Κωνσταντῖνος Κ. Χατούπης

Χοιροστάσιο


Σήμερα ξημέρωσε ἄλλος οὐρανός: ὁ ποιητὴς ἦταν ἄρρωστος βαριά. Ἀπὸ νωρίς, τὴν ὥρα ποὺ τὸ φῶς πλούτιζε σιγὰ σιγὰ τὴν πολιτεία, κόσμος μαζεύτηκε στὸ σπίτι γιὰ τὸ κατευόδιο. Κι ὅταν ὁ ῥόγχος τοῦ θανάτου ἔριχνε τὴ σκιὰ του, τρεῖς παπάδες μὲ τὸ δισκοπότηρο στὸ χέρι καὶ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα ἐμφανίστηκαν νὰ σπρώχνουν τὸν κόσμο, βρίζοντας, γιὰ νὰ μποῦν γρήγορα στὸ δωμάτιo, μπᾶς καὶ προλάβουν τὸν ποιητὴ νὰ μεταλάβουν. 

     Ἄξαφνα, ἀκούστηκε ἀπ’ τὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ μιὰ βραχνιασμένη λύρα νὰ οὐρλιάζῃ, καλῶντας τους ναρθοῦν κοντά της γιὰ νὰ τοὺς ταΐσῃ. Τότε, μία παράτα σαρκόσιτων ῥοβόλησε, ἀνυπόμονα, κάτω ἀπ’ τὴ γῆ καὶ γιόμισε ὅλα τὰ δώματα τοῦ ὑπογείου. Ἀλλοῦ σφάζαν ἀρνιὰ καὶ βόδια καὶ τὰ πρόσφεραν ὠμὰ κι ἀλλοῦ χαρίζανε κρασί, τυρὶ καὶ μέλι. 

     Μέχρι τὰ χνῶτα τους νὰ μυρίσουν ζῷο, εἶχαν μπουζουριάσει, φιλήδονα, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους· στὸ τέλος πρήστηκαν.

     Κατὰ τ’ ἀπομεσήμερο, μέσα σὲ μία ἀτμοσφαῖρα ζεστὴ ποὺ μύριζε ψοφίμι κι αἷμα, ἄρχισαν νὰ στριφογυρίζουνε κάτω ἀπ’ τὴν ἀντάρα τῶν συναναστροφῶν δίχως νὰ μποροῦν νὰ σιωπήσουνε γιὰ μιὰ στιγμή. Μὴν ἔχοντας καὶ τίποτα ἄλλο γιὰ νὰ κάνουν, κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ἄναψαν κερὶ γιατὶ φοβόντουσαν μήπως τοὺς καταλάβει ὁ νεκρός, ἄλλοι φλυαροῦσαν, ἢ ρωτοῦσε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο· μὰ κανεὶς δὲν ἄκουγε κανέναν. Καὶ τοῦτο συνεχίστηκε γιὰ πολλὴ ὥρα ἀκόμα μέχρι ποὺ ὅλοι ἀποκοιμήθηκαν, πιά, σὲ ἕνα ἀπέραντο ἄδειο. 

     Κάποια φορὰ οἱ παπάδες τελειῶσαν τὴ μεταλαβιὰ καὶ θυμωμένοι ποὺ εἴχανε ἀργήσει τὰ φιλοδωρήματα, κράξαν τοὺς συγγενεῖς τοῦ ποιητῆ ναρθοῦνε πάνω γιὰ νὰ πληρωθοῦν. Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ τραβολογήματα καὶ παρακάλια ἀνέβηκαν κι οἱ ὑπόλοιποι κι ἀνήσυχοι ὅπως ἦταν, κάνανε σύναξη στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ γιὰ νὰ μετρήσουνε, ἐπιδεικτικά, τὸ βάρος τους καὶ τὸ εἶναι τους!

από το βιβλίο “ΔΕΣΜΩΤΕΣ”

ISBN: 978-618-82241-1-7