Αύριο

Σερνόταν μέσα στους ήχους των χοίρων,

πίσω από το παλιό σχολείο της πόλης,

εκεί που η νύχτα πιο θεόρατη παγώνει τα παιδιά.

Στο τέλος της, ξάπλωσε καταγής

και προσποιήθηκε πως ήταν νεκρή.

Τίποτα, κανένα αποτέλεσμα.

Μόνιμα γαντζωμένη στην κάθε ανάσα της η θλίψη,

δεν εγκατέλειπε τα γεμάτα με πολύχρωμα χάπια σωθικά της.

Αύριο, μια σφαίρα στο κεφάλι, μια κρεμάλα

ή ένας γκρεμός ίσως…

Γλώσσα φωτιάς

..

Θεά των νερών και της θάλασσας

ιχθυόμορφος δαίμων για άλλους,

άλλοτε ως ψάρι με γυναικείο κεφάλι

άλλοτε αιχμή ενός αλμυρού ποιήματος,

είδα ξαπλωμένα ψάρια να πεθαίνουν

κάτω από τον ήλιο στην παραλία,

καταγής ψόφια έξω από τα κύματα

και όπως όρθια πάνω σε κήτος

και άλλοτε καθιστή σ’ αυτό

κολύμπαγα στη θάλασσα

τα ζωντάνεψα

με ένα μουσικό κυματισμό

και ήρθανε

και κολυμπάνε δίπλα μου.

Τόση δύναμη έχω.

Και εσύ,

αν ακούσεις τις φωνές μας

μέσα από τη θάλασσα

Αν σιγοκαίει γλώσσα φωτιάς μέσα σου,

πιάσε ένα άσπρο βότσαλο

φίλησε το τρυφερά

σημάδεψε τη φέτα του φεγγαριού

και φώναξε μαζί μας:

«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»

Και όπως σαν φύλο θα πέφτει το βότσαλο

ξεμάτωσε τη λογική

και βούτηξε στο ποίημα.

Ερωτικόν Πανσελήνου

Ερωτική η ησυχία

σώπα μη μιλάς

τόσο μικροί οι κόκκοι της άμμου

στην παραλία με πανσέληνο

και οι λέξεις άμμος περίσσια

λίπος στου πιάτου την άκρη

του χορτασμένου

και εσύ τόσο επίμονα

να θέλεις να ουρλιάξεις

είναι

που το κρύσταλλο της σιγής

σε τρομάζει

είναι

που στο βάθος

από όλες τις πλευρές

η σιγή τρέχει,

γελά και τραγουδά

και τα λόγια κενά πέφτουν

σε ένα ποτήρι θάλασσα

και πνίγονται,

σώπα μη μιλάς

γλύψε αλμύρα,

φίλα,

χάιδεψε,

κάψε,

σκιάξε τα λόγια να πετάξουν

ώσπου να σωριαστούν καταγής

ανίκανα μέσα στους κόκκους της άμμου

μέσα στα δάχτυλά σου

που φιλώ.

Το πέπλο

Στα σεντόνια ένα σπαθί πεντακάθαρο,

ένα κατσίκι από μπρούντζο, ένα ντουφέκι κουρασμένο,

δίπλα στο κρεβάτι και στο τζάκι μες τις γαλάζιες φλόγες

να βρέχει αμμουδερή η απουσία.

Για δες τα δάχτυλά μου πως στεφανώνουν τα στήθη σου,

πως με σαντάλια βουλιάζω στην άμμο τρέχοντας κοντά σου,

πως η νύχτα χύνει δάκρυα

και λάσπη γεμίζει την καρδιά μου.

Ένας ολυμπιονίκης εγώ,

γίνομαι συνέχεια με τον δικό σου τρόπο,

τοξοβόλος ανάμεσα στα μπούτια σου,

άλλο να μη κάνω,

παρά να ροκανίζω το πέπλο κάθε νύχτας.