Τ Ε Κ Μ Α Ρ
Αμφιβιώ.
Αμφιρρεπές βήμα επί της ισάλου.
Δύο ζωές. Δύο άνθρωποι. Σε ένα σώμα.
Πώς να κρατηθώ στη γη;
Πώς να ανεβώ στον ουρανό;
Ποιός με φυλάκισε εδώ;
Φωνές καταφθάνουν πανταχόθεν.
Πολλά ακούω, ελάχιστα καταλαβαίνω, λιγότερα κρατώ:
«Τούτο εστί το τέκμαρ»
Παρελθόν, παρόν και μέλλον
Εξίσου προσιτά κι αόριστα
Με βασανίζουν.
Γνωστές άμορφες παρουσίες.
Άγνωστες μορφές παρούσες.
Σκόρπιος,
Μεταξύ πολλών μονάχος.
Αόριστος,
Πολλά μέρη εις ένα.
Ζωή τετμημένη κι ακόμα τεκμαρτή.
Ένα με την ομίχλη.
Ο Γ Δ Ο Η Η Μ Ε Ρ Α
Βρες ένα τσουκάλι αρχαίο,
βάλε του θαλασσινό νερό,
ρίξε δυο πέτρες απ’ το Αιγαίο
κι ένα κλαδί ελιάς γερό.
Άστο στον ήλιο να ψηθεί
κι από θεούς να ευλογηθεί.
Κάπως έτσι φτιάχτηκε αυτός ο τόπος.
Έτσι γεννήθηκαν οι Πελασγοί.
Σ Η Μ Α Δ Ι
Ξύπνησα και είδα τη μαυροφορούσα να έχει ξεπεζέψει.
Καθώς πήγε λίγα προσκυνήματα στην εκκλησιά,
κι άφησε λίγα άνθη στο μνήμα του παιδιού της,
κρατούσε μεσ’ στα χέρια της μια κεφαλήν αρχαία.
Τα μόνα μάτια που ’χε τώρα να κοιτά.
Το αλόγό της ξεδιψούσε απ’ τον αρχαίο ποταμό,
ο αέρας της άγγιζε το πρόσωπο φρέσκος όσο ποτέ,
και το χορτάρι χόρευε στο δικό του το τραγούδι.
Κι όσο στα χέρια της κρατούσε τα πετρωμένα χείλη,
και με τα δάχτυλα σα ρίζα ελιάς τα χάιδευε το στόμα,
το δάκρυ της έπεσε στα μάτια τα μαρμάρινα.
Νά γιατί έχει τόσο χώμα αυτή η γης, σκέφτηκε,
πού αλλού θα χωρούσαν οι νεκροί της;
Νά γιατί τα δέντρα σιωπούν.
Πώς θα μπορούσαν να μιλούν για όσα έχουν δει;
Και τόσες πέτρες γύρω μόνο τυχαία δεν βρέθηκαν
εδώ.
Κάθε μια ξεχωριστό σημάδι.