Η Ιδιωτική μου
Αντωνυμία

μικρά πεζά

Παναγιώτης
Χατζημωυσιάδης


εκδόσεις Κίχλη

η μοναξιά της γραφής
και η μοναχική ανάγνωση


   Γράφω πάει νὰ πεῖ ἐκτίθεμαι.
Ἐκτίθεμαι πάει νὰ πεῖ περιφέρομαι. Περιφέρομαι πάει νὰ πεῖ τριγυρνάω. Τριγυρνάω
πάει νὰ πεῖ ἀλητεύω. Ἐν ὀλίγοις καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ πολυβασανίζω, γράφω πάει νὰ
πεῖ ἀλητεύω. Κατὰ προτίμηση τὶς νύχτες. ῞Οταν γδύνω τὶς ἀναμνήσεις. Βγάζω ἀπὸ τὴν
ντουλάπα μου τοὺς σκελετοὺς καὶ ἀσελγῶ στὰ πιὸ ἀγαπημένα πτώματά μου. ῍Η τριγυρνάω
πένητας στοὺς δρόμους καὶ περιφέρομαι μαζὶ μ’ ἐμένα. ῍Η παρέα μὲ τὸν Βασίλη, τὸν
Γιῶργο, τὴν Ἑλένη, τὴ Γεωργία, τὸν Ἀβράμη,καὶ κυρίως τὴ βαριὰ γριὰ ἀρκούδα μου.
Μὲ τὶς ἁλυσίδες, τὰ λουριὰ καὶ τὸν χαλκὰ στὴ μύτη. ᾽Απ’ ὅπου μὲ σέρνει βίαια
μέχρι τὸ ξημέρωμα ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο. Πρωὶ πρωὶ ἀλλάζω
πουκάμισο, στρώνω χωρίστρα καὶ πάω γραμμὴ γιὰ
τὴ δουλειά μου.

   Ναι, η γραφή είναι μια μορφή έκθεσης εαυτού, πιθανόν από τις
πλέον επώδυνες, κυρίως αν πρόκειται για
κομμάτια της προσωπικής ζωής που επανέρχονται μέσω της μνημονικής λειτουργίας
στην επιφάνεια της συνείδησης για να αποτυπωθούν μέσα στον λόγο. Ο Παναγιώτης
Χατζημωυσιάδης στα 145 μικρά πεζά (μοιρασμένα στις εννέα αντωνυμίες που
συνιστούν τη δομή του βιβλίου) καταγράφει σε απολύτως προσωπικά κείμενα όσα
διασώζει η μνήμη του κάτω από έναν εύστοχο τίτλο. Η αντωνυμία έτσι κι αλλιώς
παραπέμπει ετυμολογικά στο «αντί του ονόματος»· έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί συλλήβδην αντωνυμική όλη η λογοτεχνική γραφή, καθόσον υποκρύπτει την
ταυτότητα του γράφοντος πίσω από την όποια παραπλανητική (ελέω μυθοπλασίας)
ενδυμασία.       Παράλληλα, η ιδιωτική ταυτότητα που προσδίδει ο Χατζημωυσιάδης στην
αντωνυμία του (με τονισμένη τη
σημασία του κτήτορα) προσδιορίζει τον προσωπικό χαρακτήρα των κειμένων του. Καμία
αμφιβολία για την ταυτότητα του αφηγηματικού υποκειμένου, που με την παιδική
του μορφή προλογίζει τα κείμενα στη
σελίδα 15. Στο δε εξώφυλλο (μακέτα από την Ούρσουλα Φωσκόλου) μια καθημερινή
τρυφερή εικόνα μάς φέρνει πίσω στον χρόνο. Λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν μια καλή
έκδοση και οδηγούν απρόσκοπτα στο εσωτερικό του βιβλίου.

    Πώς προσεγγίζεται όμως μια γραφή που άφησε για λίγο την
ιδιώτευσή της και ανοίγεται στον κοινό δημόσιο δρόμο μιας ανάγνωσης; Ποιον
«κοινό τόπο» μπορεί να ανακαλύψει ο αναγνώστης και πόσο νομιμοποιείται να
θεωρήσει παράλληλη πορεία τη δική του με την ιδιωτική του συγγραφέα; Τέτοια
ερωτήματα προκύπτουν κάθε φορά που προσωπικές, αυτοβιογραφικές εκδοχές της
λογοτεχνίας βλέπουν το φως της έκδοσης. Σκέφτομαι πως όσο η ανάγνωση τέτοιων
κειμένων δεν μπορεί παρά να είναι προσωπική, άλλο τόσο μια κατά κάποιο τρόπο κριτική
προσέγγιση οφείλει να ακολουθήσει, ως πιο ασφαλή, τον ιδιωτικό δρόμο. Κατάθεση
σκέψεων λοιπόν περισσότερο θα έλεγα πως είναι το κείμενό μου, που φιλοδοξεί να
συνομιλήσει με την προσωπική γραφή του Παναγιώτη.

     Ένα από τα κείμενα της ιδιωτικής αντωνυμίας (συγκαταλέγεται
στην «δεικτική αντωνυμία») φέρει τον
εύγλωττο τίτλο «Ναυαγοσωστικές γραφές».
Πρόκειται για πρόσωπα που τα ανακαλεί στη μνήμη του και αυτά έρχονται στην
επιφάνεια

    […] ὃπως οἱ πνιγμένοι
ναυαγοὶ μὲ τὸ σωσίβιο, ποὺ παραδέρνουν γιὰ καιρὸ στὰ βάθη τοῦ πόντου, μέχρι νὰ
τοὺς ξεβράσει ἀπὸ μόνο του τὸ κύμα σὲ κάποια ἀκρογιαλιά.

Ο συγγραφέας μαζεύει όσα έρχονται στην επιφάνεια της μνήμης
σαν κομμάτια από ναυάγια και θυμίζει τον άλλο συλλέκτη και αποθησαυριστή, που
αποτύπωσε ως εικόνα τα συντρίμμια της ζωής:

[…]ἐκυλίοντο ἀενάως πρὸς
τὴν θάλασσαν τὴν πανδέγμονα τεμάχια σαπρῶν ξύλων ἀπὸ ξεχώματα, ἤτοι ἀνακομιδὰς ἀνθρωπίνων
σκελετῶν, λείψανα ἀπὸ χρυσὲς γόβες ἢ χρυσοκέντητα ὑποκάμισα νεαρῶν γυναικῶν,
συνταφέντα ποτὲ μαζί των, βόστρυχοι ἀπὸ κόμας ξανθάς, καὶ ἄλλα τοῦ θανάτου
λάφυρα.
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το
Μυρολόγι της Φώκιας
)

     Η ουσία, φυσικά, εδώ βρίσκεται στην ταυτόχρονη διάσωση· από
τη μια η σωτηρία των μορφών μέσα στις γραφές (άλλη ελπίδα μάλλον για ζωή δεν
έχουν) αλλά και η διάσωση του συγγραφέα μέσα στη σωστική λέμβο της γραφής του –
γνωστή η ίαση και προσδόκιμη.

   Διαβάζω στο κείμενο «Η
απάτητη κορφή μου»
(από την «Οριστική
Αντωνυμία»
φυσικά, την ορίζουσα τη ζωή στα βασικά της):

[…] τὶ ἂλλο εἶναι ἡ
γραφὴ παρὰ μιὰ μοναχικὴ ἀνάβαση στὶς πιὸ ἀπάτητες κορφές, ἐνόσω θεᾶσαι ὃλες τὶς
παιδικὲς χαρές σου νὰ γλιστροῦν στὸ κενὸ ἀπελπισμένες;

    Η μοναχικότητα της γραφής, η δυσκολία της ανάβασης σε
πρωτοπατημένα και αχαρτογράφητα τοπία, με τον κίνδυνο μιας μοιραίας
κατακρήμνισης. Η συνειδητοποίηση της αμείλικτης πορείας του χρόνου που σε
καταδικάζει διαρκώς να αναπολείς έχοντας σαφή επίγνωση πως ο δρόμος μόνο προς
τα εμπρός πηγαίνει. Όλη η περιπέτεια της γραφής μέσα σε λίγες αράδες. Ή αλλιώς
η συνάντηση της ανάγνωσης με μια συγγραφική κατάθεση τόσο ιδιωτική όσο και
κοινή.

Μιὰ ἡ σιωπή, λογιῶν
λογιῶν οἱ σιωπές της. Ποὺ ἁπλῶς σιγοῦν ἢ μουρμουρίζουν ἢ ἀποροῦν ἢ θρηνοῦν ἢ
τιμωροῦν ἢ μετανοοῦν ἢ βοοῦν. Ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποιες ἄλλες ἀταξινόμητες, ἀνένταχτες
κι ἐντελῶς ἰδιωτικές.
(από το ThesoundofsilenceΚτητική Αντωνυμία)

    Αν δεν μπορούσε όποιος γράφει να μιλήσει με τις σιωπές του
κόσμου, θα κατέρρεε αυτοστιγμεί  όλο το
οικοδόμημα της επινοημένης πραγματικότητας, θα έσβηνε η ικανότητα της
μυθοπλασίας, θα έχανε η τέχνη την πιο ουσιαστική της παράμετρο. Πολύτιμες
σιωπές σαρκώνονται στον λόγο.

[…] κατὰ βάθος ξέρω ὅτι
δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ναρκωτικὸ ἀπὸ τὴ νοσταλγία, ποὺ ὅλα τὰ στρογγυλεύει καὶ ὅλα
τὰ δικαιώνει καὶ ὅλα τὰ γλυκαίνει. (Άχνη
από την Οριστική Αντωνυμία πάλι)

    Η ειλικρίνεια της γραφής: η νοσταλγία δεν είναι ποτέ
αληθινή. Ωραΐζει και λειαίνει τα κοφτερά σημεία, να μη βρεθείς γυμνός από
ψευδαισθήσεις και χαθείς σε ανέλπιστο χάος. Πόσο πιο ανθρώπινη μοιάζει τώρα η
γραφή του Παναγιώτη, πόσο πιο κοντά στα πάθη της αληθινής ζωής. Κι ας ψεύδεται
(το πιο συχνό) η μνήμη η νοσταλγική.

Απόλυτη ειλικρίνεια αλλά και αυτογνωσία εδώ στον
αυτοπροσδιορισμό:

[…] ἁπλὸς οἰκοδόμος,
μεροκαματιάρης χτίστης, κουρασμένος μπετατζής
(από τη «Δημόσια ομολογία»Αόριστη
Αντωνυμία
)

   Ο συγγραφέας που ακουμπά πάνω στον καθημερινό μόχθο της
ζωής, έχοντας σαφή γνώση του ρόλου του· τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.

Δεν ξέρω αληθινά πώς να αγγίξω αλλιώς τα κείμενα του
Παναγιώτη. Γράφοντας αυτά εδώ τον φαντάζομαι να τα διαβάζει και να μου πετάει
κατά πρόσωπο την πιο μεγάλη αλήθεια από όλες όσες έχει στο βιβλίο του:

Ὃσον αφορᾶ δὲ ἐσένα, ὑπάρχεις
ἀσφαλῶς, ἀλλὰ ὄχι σὰν μέτρο ἤ σὰν σκοπός. Λυπᾶμαι ποὺ σ’ τὸ λέω.
(από τον
«Θάνατο του αναγνώστη» – Αυτοπαθής
Αντωνυμία
)

    Κι έτσι ολοκληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο ο διάλογος του
συγγραφέα με τον αναγνώστη του – δεν τολμώ να πω με τον κριτικό του, γιατί
τέτοια κείμενα δεν κρίνονται, απλώς διαβάζονται. Η μοναξιά της γραφής και η
παράλληλη μοναχική ανάγνωση. Ένα δίδυμο αυθύπαρκτο που καταξιώνει κάθε φορά την
ουσία του σε αυτοσχέδιο διάλογο.