7 Μαρτίου
κάτι εκδικεί. κάτι ματώνει αιχμηρά στην κοιλιά των
πραγμάτων.
σπάζει ο παλιός μου δαίμονας. κι ο διάδρομος: γάζες και
μαύρα έντομα.
κόρη μου. τρέμω αυτόν που κρέμεται μιαν έρημη γλώσσα
των παθών στα γόνατα.
λουτρά. ουρητήρια. εδώ. τέσσερις πόρτες σίδερο απ’ το
ξυράφι ως τη φωνή του.
ΘΑΛΑΜΟΣ Δ
Κατ’ όπου κόβει κάγκελο: νεκρός μου. τι σκοτεινιάζει
o άνθρωπος πίσω απ’ την τρέλα;
Βόλια, αν δεν πιστεύεις πως ρίξαν τις κόρες
μας στα Χαυτεία, μέτρα ξυράφια
από τον Ράμι ως την πιάτσα – ή τον «Λαιμό»
που ’σπαζε δόσεις στα ρολά και πίσω μαύριζ’
ένα κουβάρι γόνατα όλο βενζίνη
– Εγώ έκαψα στους Πύργους τον πατέρα
σου∙ και το κράτος μού πρέπει σέβας κι’
ευγνωμοσύνη
Κι από την αγορά κατέβηκ’ ένας μετανάστης
χειμώνας με τους νεκρούς και τα φτηνά
πνευμόνια του
Λοιπόν, μέτρα ξυράφια από τον Ράμι ως την
πιάτσα
Κανείς δεν νοιάζεται τι ώρα μπαίνεις στη
Μενάνδρου