Του Πέτρου Γκολίτση
Η «ΡΑΨΩΔΙΑ ΜΗΔΕΝ» ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ
«ΑΓΙΟΥ» ΠΕΡΙΠΛΑΝΟΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Κώστας Παπαθανασίου, Χωρίς λεξικό, εκδ. Θράκα, 2016.
«Σταυρώνω τα χέρια μου σαν άγιος»
(«Ο άγιος»)
«Δείξε τους τα κοφτερά
σάπια δόντια σου
κι έλα μαζί μου
Μόνοι μας
θα φτάσουμε
στο τέρμα»
(«Ραψωδία μηδέν»)
«να νικήσω
αυτόν
το φοβερό
κόσμο»
(«Παλίρροια»)
Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Παπαθανασίου παρακολουθώντας και μετασχηματίζοντας σε τέχνη το ρευστό και το μεταβλητό της συνειδησιακής του ροής, στην τριβή του με τον κόσμο και με την ιστορία, σύμφωνα με τον ιδιότυπο εσωτερικό, ημερολογιακού θα λέγαμε τύπου μονόλογό του, όπου πρώτα έρχεται το πρόσωπο της γραφής και έπεται ο ίδιος ως «συγγραφέας» −ως υπαρκτό και ιστορικό δηλαδή πρόσωπο−, όχι μόνο συναντά το δράμα της νεωτερικής υποκειμενικότητας, το «entity and non entity» (την οντότητα-μη οντότητα), το «no-one is anything» (καν-ένας δεν είναι τίποτα ή οτιδήποτε) του Τζόυς, αλλά και τον «Nobodaddy» (τον κανένα-μπαμπά, δηλαδή τον βιβλικό θεό, ως εξέλιξη του Nobody του Γούλλιαμ Μπλέηκ). Με τον «κανένα» της ποίησης του Παπαθανασίου μάλιστα, σε αντιστοιχία με τον «Nobodaddy» που είναι ο πανταχού παρόν-απόν εαυτός και μη εαυτός-θεός συνάμα, να μην κάνει τα στραβά μάτια και να προσπαθεί να εξαφανιστεί προσκρούοντας επαναληπτικά πάνω στα όρια του κόσμου ή του χωροχρόνου, επιπλέοντας εξισορροπητικά σε αυτό το επώδυνο «πουθενά» που μας συμβαίνει. Διαβάζουμε στο ποίημα «Ραψωδία μηδέν»:
Έλα πίσω μου σκύλε
Το ταξίδι συνεχίζεται
Μετρήσαμε τη ζωή μας
σε βλέμματα
Οι ίδιοι δρόμοι
πάλιωσαν μαζί μας
Καινούργια μάτια
δεν υπάρχουν πια
Δεν έχει άκρη
αυτός ο κόσμος
Απόψε θέλω να ουρλιάξεις
Με όση φωνή σού απομένει
Ο Οδυσσέας πέθανε
Πώς να υπάρξεις
χωρίς επιστροφή
εσύ που έμαθες
μια ζωή να ελπίζεις
και πώς να ζήσεις
απ’ τα ξένα κόκαλα
που σου πετάνε;
Δείξε τους τα κοφτερά
σάπια δόντια σου
κι έλα μαζί μου
Μόνοι μας
θα φτάσουμε
στο τέρμα
εκεί
που δεν υπάρχει
κανείς
για να μας
περιμένει
Ο ποιητής με την ιδιότυπη ποίησή του λοιπόν μας ανοίγει σε μια Οδύσσεια στα εσώτερα και στα ενδο-εγκεφαλικά «περάσματα» μιας εποχής και μιας κατάστασης, στα πλαίσια μιας ισόβιας μη εξοικείωσης με το ξένο, απόμακρο αλλά και συνάμα οικείο του κόσμου, της ιστορίας και της κοινωνίας, όπου η αναζήτηση της «αυθεντικής» ύπαρξης, σε μια φαντασιακή-συνθετική προβολή του έμβιου, αυτο-αναφερόμενου και πεπερασμένου όντος, οδηγεί σε μια ισόβια επιθυμία άρσης του μυστηρίου του κόσμου.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα ορισμένες αναλογίες με τον Οδυσσέα του Τζέημς Τζόυς, που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τη σημασία του ποιητικού έργου του Παπαθανασίου, όπως και να θέσουμε ένα πλαίσιο που θα δώσει μια άλλη διάσταση στο σύνολο της ποίησής του και που θα επιτρέψει στα ποιήματα να λειτουργήσουν αλλιώς, που είναι εξάλλου και το κυρίως −αν όχι το μόνο− ζητούμενο.
Εάν λοιπόν η περιπλάνηση του Ulysses του Τζόυς είναι μια σύγχρονη Οδύσσεια, όπου ο νόστος και το άλγος του νόστου (νοστ-αλγία) αδυνατεί να οδηγήσει τον ποιητή έξω από τον «εφιάλτη της Ιστορίας», στην Οδύσσεια του Παπαθανασίου έχουμε έναν νόστο και μια νοσταλγία για το «πλήρες» και το «αυθεντικό» που λειτουργεί ως προβολή του μη πλήρους του κόσμου και του αλλοτριωμένου της κοινωνικής ύπαρξης, αλλά και της παράλογης αξίωσης της αυτο-εξήγησης που λειτουργεί ως προβολή του μη αυτο-εξηγήσιμου του κόσμου, και ταυτόχρονα την αδυναμία εξόδου του προσώπου από τον «εφιάλτη» της ύπαρξης και της ιστορίας και της ενσωμάτωσης, ως ενός ακόμη υλικού, εντός της. Βλέπουμε χαρακτηριστικά στο ποίημα «Περιπλανώμενο Dasein», στο χαϊντεγκεριανό βεβαίως «Dasein», τα εξής:
Κοιμητήρια Ευαγγελίστριας
Μάρμαρα φορτωμένα
βήματα και λάσπες
Ο θάνατος μεγαλώνει ανάποδα
Μια έρημη πόλη κάτω
απ’ τις ρίζες των δέντρων
[…] Πώς να υπάρξεις;
Να βρεις ένα ρόλο αυθεντικό
σ’ αυτή την πρόσκαιρη σκηνή;
[…] Ο Χρόνος είμαστε εμείς
[…] Κάτω απ’ την άσφαλτο
άγνωστα κόκαλα τρίζουν
στ’ αβέβαια βήματά μου
Δεδομένου μάλιστα ότι η κάθε εποχή έχει έως ενός σημείου τον Οδυσσέα που της αξίζει, ο Παπαθανασίου θα μπορούσε να είναι, τολμώ να πω, ένας εκ των Οδυσσέων της δικής μας εποχής, όπου αφού κατορθώσει να πιάσει και να μεταγράψει ποιητικά, με αποκαλυπτικό και σπαρακτικό τρόπο −παραμένοντας εξ αρχής στο όχημα του μοντερνισμού− την «βαθύτερη» ιστορική-διανοητική και ποιητική συνείδηση του καιρού μας, επιστρέφει και αποκαλύπτει το πλέγμα των συνυφάνσεων και του εξω-σκελετού που μας «εμπεριέχει» και μας καθορίζει πρωτίστως εντός μας. Κάτι που συμβαίνει τόσο στα πλαίσια της μοντέρνας ποιητικής κίνησης, όσο και της μετα-υπερ-ρεαλιστικής, υπερ-κινηματογραφικής θα λέγαμε τάσης του, στην ιστορική πάντοτε εξέλιξή τους.
Έτσι, για να συνεχίσουμε, αν η Ομηρική Οδύσσεια δεν στέκεται χωρίς την επιστροφή στην πατρική γη, την Ιθάκη, κι αν η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη του Θερβάντες οδηγεί σε μια σταθερή απομάκρυνση από αυτήν, την Μάντσα, που δεν θέλει να θυμάται ούτε καν το όνομα της, και επίσης αν η Οδύσσεια του Λέοπολντ Μπλουμ στον Τζόυς είναι μια Οδύσσεια εντός της Ιθάκης, η Οδύσσεια του Παπαθανασίου είναι μια Οδύσσεια του «κανενός» στο «τίποτα», στο ενδιάμεσο μιας νηνεμίας πριν και μετά την τρικυμία-καταστροφή. Αξίζει να σημειωθεί βέβαια πως ο κύκλος στους αρχαίους κλείνει με την επιστροφή στην Ιθάκη, ενώ στους νεότερους, με τον φυγόκεντρο ήρωα του Θερβάντες, έχουμε σχηματικά τη ρήξη του περιγράμματός του. Στον Παπαθανασίου (όπως και στον Τζόυς, στον Εμπειρίκο και στον Νάνο Βαλαωρίτη ενδεικτικά) έχουμε αναλογικά μια κυκλική ελλειπτική τροχιά που απορροφάται από την ίδια της την κίνηση, χωρίς να αφήνει ίχνη, χάνοντας ή και αφαιρώντας τελικά την εικόνα του κινούμενου «όλου-στόχου» ή και του συμβαίνοντος, το οποίο και αμφισβητείται σε κάποιο σημαντικό βαθμό, καθιστώντας την όποια έξοδο από τον εφιάλτη οριστικά αδύνατη ή και αδιανόητη, αφήνοντάς μας οριστικά πιασμένους στο δίχτυ της γλώσσας και της ιστορίας. Αυτό το βούλιαγμα λοιπόν, η καταβύθιση όχι στην αναζήτηση ενός εαυτού, αλλά η αξίωση ενός σημείου όπου θα καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση μιας εξόδου από το δράμα της ύπαρξης και της ιστορίας, προϋποθέτει μια περιπλάνηση η οποία όμως αποκλείει την έξοδο εξ ορισμού, γιατί η ίδια η κίνηση ως πράξη ακινητοποιεί και ορθώνει το ίδιο το αδιέξοδο του κόσμου, το οποίο διέπεται και εκδηλώνεται σε ένα μεγάλο βαθμό με τους δικούς του εσωτερικούς, μεταβλητούς και ακατανόητους σε εμάς προφανώς κανόνες.
Δηλαδή η νοσταλγία, για να το θέσουμε και αλλιώς, που προκύπτει ενδεικτικά στον Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, θέτει ως προτεραιότητα την τέχνη ως την δυνατότητα να επανα-βιώσει κανείς αυτή την αίσθηση πληρότητας, μέσω της επιστροφής δηλαδή της αποκατάστασης, παραμένοντας κατ’ οίκον. Μας λέει μάλιστα επ’ αυτού ο Ελύτης για τον υπερρεαλιστή Εμπειρίκο. Κάτι που αξίζει να μεταφέρουμε:
«Ο παράδεισος των παιδικών χρόνων του ποιητή γεμίζει από μικρούς Ρώσους και Τατάρους που παίζουν μισόγυμνοι στην ακροποταμιά ή κυνηγιούνται στα μεγάλα βαθύσκια δάση»1.
Στον Παπαθανασίου η αποκατάσταση αυτή συμβαίνει εντός της μήτρας, της μητρός αρχικά και της συντρόφου έπειτα, για να καταλήξει στη δραματική-τραγική (οριστική) συνειδητοποίηση στο βλέμμα του αλόγου που πεθαίνει μπρος παιδικά μάτια του ποιητή. Βλ. το ποίημα «Απόσπασμα από ένα μοναχικό μεθύσι», το οποίο και παραθέτουμε αποσπασματικά:
Δεν θυμάμαι πώς έφτασα ως εδώ […]
Δεν θυμάμαι πώς έφτασα ως εδώ, Ηλέκτρα
Απόψε δεν ανήκω πουθενά
τα σπίτια ράγισαν
οι δρόμοι έσπασαν
και τα ποτήρια συνεχίζουν
να αδειάζουν την ψυχή μου
Απόψε είμαι εκείνο το παιδί
που στέκεται στην άκρη του δρόμου
και κοιτάζει κείνο το λευκό
άλογο που αργοσβήνει
στο χαντάκι
Θυμάμαι τα μαύρα μάτια του
να λάμπουν ακόμα
«Μη φοβάσαι, μικρέ» μου ‘λεγε
«όλα κάποτε θα τελειώσουν».
Έτσι, συνοψίζοντας, ο ποιητής ως φορέας του «αυθεντικού-μη αυθεντικού», και ως ο περιπλανώμενος εντός του αδιέξοδου του κόσμου και της ιστορίας, ζητά μια «αποκατάσταση», δηλ. μια διαφυγή δια της «επαναληπτικής» πρόσκρουσής του στα όρια του κόσμου, με απώτερο σκοπό μια κάποιου τύπου λύτρωση. Κάτι που όμως καθίσταται αδύνατο μετά την απομάκρυνση από τον τόπο της συγχρονισμένης-άχρονης στιγμιαία κατορθωμένης ποιητικής «αρμονίας» και την γείωσή του στην έρημο του εκάστοτε τρέχοντος πραγματικού. Η epiphany («τα Επιφάνια»), για να επανέλθουμε στον Τζόυς, λειτουργεί ως μια μορφή λύτρωσης του οικείου, ως μια «αιφνίδια αποκάλυψη της ουσίας, της quidditas ενός πράγματος, μιας σκηνής, μιας κατάστασης»2, κάτι που συμβαίνει στην περίπτωση του Παπαθανασίου με τα οικεία του κυρίως πρόσωπα, τους λογοτέχνες (Κάφκα, Πάουντ, Κορτάσαρ), τους μουσικούς (Μπεργκ, Τακεμίτσου, Κολτρέιν) και τους κινηματογραφιστές (Κουροσάβα, Μπουνιούελ, Ταρ). Μας φαίνεται πως σε αυτές τις περιπτώσεις ο ποιητής όντως «ακτινοβολεί» μετασχηματίζοντας και μετεωρίζοντας τον συνολικό περιρρέοντα χώρο και την ίδια τελικά την αντίληψή μας.
Η χαοτική αποξένωση, για να κλείσουμε, μέσα στον εαυτό και στην ιστορία (μέσα στην σύγχρονη πόλη στον Τζόυς), η οικείωση του ανοίκειου και η αν-οικείωση του οικείου, η θέληση για «Αποκατάσταση», η ανάγκη δικαίωσης στα μάτια των νεκρών συνοδοιπόρων και ορισμένων ζωντανών συντρόφων, δείχνουν προς μια ανάγκη επανεκκίνησης και έναν κάποιο τρόπο πορισμού. Το ερώτημα βέβαια που παραμένει, είναι πώς ο ποιητής έφτασε σε αυτό το σημείο; Κλείνοντας ποιον κύκλο ή ανοίγοντας ποιον δρόμο; Θα το δούμε ευθύς αμέσως, παραπέμποντας στην καλλιτεχνική του διαδρομή και στην περιρρέουσα καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της οποίας έγινε κοινωνός, αφού πρώτα επαναλάβουμε πως ο Λαβύρινθος-Πόλη του Τζόυς, η κεντρική δηλαδή σκηνή της Ιστορίας, γίνεται στον Παπαθανασίου η Πόλη ως παγίδα-εαυτός όπου επαναλαμβάνεται η πρόσκρουση στο ίδιο το αδιέξοδο που προκύπτει από την απορία του αυτο-αναφερόμενου όντος. Ο ίδιος ο εαυτός, αλλά κυρίως η ιστορία και ο κόσμος λειτουργούν τελικά ως συμπληγάδες πέτρες, όπου η επαναλαμβανόμενη ύπαρξη και η επαναλαμβανόμενη πρόσληψη-αντίληψη του φαινομένου του κόσμου διακόπτουν καθιστώντας την συντριβή, ανάμεσα στα πολλαπλά και μεταβαλλόμενα πρόσωπα της ιστορίας και στις καταστάσεις του κόσμου, αναπόφευκτη. Η πόλη-κόσμος (η «κοσμόπολις») του Τζόυς γίνεται ένα άγονο νησί που επιπλέει στο πουθενά στον Παπαθανασίου, καθώς το πρόσωπο του ποιητή κλείνει μέσα του εκ των πραγμάτων το αδιέξοδο του κόσμου, και έτσι ενώ φαινομενικά κινούμαστε σε ένα μικρόκοσμο στην ουσία έχουμε ανοιχθεί σε έναν μακρόκοσμο ο οποίος επιπρόσθετα παραμένει διαλεκτικά ανοιχτός απέναντι στην ιστορία.
Επομένως συνολικά, η προσεκτική «σάρωση» των ποιημάτων του Παπαθανασίου και η όλη του στάση εν γένει, αδιέξοδη μέσα στην ειλικρίνεια και στη φορά της, προϋποθέτει να κατανοήσουμε πρώτα πως −εντός αυτής της περιπλάνησης της δι-υποκειμενικότητας μέσα στον ίδιο μας τον ολικό-πολλαπλό καλλιτεχνικό και ιστορικό εαυτό− ο ποιητής αντικαθιστά κατά βάθος (όπως ο Τζόυς), το «εν τω οίνω η αλήθεια», με το «εν τω γέλωτι η αλήθεια». Έστω κι αν φαντάζει ορισμένες φορές αυτή η πρακτική του ως αυτοπαγίδευση ή ως απόκρυψη. Απεναντίας, θα ισχυριστούμε εδώ, πως αυτή η αποκάλυψη των πλέον απόκρυφων αδιεξόδων, είναι που τον τοποθετεί στους δρόμους που άνοιξε ο Όμηρος, με τον κλαυσίγελό του, την χαρμολύπη του («το δακρύοεν γελάν»)3, όπου και συναντά το χαρακτηριστικό Ιρλαδένζικο χιούμορ του Τζόυς ξεπερνώντας το κεντροευρωπαϊκού τύπου αδιέξοδο του Κάφκα.
—————————-
1 Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, επιμ. Δημήτρης Καλοκύρης, Ύψιλον, β’ εκδ. 1980, α’ εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1979. Βλ. στο Εν Λευκώ, εκδ. Ίκαρος, 1992, σσ. 20-22.
2 Βλ. Σάββας Μιχαήλ, Μορφές της Περιπλάνησης, εκδ. Άγρα, 2004.
3 Βλ. ό.π.