Για ’κείνες τις μέρες που τίποτα δεν μπόρεσα να γράψω, για
τον απρόσμενο αέρα λίγο πριν τις έξι το απόγευμα, για τη μεταμεσονύκτια βροχή μιας
Δευτέρας. Για τον εκούσιο ως λέγεται θάνατο του Ιωάννη Συκουτρή στον Ακροκόρινθο
τον Σεπτέμβρη του ’37. Για το σώμα που ταράζεται και το συγχωρώ δείχνοντάς του
αδιαφορία. Θρέφω μ’ αέρα τα κύτταρα, γευματίζω με φίλους στη σκιά κάποιου δρόμου.
Ο εαυτός μου ακέραιος και αφελής. Θέλω να πω σ’ αγαπώ και σηκώνεται σκόνη. Για τους
ανθρώπους που κοίταξα στα μάτια και ’κείνους πού ’ταξα ότι θα ’μαι κοντά τους
για πάντα. Για το φθινόπωρο που βαθαίνει κι αναμετριέται μ’ απουσίες. Για τη
σοφία των ανθρώπων που στερεύει στα δύσκολα. Εκεί μόνο δόντια και νύχια και δάχτυλα.
Λακτίσματα στο κενό, έντονα βλέμματα σα να ’χει ήδη συντελεστεί το κακό.
[εικόνα: István Sándorfi]