εκδ. Γαβριηλίδης 2016
Όχθες
Ανάμεσά μας βρίσκεται
μια γλώσσα
και μια θάλασσα.
Κοιταζόμαστε
μέσα από πάχνες πρωινές
και δειλινά κοραλλένια.
Συλλαβίζουμε δίχως
κουπιά.
Αν μπόρεσε ο άνεμος,
μπορούμε κι εμείς.
Άλλοι μετακινούν βουνά,
καλλιεργούν πεδιάδες.
Άλλοι προσεύχονται για
μια αλμυρή βροχή.
Εμείς στεκόμαστε
απέναντι.
Επινοούμε τρόπους.
Είμαστε οι παρυφές
αυτού που μας χωρίζει.
Μαζί, μας βλέπουν μόνο
τα πουλιά.
Φανταζόμαστε
πως θα χτίσουμε γέφυρες
με λόγια και νερό.
Σεπτέμβρης
Είναι ο καιρός που
ξεκινούν τα πλοία
εκείνα που έχασαν το
πρώτο τους χρυσάφι
και με άδεια κιβώτια
σαλπάρουν
για του χειμώνα την
πρόοδο.
Γενναία καράβια.
Το μπουκάλι του ονόματος
από καιρό έχει σπάσει
στα πλευρά τους
και τα σκοινιά τους
έχουν κουραστεί.
Όμως φέρνουν το σχήμα
της αξόδευτης χώρας
που ζει στα πανιά τους
και τη λάμψη απ’ τα
μάτια που τα συνόδεψαν.
Κι όπως μπαίνουν στα
κρύα λιμάνια
με το μέλι του Αυγούστου
να κολλάει στο πηδάλιο
νοσταλγούν το ταξίδι
πριν ακόμα τελειώσει
ενώ η γοργόνα της πλώρης
στο ξύλο σκαλισμένη,
αναστενάζει:
«Ήμουν πολύ αυστηρή με
το κορμί μου».