γαλλικό! γλωσσίτσα και καυτή δροσιά και ξέρω πως θα
το κερδίσω, γιατί μονέδες είναι τα

δικά μου τα ποιήματα, κι ο
καθένας με τα όπλα του στον έρωτα, και πως το διανοείσαι να μη με
φιλάς; μόνο στα ξώβυζα και στη Σαγκάη το πουλάς, ύστερα πάντως μην
παραπονιέσαι πως έχασες το στυλ σου, και ξέχνα τ’ αγγελάκια με τις
ρομφαίες τους, γιατί σφαίρες είναι τα δικά μου ποιήματα δεν δίνουν
περιθώριο για σκέψη, σε τσακίζουνε μέχρι να πεις κύμινο, ο καθένας με τα
όπλα του, πάρ’ το χαμπάρι! κι εγώ είμαι σπουδαία ποιήτρια, αργότερα θα
μου το πούνε τα παιδιά μου, μα τώρα, στην Αθήνα κατεβαίνοντας!!!, στην
Αθήνα χαζολογώντας…, (κι εσύ απ’ την Αθήνα, με χαρακτήρα ασταθή και
τάσεις διαστροφής, να μου πεις πως πέρασες στις διακοπές σου, βρήκες τον
άλλο σου εαυτό), θέλω χιλιάδες δικά σου γαλλικά φιλιά, βέβαια ένα φιλί
δικό σου δεν είναι απαραίτητα απόδειξη αγάπης, αλλά κοπάνα το που να σε
πάρει! αλλά συ το χαβά σου και πάλι, φουκωντελεζικά, minima moralia και
τα σχετικά, ενώ εγώ σε θέλω μόνο για ξενύχτι, άφιλτρα γκολουάζ και
μπόλικες θανατηφόρες δόσεις φον Μαζόχ! τελείωνε! τελείωνε! γιατί όποιος
λέει και ξελέει το άλλο Σάββατο πεθαίνει! τελείωνε, λοιπόν! σύρε την
άλυσον, μωρό μου, να σαλπάρει σε θάλασσες ασύστολης (κι ασήκωτης για
όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούνε, μωρό μου) ηδονής το καράβι μας, γιατί
θα έρθει η στιγμή, μωρό μου, που θα τις παρακαλάς, ξέρεις ποιες, μην
κάνεις τον κουτό, μόλις τελειόφοιτες νοσοκόμες Λάρισα ΤΕΙ, αν δεν το
καταργήσουνε, με τα λευκά μπλουζάκια και το στήθος θανατηφόρα τροφαντό,
όχι σαν το δικό μου, το πώς το είχες πει; όχι ιδιαίτερα ωραίο και
σίγουρα συνηθισμένο, μόνο που αυτό, μωρό μου, σου θύμιζε πάθη άγρια και
τις τέως ενοχές σου, θα τις παρακαλάς ανάμεσα σε καθετήρες, πλαστικούς
ορούς, και σύριγγες μιας χρήσης, θα τις θερμοπαρακαλάς, μα θα ‘ναι πια
πολύ αργά, μωρό μου, για ένα ακόμη στριπτηζάκι! »

[ Η
Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στην Λάρισα και ζει στην Ξάνθη. Εξέδωσε δύο
ποιητικές συλλογές : 1- «ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ Ν’ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ ΣΕ
ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΙΚΡΕΣ» , εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ 1989 , 2- «σύρε καλέ την άλυσον» ,
εκδόσεις Ενδυμίων 2011, στο κείμενο χρησιμοποιήθηκαν αρκετοί στίχοι της
ποιήτριας, για την σχεδόν γραφή και το σχεδόν κολάζ : Αντώνης Ψάλτης,
Λάρισα, χαράματα η ώρα τρεις ]