Αλλάζει
μέσα μου ο αιώνας κι είσαι άλλος.
Εγώ
που πίστεψα πως παντοτινά
θα
μυρίζει ο λαιμός σου κεράσι,
χωρίς
την πλεονεξία λογάριασα.
Χάρτινος
γίνεσαι τώρα λίγο-λίγο
και
δίχως έλεος σου τσακίζω τις σελίδες.
Πού
είχα μείνει, πόσα ξέρω για σένα,
ποιο
είναι το αγαπημένο μου δικό σου κεφάλαιο;
Εγώ
που ορκίστηκα πως εσένα θα σε σώσω,
θα σε
αφήσω ανέγγιχτο,
δε θα
σε πλάσω όπως μου αρέσει.
Όλο
και περισσότερο σε αφηγούμαι,
όλο
και λιγότερο σε ζω,
όλο
και φεύγω.
Γυάλινος
γίνεσαι και πάνω σου ζωγραφίζω
τα
σύμβολα που εγώ καταλαβαίνω.
Εγώ
που λάτρεψα τα μάτια σου γιατί μου ήταν
ξένα
και
πίστεψα πως πάντα, πάντα θα λάμπουν τόσο
αγνά.
Τα
σκοτεινιάζω τώρα με χορηγό τον χρόνο.
Κι
εκείνο το “πάντα” γράφεται με γράμματα
όλο και πιο μικρά.