Johann Paul Friedrich Richter

Η ΑΙΤΝΑ

Ὁ δρόμος ἀκανόνιστος περνοῦσε μέσα ἀπ’ τὴν παγωμένη λάβα καὶ τὸ μαῦρο χῶμα ποὺ γεννᾷ ἡ φωτιά.

Κατὰ τὴν ἀνατολὴ ἐρρόδιζεν ὁ ὁρίζοντας… Κι’ ὁλοένα τὸ ρόδινο αὐτὸ χρῶμα γίνουνταν λαμπερώτερο κι’ ὁλοένα ξαπλώνουνταν στὸν οὐρανό, πάνω ἀπ’ τὴ γῆ κι ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὡς ποὺ στὸ τέλος ἐπῆρε ὁλόκληρη  τὴν ἔκταση ποὺ κρατοῦσε πρὶν τὸ σκοτάδι.

Ἔπειτα πρόβαλε κι’ ὁ ἥλιος κι’ ἐδιάλυσε τὰ σύννεφα ἀπ’ τὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κι’ ἐφώτισε τὰ γυροτόπια μὲ τὰ ὠμορφώτερα καὶ τὰ διαφορετικώτερα χρώματα. Ἀφοῦ ἀπολάψαμε αὐτὸ τὸ θέαμα, ἑτοιμαστήκαμε γιὰ ν’ ἀνέβουμε στὸν κρατῆρα.

Ἔπρεπε πολλὰ νὰ τραβήξουμε, περπατώντας μέσα σὲ χιόνια καὶ λάβες καὶ πάγους ὡς ποὺ νὰ φτάσουμε τὴν ψηλότερη κορφή, ποὺ εἶναι ζεστή, σκισμένη σὲ διάφορα μέρη καὶ σκεπασμένη μὲ σκουργιὰ καὶ στάχτη.

Τὸ ἀνέβασμα μᾶς δυσκόλεψε πολύ· τέλος ὅμως ἐφτάσαμε τὸν ἴσιο δρόμο, ποὺ εἶναι σκεπασμένος ἀπὸ ἕνα μαλακὸ ἐπίπαγο, τέτοιον ποὺ κάπου-κάπου νὰ κολάη κανενὸς τὸ παποῦτσι.

Πόσο μεγάλος ἦταν ὁ θαυμασμός μας,  ὅταν φτασμένοι στὴν κορφή, βρεθήκαμε ἀπέναντι στὸν τρομερὸ ἐκεῖνο κρατῆρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καπνὸς ἔβγαινε καὶ πρωτάκουστοι κρότοι ποὺ ξαφνίζουν τὸν ἄνθρωπο, πότε σὰ βροντὲς καὶ πότε σὰ κανόνια.

Ἀφοῦ ἀπολάψαμε κι’ αὐτὸ τὸ θέαμα γυρίσαμε κάτω τα μάτια μας κι’ εἴδαμε, λές, ὅλη τὴν ὠμορφιὰ τοῦ κόσμου μαζεμένη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας.

Ἐφαίνουνταν ἕνα μεγάλο κομμάτι θάλασσας, τὸ μισὸ παποῦτσι  τῆς Καλαβρίας, ἐφαίνουνταν ἡ Μάλτα καὶ τὸ καπνοστεφάνωτο Στρόμπολι. Εἴδαμε τὸ τρίγωνό της Σικελίας μὲ τὰ βουνά, τὶς πεδιάδες, τὰ ποτάμια καὶ τὶς πόλεις της.

Ὅλα τα πράματα τὰ βλέπαμε μεγαλωμένα, σὰν μέσα ἀπὸ φακό, φαινόμενο ποὺ γεννοῦσε ἡ ἄφταστη καθαρότητα τοῦ ἀέρα. Ἐνῷ εἴμαστε βυθισμένοι στὸ θάμασμα τῆς θέας αὐτῆς, ξάφνου ὁλόκληρος ὁ κῶνος τῆς Αἴτνας ἄρχισε νὰ τρέμῃ κ’ ἕναν τέτοιον τρόπο, ποὺ θάλεγε κανεὶς  πὼς ἤθελε γκρεμιστῆ.

Σὲ λίγο μιὰ ἔκρηξη ἀκούστηκε, βοντερώτερη κι’ ἂπ΄ τὴν πειὸ βροντερὴ βροντή, καὶ μέσα ἀπ’ τῆς σκισμάδες τοῦ βουνοῦ κι’ ἂπ΄ τὸν κρατῆρα ξεπετάχτηκαν καπνοὶ μαῦροι καὶ κίτρινοι ποὺ συγκεντρώθηκαν σ’ἕνα πελώριο σύννεφο ἀμέσως, ὑψωνόμενο στριφογυριστὰ καὶ σὰν αὐλακωτὴ κολῶνα σύννεφο ἀμέσως, ὑψωνόμενο στριφογυριστὰ καὶ σὰν αὐλακωτὴ κολῶνα πρὸς τὰ γαλάζια οὐράνια.

Αὐτὸ ἦταν ὅλο καὶ ξαναβασίλεψε πάλι ἡ ἡσυχία…

Εἴχαμε πιὰ περάσει δύο ὧρες ἀπάνω στὴν κορφὴ καὶ ξαναπήραμε τὸ δρόμο μας στὰ κάτω.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΓΚΑΚΗΣ

η μετάφραση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πυρσός», 

Τεῦχος 4, Σεπτέμβρης 1917, Μηνιαία Λογοτεχνικὴ Ἔκδοση

 

***

Μ. Μαγκάκης, ένας ξεχασμένος ποιητής

Του Γιαννη Παπακωστα

Εφημερίδα“Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”

Εκτός από τις μορφές που δέσποσαν στα λογοτεχνικά πράγματα στη δεκαετία του 1910-1920, του Καβάφη, του Βάρναλη, του Σικελιανού, του Φιλύρα, του Καρυωτάκη, του Λαπαθιώτη, του Μελαχρινού, του Ουράνη, υπάρχουν μερικοί ελάσσονες συγγραφείς, ποιητές κυρίως, που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητοι. Απαρατήρητοι, είτε γιατί από ένα σημείο και πέρα έπαψαν να γράφουν είτε γιατί δεν συμπεριέλαβαν το έργο τους σε συγκεντρωτική έκδοση είτε γιατί η σύντομη ζωή τους δεν επέτρεψε να διαμορφώσουν το λογοτεχνικό τους πρόσωπο, ενώ τα ποιήματά τους έμειναν διάσπαρτα σε διάφορα βραχύβια, εν πολλοίς, έντυπα, τα περισσότερα από τα οποία δεν είναι επισκέψιμα ή συνήθως απόκεινται σε ελλιπείς σειρές.

Μερικοί από τους συγγραφείς αυτούς επέζησαν μόνο ως ονόματα και με ελάχιστα δείγματα γραφής στην «Ανθολογία των νέων ποιητών μας, (1990-1920)» και «Οι Νέοι, 1910-1920» (η συλλογή βγήκε από τους κύκλους της «Καλλιτεχνικής Συντροφιάς» με την επιμέλεια του Αγρα), ενώ υπάρχουν και συγγραφείς, ποιητές κυρίως, των οποίων τα ονόματα έκτοτε ξεχάστηκαν ή μνημονεύονται μόνο ευκαιριακά. Ενδεικτικώς αναφέρομαι στον Ιωσήφ Ραφτόπουλο, στον Μανώλη Μαγκάκη και τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, ανεψιό του ομώνυμου πρωθυπουργού, του οποίου η ποιητική συλλογή, «Οι ρυθμοί του Ονείρου και του Θανάτου» (Les rythmes de rve et de la mort), που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1909 με πρόλογο του Ζαν Μορεάς είχε προκαλέσει εντύπωση, όπως προκύπτει και από κριτικά κείμενα του Μαλακάση και του Ουράνη. Ο Ραφτόπουλος πέθανε 30 ετών περίπου (1890-1923), ο Μαγκάκης 27 (1891-1918), ο Δεληγιώργης 25 (1883-1908).

Εδώ αναφέρομαι στον σχεδόν άγνωστο λυρικό ποιητή Μανώλη Μαγκάκη. Η λανθάνουσα και αμαρτύρητη από αλλού ποιητική του συλλογή «Λυρικά Ποιήματα», που εντελώς τυχαία εντόπισα (κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, το 1920, με την επιμέλεια των Χαρ. Παπαντωνίου και Ιωσήφ Ραφτόπουλου) αποτέλεσε το έναυσμα ώστε να ασχοληθώ διεξοδικότερα μαζί του. Καθώς η έρευνά μου προχωρούσε, διαπίστωσα ότι ο Μαγκάκης έχει στο ενεργητικό του και ενδιαφέρον μεταφραστικό έργο, το οποίο το συνιστούν δύο αυτοτελείς τόμοι με σονέτα του Σαίξπηρ ο ένας και επιλογή από το έργο του Οσκαρ Ουάιλντ, με διηγήματα, μπαλάντες και κριτικά κείμενα ο άλλος. Σε περιοδικά της περιόδου 1910-1920 εντοπίστηκαν διάσπαρτα ποιήματα, πεζά και δοκίμιά του και μεταφράσεις αγγλόφωνων συγγραφέων.

Με τη συμμετοχή του στην έκδοση περιοδικών ως διευθυντής, αρχισυντάκτης ή συνεργάτης, πρόβαλε ως δραστήριο μέλος της λογοτεχνικής ζωής. Με τα θεωρητικά του κείμενα, ως θιασώτης των απόψεων του Ουάιλντ, προκαλούσε συχνά αντιδράσεις.

Ο Μαγκάκης γεννήθηκε στην Ερμούπολη Σύρου το 1891. Πατέρας του ήταν ο κρητικής καταγωγής Κωνσταντίνος Μαγκάκης και μητέρα του η Αγγελική, από το γένος της ιστορικής οικογένειας του Αγώνα, των Μαυρογένηδων. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πέθανε στις 21 Οκτωβρίου 1918, ύστερα από ολιγοήμερο πυρετό, στον Ωρωπό, όπου προσωρινά επέβλεπε τις εργασίες ενός λατομείου.

«Είχε», γράφει ο Χαρ. Παπαντωνίου, «παρουσίαση και τόνο διανοητικού και λεπτά αισθαντικού ανθρώπου, ήταν από τους πολύ ολίγους εκείνους σύγχρονους «νέους» μας, οι οποίοι δείχνουν ολιγώτερο από το πραγματικό που έχουν και κρατούν πάντα τη σκιά μιας σοφής μετριοφροσύνης ανάμεσα του εσωτερικού των και των ανθρώπων».

Ο Μαγκάκης συνεργάστηκε με πλήθος περιοδικά. Η συνεργασία του άρχισε το 1909 με τα περιοδικά «Ελλάς» και «Δάφνη». Τον άλλο χρόνο τον βρίσκουμε συνεργάτη στο βραχύβιο περιοδικό «Ανεμώνη» και στη συνέχεια σε πλήθος άλλα περιοδικά, που προσεγγίζουν τα είκοσι («Αλκή», «Ανθών», «Βωμός», «Επιφυλλίς της Φιλολογικής Κυψέλης», «Ζωή», «Λογοτέχνης», «Νέα Σκέψις», «Νέα Τέχνη», «Νέον Φως», «Ο Καλλιτέχνης», «Ομηρος», «Ορμή», «Πινακοθήκη», «Ποιητική Εκδοση», «Πυρσός»). Δημοσίευσε ποίηση, δοκίμια, διηγήματα, μεταφράσεις, στις οποίες ανήκει και μια σειρά κειμένων θεωρητικού προβληματισμού με αντικείμενο τη φιλοσοφία, την τέχνη και τη λογοτεχνία.

Με βάση τις δημοσιευμένες πηγές, ο Μαγκάκης είναι ο πρώτος μεταφραστής και εκδότης σονέτων του Σαίξπηρ. Η έκδοση έγινε το 1911, με τον τίτλο «Τα περίφημα σονέττα του Σαίξπηρ»· έως το 1938, οπότε κυκλοφόρησε μετάφραση από τον Β. Χανιώτη, η έκδοση Μαγκάκη ήταν η μοναδική (Κ. Κασίνης). Σε βιβλιογραφική μαρτυρία του 1920 αναφέρεται ότι είχε πραγματοποιηθεί και δεύτερη έκδοση του έργου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εισαγωγικό σημείωμα, όπου ο μεταφραστής αποτιμά την ποιητική αξία των σονέτων, συσχετίζοντάς τα με το «Ασμα Ασμάτων».

Επηρεασμένος από τις αρχές του αισθητισμού, ο Μαγκάκης θεωρεί ότι η ομορφιά αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της τέχνης και είναι ανεξάρτητη από την κοινωνία και τη ζωή. Οτιδήποτε άλλο υποδηλώνει σκοπιμότητα και επιτήδευση, πράγμα που συνεπάγεται αυτολογοκρισία και περιορισμό της πηγαίας έκφρασης. Η αισθητική αρχή «η τέχνη για την τέχνη» βρίσκει την εφαρμογή της. Ο «Ουαλδισμός ήταν τότε της μόδας», έγραφε λόγιος της εποχής.

Στην ανθολογία «Οι Νέοι», που κυκλοφόρησε το 1920, προτάσσεται αδρομερές σημείωμα, όπου σημειώνεται: «Εγραψε λίγα πρωτότυπα ποιήματα, αλλά όλα εκλεκτά. Χαρακτηριστικό του η εξωτερίκευσις του λυρισμού σε απλή μορφή». Ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος τονίζει ότι «τα τραγούδια του είναι όλα αληθινά στη συγκίνηση και στη φόρμα άρτια».

Ο Μαγκάκης, βιώνοντας το κλίμα της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής, ως γνήσιος εστέτ, έζησε μέσα από την τέχνη του και έγινε ο ίδιος αντικείμενο της τέχνης του. Στον σκοτεινό ιδιωτικό του χώρο θα βιώσει σπαρακτικά τον ρομαντικό του θρήνο. «Πόσο πολύ σε πόθησα γαλήνη του θανάτου», θα πει· ο στίχος μάς θυμίζει τον μεταγενέστερο του Καρυωτάκη: «Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!». Και όλα τούτα, δοσμένα με τρόπο ανάλογο με του Μαλακάση, με ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους και μη, ρίχνοντας το βάρος στη μουσικότητα και την ηχοποιία.

* Από την εισαγωγή στο ποιητικό έργο του Μ. Μαγκάκη, που θα κυκλοφορήσει στις εκδόσεις «Γαβριηλίδη».