Εκδόσεις Samizdat
Κοιμάσαι τώρα κι εγώ σε κοιτώ
νιώθω την ανέμελη ανάσα σου
τους εφιάλτες ξεχνώ της ανθρωπότητας
το δικό μου εφιάλτη.
Η ζωή μας είναι σαν τον καιρό
φυσάει βρέχει χιονίζει
κάτω από ήλιους σκληρούς η ζωή μας
είναι σαν το νερό
βράζει παγώνει στερεύει.
Ιδέα δεν έχουμε από που ήρθαμε και
που πηγαίνουμε μόνο σε κάτι όνειρα βλέπουμε
άγνωστα νησιά και λαμπρούς προορισμούς.
Αστράφτει γυάλινες φλέβες ο ουρανός μουγκρίζει
αλλά μη φοβηθείς μικρούλι τα σύννεφα
έχουν τα δικά τους ονόματα:
ψηλόμπουκλες μαυροξαπλώστρες
φωτοκαπνοί μαζοβροχούληδες
έτσι να τα λες και δε θα φοβάσαι.
Γλυκά κοιμάσαι ανασαίνεις απαλά.
Δεσμώτης του αύριο
του χθες οπαδός
πως γίνεσαι άραγε;
Τι αρχίζει τι τελειώνει δεν έχω ιδέα.
Μες τη βροχή περπατώ
ψάχνοντας τ’ άδεια σημάδια της νύχτας.
Τη μέρα προσπερνώ τις στιγμές
τα βλέμματα διαβάζω των δρόμων
νιφάδες μαζεύω απ’ το περσινό καλοκαίρι
και μ’ όλα αυτά ξεγελώ τον καιρό
σ’ ένα μπαλκόνι που αρμενίζει
στη ζούγκλα της γκρίζας συνήθειας.
Πόσο ν’ αντέξει μια έρμη καρδιά
τα κίτρινα λόγια τη βία του αίματος;
Στην άκρη μιας φλόγας ζυγίσαμε το πρόσκαιρο δάκρυ
ζωές που κλειδώσαμε μες την προσμονή
σαν κάτι πρόσωπα ξεχασμένα σε παλιά κομοδίνα.
Είναι κι αυτή η εξοικείωση με τον πόνο
ακόμα κι αυτά τα χάδια παιδικών εποχών…
Πόσο ν’ αντέξει μια έρμη καρδιά
του ορίζοντα την ένταση;
Κοιμάσαι μικράκι κι εγώ ξαγρυπνώ
κάπως είναι να ξοδέψεις το σώμα σου
μικράκι να βρεις τρόπους ταιριαστούς.
Μουτζουρώνω τον χρόνο μου
όπως μουτζουρώνεις σελίδες. Χα.
Να αυτό κάνω. Τι να λέω τώρα…
Πια δεν ακούς τι φριχτά ουρλιάζουν οι σφαίρες.
Μ’ ένα κρασάκι ξεγελώ το αποψινό σκοτάδι
το πιο όμορφο ψέμα το βαφτίζω αλήθεια.
Δεν επιτρέπεται μήπως;
Ας γράψω ένα μεθυσμένο στίχο:
στου εργάτη την ολόμαυρη ράχη.
Αριστούργημα. Χα. Χαλάσαν τα σχέδια; Προσαρμόσου!
Ξέρεις πιγκουίνε ποιες λέξεις θ’ ακούς πιο συχνά;
Για όσα απουσιάζουν.
Η βασιλεία της φωτιάς και του ύπνου…
Η εποχή των διαδόχων της απάτης…
Ο μέγας σεισμός στα σωθικά των πόλεων
στων σκουπιδιών το κράτος…