Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου

Το
Μύδι


Υπήρξαν
κι άλλοι άντρες, σίγουρα. Ήταν σαν η
γλώσσα μου να εξερευνούσε ένα κλαδάκι
με κόμπους, να αναπηδάει πάνω απ’τη
ράχη ενός τετραδίου σπιράλ, να περιμένει
μάταια την πρωινή δροσιά να γλιστρήσει
από ένα φύλλο και να πέσει στο άνυδρο
στόμα μου.


     
Μ’αυτόν
ήταν διαφορετικά. Ήταν σα να έδινα το
φιλί της ζωής σ’ένα μπαλόνι γενεθλείων.
Μια δροσιστική τσίχλα, σταγόνες κανέλας
ή μέντας να ραντίζουν το στόμα μου καθώς
σπάει, να ξυπνάνε τις αισθήσεις. Ή ένα
σοκολατάκι με γέμιση λικέρ. Η γλώσσα
μου να βουτάει σ’ένα ποτήρι με
coca
cola,
χιλιάδες μικροσκοπικά ψαράκια να την
κεντάνε. Τα
Pop
Rocks
να σκάνε στο στόμα μου σαν πυροτεχνήματα.
Πάντα αναρωτιώμουν αν όλα αυτά θα 
ανατίναζαν το στομάχι μου.


     
Μου
άρεσε να τσιμπάω με τα χείλη μου λεπτές
τουφίτσες των μαλλιών του, να δοκιμάζω
την αντοχή τους με τα δόντια μου, να
μετράω τις βλεφαρίδες του, να υπολογίζω
το μήκος τους, να τις τεντώνω, να πιπιλάω
το λοβό του αφτιού του σαν άγουρο σταφύλι,
να ψηλαφίζω τις γραμμές στις παλάμες
του και τις μικροσκοπικές κουλούρες
και αλυσίδες που βρίσκονται στον καρπό
του, μετρώντας τις θηλιές.


     
‘Κοίτα.
Θα σου τα πω με το δικό σου τρόπο,’ είπε
μια μέρα και δίπλωσε τα χέρια του μπροστά
απ’το στόμα του σαν να προσευχόταν.
Καθόμασταν σε μια καφετέρια κοντά στο
σπίτι μου. ‘Έτρωγα αμύγδαλα μέσα από
ένα σακουλάκι που’χα αγοράσει απ’το
περίπτερο και αυτός έπινε το μαύρο
espresso
του. ‘Είσαι σαν το μύδι για μένα.
Καλογυαλισμένο και γοητευτικό απ’έξω
– το όστρακο ανοίγει εύκολα αν είσαι
προσεκτικός και δεν κόψεις τα χείλη σου
στα αιχμηρά άκρα, μαλακό και εύπλαστο
στο εσωτερικό, ενώ στριφογυρίζει
σαγηνευτικά και παίζει με τη γλώσσα,
αλλά είναι τόσο δύσκολο να το καταπιείς.
Ποτέ δεν μπόρεσα να ξεφορτωθώ την αίσθηση
ότι θα με πνίξει στο τέλος. Λυπάμαι.’
Πήρε μια τελευταία γουλιά απ’τον καφέ
του, σήκωσε το σαγόνι του ψηλά και έφυγε
με βήμα γοργό.


     
Σταμάτησα
να μασάω. Τα αμύγδαλα πικρά στο στόμα
μου, στάθηκαν στον οισοφάγο μου σαν
άμμος. Ήθελα να τον προλάβω, να τον αρπάζω
απ’το
Tshirt
του, να τον ρίξω στην καρέκλα και να τον
φτύσω στη μούρη. Με το δικό του τρόπο.
Ήθελα να του πω ότι κι αυτός ήταν μύδι
για μένα. Από εκείνα που δεν ανοίγουν
στο βράσιμο γιατί είναι ήδη νεκρά. Ήθελα
επίσης να του πω ότι είμαι συνηθισμένη
να βλέπω μπαλόνια γενεθλείων να
στριφογυρίζουν το πλαστικό, βρώμικο
στόμα τους μακριά απ’τα χείλη μου και
να ξεφουσκώνουν κλαψουρίζοντας. Και
επίσης ότι η
coca
cola
και τα
Pop
Rocks
απλώς με κάνουν να ρεύομαι. Καμία έκρηξη.
Τίποτα.


     
Έψαξα
για την ημερομηνία λήξεως στο πακέτο
με τ’αμύγδαλα. Πουθενά. Είτε ψάξει
κανείς είτε όχι, τη βρει δεν τη βρει,
πάντα υπάρχει μια ημερομηνία λήξεως.
Δεν έχει νόημα να το πασπατεύω, σκέφτηκα
και το πέταξα στον κάδο σκουπιδιών.
Κάποιες φορές είναι καλύτερα να μην
ψάχνει κανείς αυτή την αναθεματισμένη
ημερομηνία καθόλου σκέφτηκα και
προσπάθησα να αγνοήσω τον πικρό πολτό
αμυγδάλου που μούδιαζε και νέκρωνε τη
γλώσσα μου.